Δευτ.α:41 Τότε απεκρίθητε και είπετε προς εμέ,
Ημαρτήσαμεν εις τον Κύριον· ημείς θέλομεν αναβή και πολεμήσει κατά πάντα όσα
προσέταξεν εις ημάς Κύριος ο Θεός ημών. Και ζωσθέντες έκαστος τα πολεμικά όπλα
αυτού, ήσθε προπετείς να αναβήτε εις το όρος.
Είναι πολύ εύκολο να πει κανείς: Αμάρτησα!
Κι ο Σαούλ το είπε αργότερα, αλλά χωρίς να καταλαβαίνει τη
σημασία του.
Α’ Σαμ.ιε:30 Ο δε είπεν, Ημάρτησα· αλλά τίμησόν με τώρα,
παρακαλώ, έμπροσθεν των πρεσβυτέρων του λαού μου και έμπροσθεν του Ισραήλ, και
επίστρεψον μετ' εμού, διά να προσκυνήσω Κύριον τον Θεόν σου.
Παράξενη συντριβή καρδιάς. Αμάρτησα, αλλά τίμησέ με τώρα!
Αν πραγματικά είχε αισθανθεί την αμαρτία του, πόσο
διαφορετική έπρεπε να είναι η γλώσσα του και η διαγωγή του.
Γεμάτος αυτοπεποίθηση, χωρίς ίχνος πραγματικών
συναισθημάτων, ήθελε να προσφέρει λατρεία στο Θεό προς δικό του όφελος.
Όμως, πόσο προσβάλλεται Αυτός που απαιτεί αλήθεια μέσα στην
καρδιά και ζητά αυτούς που Τον λατρεύουν να το κάνουν εν αληθεία!!
Βδελύττεται κάθε τύπο μάταιης θρησκευτικότητας που έχει
σκοπό την εξύψωση του ανθρώπου στα μάτια του και στα μάτια των άλλων!
Η ομολογία των χειλιών δεν έχει καμία αξία, αν η καρδιά δεν
συναισθάνεται την αμαρτία.
Η συνείδηση αισθάνεται ότι είναι απαραίτητη κάποια ομολογία.
Όμως, δεν υπάρχει τίποτα που να σκληραίνει τόσο την καρδιά,
όσο η συνήθεια να ομολογεί κανείς την αμαρτία, χωρίς να συναισθάνεται.
Το ίδιο συνέβη με τους Ισραηλίτες στην Κάδης.
Αν είχαν συναίσθηση των λόγων που λέγανε, θα είχαν δεχτεί
ταπεινά τις συνέπειες της αμαρτίας τους.
Δευτ.α:37-38 Και κατ' εμού εθυμώθη ο Κύριος διά σας,
λέγων, Ουδέ συ θέλεις εισέλθει εκεί· Ιησούς ο υιός του Ναυή, ο παριστάμενος
ενώπιόν σου, ούτος θέλει εισέλθει εκεί· ενίσχυσον αυτόν, διότι αυτός θέλει
κληροδοτήσει αυτήν εις τον Ισραήλ·
Αντίθετα, ο Μωυσής, δεν γογγύζει καθόλου. Υποτάσσεται στη
θεία απόφαση, δέχεται να αντικατασταθεί και μάλιστα να ενθαρρύνει το διάδοχό
του. Δεν ζηλεύει, δεν φθονεί.
«ημείς θέλομεν αναβή
και πολεμήσει»
Δευτ.α:42-44 Και είπε Κύριος προς εμέ, Ειπέ προς αυτούς,
Μη αναβήτε μηδέ πολεμήσητε, διότι εγώ δεν είμαι εν μέσω υμών, διά να μη
συντριφθήτε έμπροσθεν των εχθρών σας. ούτως ελάλησα προς εσάς· και δεν
εισηκούσατε, αλλ' ηπειθήσατε εις την προσταγήν του Κυρίου, και θρασυνόμενοι
ανέβητε εις το όρος. Και εξήλθον οι Αμορραίοι, οι κατοικούντες εν τω όρει
εκείνω, εις συνάντησιν υμών και κατεδίωξαν υμάς, καθώς κάμνουσιν αι μέλισσαι,
και επάταξαν υμάς εν Σηείρ, έως Ορμά.
Ήταν αδύνατον ο Θεός να τους ακολουθήσει στο δρόμο της
ανταρσίας και του δικού τους θελήματος.
Παρ.ιη:10 Το όνομα του Κυρίου είναι πύργος οχυρός· ο
δίκαιος, καταφεύγων εις αυτόν, είναι εν ασφαλεία.
Αν δεν υπακούμε, είναι αλαζονεία να λέμε ότι έχουμε τον
Κύριο «πύργον οχυρόν».
Ψαλ.λζ:3 Έλπιζε επί Κύριον και πράττε το αγαθόν·
κατοίκει την γην και νέμου την αλήθειαν·
Αυτή είναι η σωστή σειρά και τάξη!
Το να ισχυριζόμαστε ότι καταφεύγουμε στον Κύριο ενώ
πράττουμε το κακό, σημαίνει «μεταστροφή της χάρης σε ασέλγεια» (Ιούδας 4).
Β’ Χρον.ις:9 διότι οι οφθαλμοί του Κυρίου περιτρέχουσι
διά πάσης της γης, διά να δειχθή δυνατός υπέρ των εχόντων την καρδίαν αυτών
τελείαν προς αυτόν·
Μόνο όταν έχουμε αγαθή συνείδηση – όχι πονηρή – μπορούμε να
περπατάμε άφοβα μέσα στις δυσκολίες.
Πράξ.κδ:16 εις τούτο δε εγώ σπουδάζω, εις το να έχω
άπταιστον συνείδησιν προς τον Θεόν και προς τους ανθρώπους διαπαντός.
Δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βλέπουμε προς τον Ιησού τις
ώρες της αδυναμίας μας και στις ελλείψεις μας. Οφείλουμε να το κάνουμε.
Α’ Ιωάν.α:9 Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, είναι
πιστός και δίκαιος, ώστε να συγχωρήση εις ημάς τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς
από πάσης αδικίας.
Ψαλ.ρλ:1-4 Εκ βαθέων έκραξα προς σε, Κύριε. Κύριε,
εισάκουσον της φωνής μου· ας ήναι τα ώτα σου προσεκτικά εις την φωνήν των
δεήσεών μου. Εάν, Κύριε, παρατηρήσης ανομίας, Κύριε, τις θέλει δυνηθή να σταθή;
Παρά σοι όμως είναι συγχώρησις, διά να σε φοβώνται.
Δεν υπάρχουν όρια στη θεία συγχώρεση επειδή δεν υπάρχουν
όρια στην έκταση του εξιλασμού. Δεν υπάρχουν όρια στην αποτελεσματικότητα του
αίματος του Χριστού.
Συγχωρεί δωρεάν και τέλεια την αμαρτία που εξομολογείται.
Όμως, το να νομίζουμε ότι μπορούμε να εμπιστευόμαστε το Θεό
ενώ βαδίζουμε σε οδό ανομίας, αυτό είναι ασέβεια.
Δευτ.α:45 Τότε επιστρέψαντες εκλαύσατε ενώπιον του
Κυρίου· αλλ' ο Κύριος δεν εισήκουσε της φωνής υμών ουδέ έδωκεν εις υμάς
ακρόασιν.
Ο λαός κλαίει, αλλά αυτά τα δάκρυα δεν ήταν αληθινά, όπως
δεν ήταν και τα λόγια τους (αφού είχε σκληρύνει η καρδιά τους).
Γαλ.ς:7 Μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται· επειδή
ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει·
Ψαλ.να:17 Θυσίαι του Θεού είναι πνεύμα συντετριμμένον·
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, Θεέ, δεν θέλεις καταφρονήσει.
Εβρ.γ:7-19