Λοιδορία. Ούτε λοίδοροι...δεν θέλουσι κληρονομήσει την βασιλεία
του Θεού (Α΄Κορ.ς:10). Αλλά τώρα σας έγραψα, να μη συναναστρέφησθε εάν τις
αδελφός ονομαζόμενος ήναι.. λοίδορος.. με τον τοιούτον μηδέ να συντρώγητε
(Α΄Κορ.ε:11). Λοιδορώ ή χλευάζω σημαίνει βρίζω χρησιμοποιώντας
λέξεις. Μπορεί ακόμη να σημαίνει μαλώνω ή
χρησιμοποιώ τραχιά, αυθάδη και υβριστική γλώσσα.
Όπως ξέρουμε,
είμαστε ναός του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ακολουθούμε τις
σαρκικές μας αδυναμίες και σε καμία περίπτωση δεν μας επιτρέπεται να βρίσουμε
κάποιον, ακόμα κι αν μας συμπεριφέρθηκε
άσχημα ή μας αδίκησε. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη δικαιολογία “όλοι
έχουμε τις αδυναμίες μας” γιατί το Άγιο Πνεύμα μας δόθηκε ακριβώς για να
υπερνικούμε τις σαρκικές μας αδυναμίες. Στην Α΄Κορ.δ:12-13 βρίσκουμε τη σωστή
αντίδραση όταν οι άλλοι μας λοιδορούν. Ο απόστολος Παύλος σ’ όλα αυτά αντιδρούσε
μ’ ευλογία.
Ο Παύλος δέχτηκε
επίπληξη για τη λοιδορία του αρχιερέα κατά την ανάκρισή του από το συνέδριο
(Πράξ.κγ:1-5). Ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε κάποιον να κτυπήσει το στόμα του
Παύλου, κάτι που ήταν αντίθετο με το νόμο, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσε να
κρίνει τον Παύλο με το νόμο. Τότε ο τελευταίος είπε στον Ανανία ότι είναι
“τοίχος ασβεστωμένος” ή με άλλα λόγια υποκριτής, εφόσον έκανε αυτό. Όταν ο
Παύλος είπε αυτό το πράγμα οι παρευρισκόμενοι τον επέπληξαν ότι λοιδορεί τον
αρχιερέα του Θεού. Όταν λοιπόν κατάλαβε ότι ο Ανανίας ήταν ο αρχιερέας, άρχισε
να απολογείται. Αναφέρθηκε στην Έξ.κβ:28 που απαγορεύει τη λοιδορία άρχοντα του
λαού κι είπε ότι όταν το έλεγε, δεν ήξερε ότι μιλούσε στον αρχιερέα. Ο Παύλος ή
δεν ήξερε σε ποιόν μιλούσε ή δεν αναγνώρισε το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος
σφετερίστηκε τη θέση που είχε. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την ιστορία, ο
Ανανίας σφετερίστηκε αυτή τη θέση, από την οποία είχε προηγουμένως εκδιωχθεί
από τους Ρωμαίους εξαιτίας εγκλημάτων που είχε διαπράξει. Ο Παύλος αναγνώρισε
ότι αν κι είχε καταδικαστεί άδικα, δεν μπορούσε να λοιδορεί τον αρχιερέα
εξαιτίας της θέσης του.
Ακόμη ο αρχάγγελος
Μιχαήλ δεν τόλμησε να επιφέρει εναντίον του Σατανά βλάσφημη κρίση όταν
φιλονικούσε για το σώμα του Μωυσή, αλλά απλώς είπε “Ο Κύριος να σε επιτιμήσει” (Ιούδ.9). Ο Μιχαήλ δεν έβρισε ακόμη και
το Σατανά με λόγια, επειδή σίγουρα θυμόταν ότι στην αρχή είχε δημιουργηθεί σαν
χερούβ κεχρισμένο. Ο Ιούδας αντιπαραβάλλει τη σωστή συμπεριφορά του αρχάγγελου,
μ’ αυτή των αποστατών που περιφρονούν την εξουσία και βλασφημούν τα αξιώματα
(εδ.8,10).
Κατά τον ίδιο
τρόπο κι ο Πέτρος περιγράφει αυτούς που είναι αποστάτες, οι οποίοι φοβούνται αλλά καταφρονούν την εξουσία
(Β΄Πέτρ.β:10-11). Σημειώστε ότι τέτοιοι άνθρωποι δεν δέχονται διόρθωση από κανένα,
ούτε ακούνε αν κάποιος θελήσει να τους πει τί πρέπει να κάνουν. Ακόμα δεν
φοβούνται να μιλάνε άσχημα εναντίον αυτών που είναι σε θέσεις πάνω απ’ αυτούς.
Εμείς ξέρουμε ότι ο φόβος του Κυρίου
είναι η αρχή της σοφίας (Παρ.θ:10). Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φόβο ή σεβασμό
στον Κύριο, στο Λόγο Του, στην εκκλησία Του και στους χρισμένους εργάτες Του κι
έτσι δεν φοβούνται να μιλάνε όπως οι άνθρωποι στον κόσμο.
Σύμφωνα με τον
Ιούδα και τον Πέτρο αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν απ’ τους αγγέλους. Οι
άγγελοι που έχουν την ευθύνη να αναφέρουν στο Θεό γι’ αυτούς τους ίδιους τους
αποστάτες, δεν τους κατηγορούν απερίσκεπτα ούτε τους καταδικάζουν με πικρία.
Απλώς αναφέρουν τα γεγονότα όπως είναι, δίχως καμία λοιδορία. Είναι ευγενικοί
στις αναφορές τους, παρόλο που έχουν περισσότερη δύναμη από τους ανθρώπους.
Έτσι βλέπουμε ότι
οι απόστολοι, συμπεριλαμβανομένου και του Παύλου, καθώς κι οι άγγελοι, συμπεριλαμβανομένου και του
Μιχαήλ, ήξεραν ένα καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης από το να βρίζουν. Ωστόσο
πολλοί εργάτες και άγιοι του Θεού δεν διστάζουν να λένε ό,τι θέλουν για
προεστώτες και ανθρώπους σε εξουσία. Οι άγιοι λένε για τους ποιμένες τους, και
εργάτες λένε για άλλους εργάτες. Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;
Ακόμα κι αν
κάποιος έχει αμαρτήσει, υπάρχει μια διαδικασία, μία τάξη μέσα από την οποία το
πράγμα μπορεί να έλθει στον ποιμένα ή το πρεσβυτέριο. Το να αναφέρεις γεγονότα
στην κατάλληλη εξουσία δεν είναι κακό, αλλά το να είσαι κακεντρεχής και υβριστικός,
δεν είναι καλό. Οι αγενείς αναφορές είναι λάθος. και ακόμα κι οι άγγελοι είναι
προσεκτικοί σ’ αυτό το θέμα, όταν αναφέρουν στο Θεό.
Ο αγιασμός απαιτεί
να μην μιλάμε άσχημα και να μην βρίζουμε κανένα. Ακόμα κι αν ένα άτομο έχει
πέσει στη χειρότερη αμαρτία, δεν έχουμε δικαίωμα να το βρίσουμε. Θα πρέπει να
είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί να μη βρίζουμε άτομα σε εξουσία. Αυτοί που
βρίζουν, κάνουν κάτι που οι απόστολοι, ο Παύλος, ο αρχάγγελος Μιχαήλ κι όλοι οι
άγγελοι φοβούνται να κάνουν. Ας ζητήσουμε απ’ το Θεό να φτιάξει τη σωστή στάση
μέσα στη καρδιά μας απέναντι στον καθένα!
Ψέματα και ψευδομαρτυρία. Έξ.κ:16 Αποκ.κα:8 Σ’ αυτά και σε πολλά άλλα εδάφια, ο Θεός
φανερώνει πόσο μισεί το ψέμα. Αποκ.κα:27 Παρ.ς:16-19 Ψαλμ.ιε:4
Παρ.ιθ:5. Ψεύδομαι σημαίνει λέγω κάτι ξέροντας ότι δεν είναι σωστό,
ιδιαίτερα όταν γίνεται με σκοπό την απάτη. Αυτό μπορεί να συμπεριλάβει την
εσκεμμένη προσπάθεια να δοθεί μια λάθος εντύπωση ή να μπερδευτεί μία συγκεκριμένη
υπόθεση, αποφεύγοντας την αλήθεια..
Ακόμα μπορούμε να
πούμε ψέματα σε συγκεκριμένες καταστάσεις παρακρατώντας πληροφορίες που είναι
ζωτικής σημασίας γι’ αυτόν που ακούει ώστε να σχηματίσει τη σωστή γνώμη για την
κατάσταση. Με άλλα λόγια, κρύβοντας μέρος της αλήθειας που πρέπει να ειπωθεί,
λέμε ψέματα. Μπορούμε να ψευστούμε με τις πράξεις μας το ίδιο όπως και με τα
λόγια μας, αν εξαπατούμε, αποπλανούμε ή δημιουργούμε λάθος εντυπώσεις. Δεν έχει
σημασία πόσο μικρό είναι ένα ψέμα, δεν έχει σημασία σε ποιον λέγεται, δεν έχει
σημασία για ποιο λόγο λέγεται, ένα ψέμα είναι ένα ψέμα!
Ας δούμε μερικά
παραδείγματα για να καταλάβουμε: Ας πούμε ότι δύο άτομα έχουν κάποιο πρόβλημα,
έχουν ψυχραθεί οι σχέσεις τους κι αρνούνται να μιλήσουν ο ένας στον άλλο.
Κάποιος τρίτος, αποφασίζει να γίνει μεσάζων και λέει ψέματα στον καθένα από
τους δυο ότι - δήθεν - ο άλλος έχει ζητήσει συγνώμη. Ακόμα κι αν μ’ αυτή την
πράξη οι δυο συμφιλιώθηκαν, ο τρίτος έχει πει ένα ψέμα. Το καλό αποτέλεσμα δεν
αγιάζει το μέσο.
Τί θα γίνει αν
κάποιος νέος έχει γονείς που δεν τον αφήνουν να πάει στην εκκλησία; Μπορεί να πει ότι πάει κάπου αλλού και αντί
να πάει εκεί να πάει στην εκκλησία; Όχι,
γιατί πάλι λέει ψέματα. Δεν μπορείς να αμαρτήσεις για να πάς στην εκκλησία και
μετά να περιμένεις να είσαι εντάξει.
Μερικοί πιστεύουν
ότι η ιστορία της Ραάβ αποδεικνύει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Η γυναίκα αυτή
είπε ψέματα στους κατοίκους της Ιεριχώ προκειμένου να κρύψει τους Ισραηλίτες
κατασκόπους. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η Ραάβ ήταν μια εθνική που δεν ήξερε
το νόμο του Θεού. Απλώς είχε ακούσει τα θαυμάσια που ο Γιάχβε είχε κάνει στον
Ισραήλ κι είχε πίστη σ’ Αυτόν, γι’ αυτό
έκρυψε τους κατασκόπους. Δεν σώθηκε από το ψέμα της, αλλά από την πίστη
της που εκφράστηκε με έργα. Το σχέδιο του Θεού ήταν να φανερώσει τη δύναμή Του
μέσα απ’ το λαό Ισραήλ, έτσι ώστε τα έθνη να την έβλεπαν, να πίστευαν και να
σώζονταν. Η Ραάβ ήταν ένα αγγείο μέσα από το οποίο έγινε αυτό ακριβώς. Αν η
Ραάβ ήξερε τί έλεγε ο νόμος του Θεού, θα
ελευθερωνόταν μαζί με τους κατασκόπους
με κάποιο άλλο τρόπο χωρίς να χρειαστεί να πει ψέματα.
Για να δώσουμε
άλλο ένα παράδειγμα από την Παλαιά Διαθήκη, ο Αβραάμ είπε δυο φορές ψέματα,
λέγοντας ότι η γυναίκα του η Σάρα ήταν μόνο αδελφή του (Γέν.ιβ:10-20 &
κ:1-16). Το έκανε αυτό για να μην τον σκοτώσουν οι βασιλιάδες, οι οποίοι ήθελαν
να παντρευτούν τη Σάρα που ήταν πολύ όμορφη.
Στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, αυτή η απάτη οδήγησε σε συμφορά,
επειδή οι βασιλιάδες προσπάθησαν να
πάρουν τη Σάρα για γυναίκα τους νομίζοντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Μόνο η
επέμβαση του Θεού ξαναέδωσε τη Σάρα στον Αβραάμ. Ο Αβραάμ επιπλήχθηκε και τις
δύο φορές για τη συμπεριφορά του και μια φορά εκδιώχθηκε κι από τη χώρα. Αυτά
τα περιστατικά μας δείχνουν ότι το να λέμε ψέματα είναι κακό, ακόμη κι όταν
γίνεται προκειμένου να προστατευτεί κάποιος, γιατί οδηγεί σε καταστροφή.
Ωστόσο, το σπουδαιότερο είναι ότι ο Θεός μπορεί να μας ελευθερώσει χωρίς να
χρειαστεί εμείς να καταφύγουμε στην απάτη. Τα συμβάντα αυτά αποτελούν
παραδείγματα της ιδέας ότι μπορούμε να λέμε “μισά ψέματα”, κι έτσι να
δημιουργούμε εσκεμμένα λάθος εντυπώσεις, γιατί στην πραγματικότητα η Σάρα ήταν
κι αδελφή του Αβραάμ.
Να θυμόμαστε
ακόμα ότι μπορούμε να πούμε ψέματα και
με πράξεις, αν για παράδειγμα δείξουμε ένα αποδεικτικό χαρτί (δίπλωμα, απόδειξη
κτλ) ενώ δεν είναι δικό μας, για δικό μας.. Με τον τρόπο αυτό εξαπατάμε και ψευδόμαστε, δίνοντας λάθος εντύπωση.
Αν σου δοθεί
κάποιο ποσό χρημάτων για ένα συγκεκριμένο έργο κι αυτό τελικά στοιχίσει
λιγότερο, τί θα κάνεις; Αν αλλάξεις την απόδειξη για να φανεί μεγαλύτερο το
ποσό, αυτό είναι απάτη και ψέμα που διαπράττεται με μια πράξη. Το ίδιο ισχύει
αν απαιτήσεις ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων για κάτι και τελικά στοιχίσει
λιγότερο και κρατήσεις τη διαφορά δίχως
να σου δοθεί σαν προσφορά.
Σαν Χριστιανοί δεν
πρέπει να λέμε ψέματα. Αν δεν έχουμε κάνει τίποτα κακό, τότε μπορούμε να
εμπιστευόμαστε το Θεό ότι θα μας βοηθήσει και θα μας προστατεύσει σε δύσκολες
καταστάσεις. Όσον αφορά στα πράγματα του Θεού, η παλιά παροιμία “η τιμιότητα
είναι η καλύτερη πολιτική” ισχύει σ’ όλες
τις περιπτώσεις.
Αργοί λόγοι.
Ματθ.ιβ:36-37 Ματθ.ε:22 Η λέξη ρακά έχει
την έννοια κάποιου που άφρονα αγνοεί το Θεό (Ψαλμ.ιδ:1). Βλέπουμε πόση σημασία
έχει η γλώσσα και καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό θέμα είναι αυτό που εξετάζουμε,
γιατί ο Ιησούς είπε ότι θα κριθούμε από τα λόγια μας. Ακόμα έχουμε τη διδασκαλία
του Ιακώβου ότι αν κάποιος δεν χαλινώνει τη γλώσσα του η θρησκεία του είναι
μάταιη. Αντίθετα, αυτός που ελέγχει τη γλώσσα του είναι τέλειος και μπορεί να
χαλιναγωγήσει κι ολόκληρο το σώμα. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος θέλει να
λέγεται άγιος, θα πρέπει να έχει “λόγον
υγιή και ακατάκριτον” (Τίτ.β:8). Κολ.δ:6. Σε τελική ανάλυση πρέπει να
στραφούμε στο Θεό, γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να μας βοηθήσει να
χαλιναγωγήσουμε τη γλώσσα μας (Ψαλμ.ρμα:3).