Ξεκινώ διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του
καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Πιπερόπουλου με τίτλο «Καληνύχτα Ελλάδα»,
από το κεφάλαιο με τίτλο «Η μοναξιά του Νεοέλληνα».
Ζούμε τώρα πια σε κακόγουστες και πανάκριβες
πολυκατοικίες και πέρα από τις εθιμοτυπικές φιλοφρονήσεις και τα μικροπρεπή
κουτσομπολιά αγνοούμε την ύπαρξη του συγκατοίκου μας σε σημείο ώστε σήμερα και
στην πατρίδα μας να χρειάζεται να «μυρίσει» το πτώμα κάποιου συνταξιούχου,
μοναχικού γείτονα ή γειτόνισσάς μας, για να συνειδητοποιήσουμε εμείς οι
«ευτυχείς» υπόλοιποι ότι έκλεισε πια για αυτόν ή αυτήν, τραγικά, η αναπόφευκτη
για ΟΛΟΥΣ μας παρένθεση της… ζωής!
Να το δούμε στις πρακτικές του διαστάσεις το
φαινόμενο; Αμέτρητοι οι συνοδοιπόροι μας στους πολυσύχναστους δρόμους της
Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας, του Ηράκλειου και όλων των
άλλων μεγαλουπόλεων της πατρίδας μας. Περιφέρουμε την πλήξη, την ανία, τα
βιωματικά μας τραύματα στα στενόχωρα κλουβιά που τα ονοματίσαμε γραφεία,
μαγαζιά, εργοστάσια, σχολειά και πανεπιστημιακές αίθουσες, με άλλα λόγια στους
κάθε λογής χώρους εργασίας και αναψυχής.
Μόνοι, ολομόναχοι, κατασιγάζοντας όπως-όπως τις
έντονες, τις αδυσώπητες διαμαρτυρίες του είναι μας, τη λαχτάρα μας να ξεφύγουμε
από το ανελέητο μαρτύριο της απομόνωσης, της μοναξιάς!… Είμαστε τώρα πια και οι
νεο-Έλληνες παραγωγοί και παράγωγα, αίτια και αποτελέσματα ενός ψυχοκοινωνικού
και πολιτισμικού συστήματος με οικονομικές δομές που εδραιώνονται στο ατομικό
ψυχοκίνητρο και τα συλλογικά «ένστικτα» για άντληση κέρδους και συλλογή δύναμης
και εξουσίας και απολήγουν εξαντλημένες στην εδραίωση ενός αντικειμενικού
κόσμου, μιας πραγματικότητας που επιβεβαιώνει την πανάρχαια αλήθεια, την απλή
και συνάμα δυσβάστακτη διαπίστωση της αναπόφευκτης υπαρξιακής μας μοίρας – όχι
του θανάτου – αλλά του ψυχοκοινωνικού του υποκατάστατου που είναι η μοναξιά!