Το
βιβλίο της Γένεσης λέει ότι ο Αδάμ και η Εύα, παρόλο που ήταν γυμνοί στον κήπο
της Εδέμ, δεν αισθάνονταν ντροπή, «δεν ησχύνοντο» (Γεν.β:25).
Όμως προσέξτε
τι έγινε αμέσως όταν έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό:
«ηνοίχθησαν
οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί και ράψαντες φύλλα συκής,
έκαμον εις εαυτούς περιζώματα και ήκουσαν την φωνήν Κυρίου του Θεού, περιπατούντος
εν τω παραδείσω προς το δειλινόν και εκρύφθησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από
προσώπου Κυρίου του Θεού, μεταξύ των δένδρων του παραδείσου. Εκάλεσε δε Κύριος
ο Θεός τον Αδάμ, και είπε προς αυτόν, Πού είσαι; Ο δε είπε, την φωνήν σου
ήκουσα εν τω παραδείσω, και εφοβήθην, διότι είμαι γυμνός και εκρύφθην και είπε
προς αυτόν ο Θεός, Τις εφανέρωσεν εις σε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από του
δένδρου, από του οποίου προσέταξα εις σε να μη φάγης; και είπεν ο Αδάμ, Η γυνή
την οποίαν έδωκας να είναι μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου, και
έφαγον και είπεν Κύριος ο Θεός προς την γυναίκα, Τι είναι τούτο το οποίον
έκαμες; και η γυνή είπεν, Ο όφις με ηπάτησε, και έφαγον» (Γεν.γ:7-13).