Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Ο Ιησούς μπροστά στην αμαρτία

                               
Ιωάν.η:2-11

Έχουμε δει σε ταινίες, οι αστυνομικοί να πιάνουν τον κακό, να έρχονται οι φωτογράφοι γύρω του, κι αυτός να βάζει τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του για να μην το δουν. Γιατί άραγε τόσο συχνά το κάνουν οι άνθρωποι αυτό; Ένας λόγος είναι η ντροπή. 

Ντροπή για το κακό που έκαναν, αλλά και για το γεγονός, ότι αυτό φανερώθηκε στους άλλους και δεν μπορούν να κρυφτούν. Η αμαρτία όταν αποκαλύπτεται, προξενεί ντροπή. 

Σε κάποιους επίσης προξενεί φόβο. Και είναι καλό αυτό. Ένα μικρό αγοράκι έκανε την αταξία, το ήξερε και πήγε και είπε στη μαμά του, «Μαμά, φοβήθηκα». Και βέβαια η μαμά του, το ρώτησε, «γιατί φοβήθηκες, έκανες κάτι κακό;». 
 

Ντροπή, φόβος, ενοχή, αυτά είναι που συνήθως νοιώθει ο άνθρωπος όταν η αμαρτία του, το κακό που έκανε, γίνει φανερό. Λίγο πολύ όλοι τα έχουμε νοιώσει. Μπορούμε, λοιπόν, έστω και λίγο να καταλάβουμε τι μπορεί να ένοιωθε αυτή η γυναίκα που την έπιασαν επ' αυτοφώρω να είναι στο κρεβάτι με ένα ξένο άνδρα και την πήγαν στους Φαρισαίους. 


Φέρουσι δε προς αυτόν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι γυναίκα συλληφθείσαν επί μοιχεία, και στήσαντες αυτήν εν τω μέσω (Ιωάν.η:3).

Βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς, «καλά, που ήταν και τους έπιασαν μαζί»; Οι άνθρωποι εκείνες τις μέρες είχαν μαζευτεί από όλα τα μέρη του Ισραήλ, στην Ιερουσαλήμ. Θα γιόρταζαν την πιο χαρούμενη γιορτή τους, τη γιορτή της σκηνοπηγίας. Ο Νόμος του Μωυσή απαιτούσε όλοι να πάνε στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσουν εκεί. 

Ήταν χαρούμενη γιορτή με σκοπό να τους θυμίσει πόσο καλός ήταν ο Θεός μαζί τους, πόση χάρη είχε δείξει στη ζωή τους. Θυμόνταν πως ο λαός κάποτε είχε μείνει σε σκηνές στην έρημο. Θυμόντουσαν πως επιβίωσαν χάρη στο μάννα και στα ορτύκια κάθε μέρα. Όμως ο Θεός τους έφερε σε μια γη που ξεχείλιζε από ευλογίες, που έρεε γάλα και μέλι, όπου μπορούσαν να απολαμβάνουν πλούσια τη συγκομιδή και το θερισμό πλουσιοπάροχα. Είχαν τώρα δικά τους χωράφια, δική τους γη. 

Καθώς κάθε χρόνο έφτανε η εποχή του θερισμού, οι Ιουδαίοι ερχόντουσαν στην Ιερουσαλήμ για να πουν στο Θεό το ευχαριστώ τους για όλες τις ευλογίες. Και για να θυμούνται καλά-καλά ότι η ζωή δεν είναι πάντα εύκολη, και τα σπίτια που τώρα κατοικούσαν, η γη που καλλιεργούσαν είναι δώρο από το Θεό, έφτιαχναν παραπήγματα, σκηνές, που έμοιαζαν με αυτά που είχαν φτιάξει και οι πρόγονοι τους. 

Είχαν μεγάλα φύλλα από φοίνικες και από κλαδιά ιτιάς πρόχειρα δεμένη για να στηρίξουν από πάνω την αχυρένια σκεπή. Για μια ολόκληρη εβδομάδα, η Ιερουσαλήμ ήταν ένα απέραντο χωριό από τέτοιες πρόχειρες καλύβες. Όποια γωνιά ήταν άδεια, πήγαινε κάποιος κι έστηνε την καλύβα του. 

Δυστυχώς, όμως, όπως συμβαίνει σε κάθε θρησκευτική γιορτή, το νόημά της για πολλούς, μάλλον για τους περισσότερους είχε χαθεί.

Πιθανώς λοιπόν, η γυναίκα αυτή και ο άντρας που βρέθηκαν μαζί, παρασύρθηκαν από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα, ίσως λίγο κρασί παραπάνω, και κατά το ξημέρωμα να βρέθηκαν σε κάποιου από των δύο τη σκηνή, αγκαλιασμένοι σε μια σχέση που μόνο φόβο, ενοχή, ντροπή και καταστροφή θα έφερνε, μετά την απόλαυση που θα χάριζε. 

Σίγουρα η γυναίκα αυτή δεν ήταν πόρνη. Αν ήταν θα μας το έλεγε το κείμενο. Αφού διαβάζουμε πως ήταν ένοχη λόγω μοιχείας, μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήταν παντρεμένη ή αρραβωνιασμένη.  Πολύ εύκολα κάποιο μάτι θα μπορούσε να τους έχει δει, μέσα από τα κλαδιά και τα καλάμια. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βρίσκονται πολλοί, που προκρίνουν το δίκαιο απέναντι στο έλεος. 

Βέβαια σ' ένα βαθμό όλα αυτά είναι υποθέσεις, πολύ πιθανόν όμως κάπως έτσι να έγιναν τα πράγματα. Προσπαθούμε κάπως να υποθέσουμε το πώς συνέβη, γιατί η ιστορία αυτή βρίσκεται εκεί για δύο λόγους. Ο ένας είναι να μας κάνει να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση καθενός από τους πρωταγωνιστές. Ο δεύτερος, να μάθουμε από τη στάση του Χριστού, πώς να φερόμαστε σε ανάλογες περιπτώσεις. 

Την έπιασαν ποιοι (;!) οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι με ένα ξένο άνδρα επ' αυτοφώρω. Φανταστείτε τη ντροπή της, καθώς θα προσπαθούσε να σκεπάσει τη γύμνια της. Φανταστείτε τον τρόμο της βλέποντας τις μακριές θρησκευτικές ρόμπες των Φαρισαίων. Τι θα έλεγε στον άνδρα της; Πως θα τον αντίκριζε; Οι Φαρισαίοι τι θα έκαναν μαζί της; Γιατί να τύχει σε κείνην αυτό;

Πάνω της ήταν ανάγκη να πέσουν, που ίσως ποτέ άλλοτε να μην είχε κάνει κάτι τέτοιο; Φανταστείτε την απόγνωσή της, καθώς αυτός που λίγο πριν την αγκάλιαζε, την παράτησε μόνη της, ψεύτης και δειλός, όπως ψεύτικα ήταν και τα λόγια της αγάπης που πριν λίγο της ψιθύριζε. Μόνη της, ταπεινωμένη, θυμωμένη (;), προδομένη, ντροπιασμένη, φοβισμένη για το τι θα συνέβαινε μετά.  

Όταν ο Θεός βάζει όρια στη ζωή μας, τα όρια αυτά δεν αιχμαλωτίζουν, ελευθερώνουν. Δεν σκοτώνουν τη χαρά της ζωής, την προστατεύουν. -Μα με αγαπάει και τον αγαπάω. -Μα υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον να παντρευτούμε.

Λόγια, λόγια, λόγια. Δικαιολογίες που τις λέμε στον εαυτό μας, για να πιστέψουμε αυτό που ξέρουμε ότι είναι λάθος, γιατί ο Θεός λέει ότι είναι λάθος. Ο Θεός έφτιαξε το σεξ, το έδωσε σε εμάς τους ανθρώπους για να το απολαμβάνουμε μέσα στο γάμο. Έξω από αυτόν, μετά την πρόσκαιρη απόλαυση, το τέλος έχει πόνο. Όστις όμως εγκύψη εις τον τέλειον νόμον της ελευθερίας και επιμείνη εις αυτόν, ούτος γενόμενος ουχί ακροατής επιλήσμων, αλλ' εκτελεστής έργου, ούτος θέλει είσθαι μακάριος εις την εκτέλεσιν αυτού (Ιακ.α:25). 

Την πιάνουν λοιπόν και τη στήνουν μέσ' τη μέση, για να τη βλέπουν όλοι και Του λένε: Διδάσκαλε, αύτη η γυνή συνελήφθη επ' αυτοφώρω μοιχευομένη. Εν δε τω νόμω ο Μωϋσής προσέταξεν ημάς να λιθοβολώνται αι τοιαύται· συ λοιπόν τι λέγεις; (η:4-5). 

Οι Φαρισαίοι ήταν οι βράχοι της ηθικής ανάμεσα στους Ιουδαίους. Αυτοί τηρούσαν τους νόμους. Ήταν δίκαιοι. Καθώς τους άκουγαν αυτοί που ήταν μαζεμένοι, πιθανώς θα έλεγαν:

-Έχουν δίκιο, εμείς καταντήσαμε να έχουμε πανηγύρι, αντί για θρησκευτική γιορτή. Καλά που έχουμε και τους Φαρισαίους να μας θυμίζουν πως πρέπει να είναι τα πράγματα.  

Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Αυτό που ένοιαζε όλο αυτόν τον κόσμο, δεν ήταν η αμαρτία της γυναίκας. Δεν ήταν η ίδια η γυναίκα. Δεν νοιάζονταν ούτε για την ντροπή που ένοιωθε, αλλά ούτε τους ενδιέφερε να τη φέρουν στον ίσιο δρόμο. Η γυναίκα αυτή ήταν ένα μέσο για να φέρουν το Χριστό σε δύσκολη θέση.  Ήξεραν πως το Χριστό δεν τον στριμώχνεις εύκολα. Στο προηγούμενο κεφάλαιο είχαν στείλει τους υπηρέτες να τον πιάσουν και γύρισαν με άδεια χέρια. Και όταν τους ρώτησαν, γιατί; Αυτοί απάντησαν: Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ούτω, καθώς ούτος ο άνθρωπος. (ζ:46). 

Να λοιπόν, η ευκαιρία. -Να φέρουμε σε δύσκολη θέση το Χριστό ανάμεσα στην αγάπη του για τους αμαρτωλούς, με τους οποίους κάνει παρέα, και στην πιστότητά του για το νόμο του Μωυσή τον οποίο διδάσκει. Για να δούμε, θα ξεφύγει. Έλεγον δε τούτο δοκιμάζοντες αυτόν, διά να έχωσι ίνα κατηγορώσιν αυτόν (η:6α). 

Καθόλου δεν τους ένοιαζε αν αυτή η γυναίκα σε λίγο θα ήταν νεκρή κάτω από τις πέτρες. Το Χριστό ήθελαν. Η γυναίκα ήταν το δόλωμα. Και είχαν βρει την τέλεια παγίδα με θρησκευτικό κάλυμμα. Φοβάμαι αυτές τις ιστορίες. Φοβάμαι γιατί η κακία του ανθρώπου, η δική μας κακία, είναι τόσο έκδηλη. Είμαστε ικανοί να ντύσουμε την κακία και το μίσος μας με θρησκευτικότητα. Και είμαστε ικανοί να πείσουμε τον εαυτό μας, πως ενεργούμε με τα σωστά κίνητρα. Είμαστε ικανοί να χρησιμοποιήσουμε το νόμο του Θεού, την αμαρτία κάποιου άλλου, για να προσβάλλουμε κάποιον τρίτο. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τη γυναίκα, ο Χριστός ήθελε να τη σώσει. 

Ο Χριστός γνωρίζοντας όλα αυτά, διαβάζουμε πως έκανε το εξής: Ο δε Ιησούς κύψας κάτω, έγραφε διά του δακτύλου εις την γην. (η:6β). Οι Φαρισαίοι αναστατωμένοι και θυμωμένοι, ο κόσμος γύρω γεμάτος περιέργεια, και ο Χριστός αντί να απαντήσει... σκύβει κάτω και γράφει στο χώμα. 

Να φανταστούμε τι μπορεί να σκέφτονταν: -Αχά, επιτέλους τον καταφέραμε, δεν ξέρει τι να πει, και προσπαθεί να κερδίσει χρόνο! Κανένας, βέβαια, δεν ξέρει τι έγραφε ο Χριστός.

Κατάφερε βέβαια, να πάρει όλων την προσοχή από τη γυναίκα, και να τη στρέψει στον εαυτό του. Κανένας δεν κοιτάει μια ντροπιασμένη μοιχαλίδα, αλλά το Χριστό. Και ο Χριστός καθυστερεί να τους απαντήσει. Και καλά κάνει. Σε μερικούς ανθρώπους, δε χρειάζεται να απαντάς καν. Ιδιαίτερα όταν αυτοδιορίζονται κριτές του νόμου και θεματοφύλακες της ηθικής της κοινωνίας, χωρίς ίχνος αυτογνωσίας. 

Αυτό όμως τους εκνεύριζε περισσότερο και τους έκανε να ανυπομονούν. Διαβάζουμε λοιπόν, πως αυτοί επέμεναν ρωτώντας τον. Και επειδή επέμενον ερωτώντες αυτόν, ανακύψας είπε προς αυτούς· Όστις από σας είναι αναμάρτητος, πρώτος ας ρίψη τον λίθον επ' αυτήν. (η:7). 

Και αφού είπε αυτή την κουβέντα, συνέχισε να γράφει με το δάχτυλο στο χώμα. Και πάλιν κύψας κάτω έγραφεν εις την γην. (η:8). Τώρα εκείνοι χρειάζονταν χρόνο να σκεφτούν.  

Ο Ιησούς εφάρμοσε το νόμο ακριβώς. Ο Νόμος έλεγε ότι οι μάρτυρες πρώτοι θα ρίξουν την πέτρα και μετά όλοι οι άλλοι, αλλά οι μάρτυρες δε μπορεί να είναι συμμέτοχοι στο κακό που έγινε. Και ο Ιησούς απλά ρωτάει: είστε σίγουροι πως κι εσείς δε θα έπρεπε να βρίσκεστε εκεί, για την ίδια αμαρτία;! Ο Θεός πάντα κοιτάει την καρδιά και δεν περιορίζεται στις πράξεις μόνο. 

Βλέπετε, οι Φαρισαίοι είχαν στηθεί εκεί μπροστά στη σειρά, υπερασπιστές της ηθικής, της άγιας ζωής, της καθαρότητας. Και οι μάσκες που φορούσαν ήταν τόσο καλές, που οι ίδιοι πίστευαν πως ήταν αληθινές. 

Μπορούσαν πολύ εύκολα να σου πουν τι αμαρτίες είχαν οι άλλοι, τι λάθη είχαν κάνει, αλλά και πόσο δίκαιοι ήταν οι ίδιοι. Έτσι κάνουν πάντα οι Φαρισαίοι. Δείχνουν τις αμαρτίες των άλλων, αποδεικνύοντας τη δική τους ανωτερότητα. Έτσι κάνουν όπου και αν τους βρεις. Είτε στον 1ο μ.Χ. αιώνα, είτε στον 21ο αιώνα, είτε στην Ιερουσαλήμ, είτε στην Αθήνα. 

Δεν έχουν αίσθηση της δικής τους αμαρτίας. Δεν προλαβαίνουν. Πρέπει ν' ασχοληθούν με των άλλων. Για αυτό και δεν έχουν έλεος. Γιατί βαθιά μέσα τους πιστεύουν πως εκείνοι δεν θα έκαναν κάτι τέτοιο ποτέ. Δεν είναι τόσο χαμηλά, όσο οι άλλοι. 

Την αμαρτία που τόσο εύκολα βλέπουμε στη ζωή των άλλων και την κατακρίνουμε, την κάνουμε και εμείς κάπως διαφορετικά, ίσως. Με την ίδια ευκολία που κρίνουμε όταν μάθουμε πως κάποιος είπε ψέματα, λέμε κι εμείς το ψεματάκι μας για να καλύψουμε κάποιο λάθος στη δουλειά, ή για να δικαιολογηθούμε για κάτι που κάναμε. 

Μας χρειάζεται ένα σοκ για να μας φέρει στα συγκαλά μας. Χρειάζεται να έρθει κάποιος να μας αναγκάσει να δούμε την αμαρτία μας. Όστις από σας είναι αναμάρτητος, πρώτος ας ρίψη τον λίθον επ' αυτήν. (η:7β). Θυμώνουμε τόσο εύκολα με την αμαρτία των άλλων και είμαστε τόσο έτοιμοι να πετάξουμε πέτρες που μόνο ένα τέτοιο σοκ μπορεί να μας συνεφέρει. Μόνο αυτή τη φράση είπε ο Χριστός, ούτε κήρυγμα, ούτε να τους εξηγήσει τι εννοούσε. Μια φράση που τους ανάγκασε να δουν μια ξεχασμένη διάσταση. 

Πως για να καταδικάσεις τον άλλον, σε ηθικά θέματα, πρέπει να είσαι δικαστής. Και για να είσαι δικαστής, πρέπει να ξέρεις το νόμο και να τον εφαρμόζεις. Να είσαι εσύ καθαρός. Ήταν αυτοί; Είμαστε εμείς; Ξέρω τι υπάρχει στη σκέψη μας; Μα δε θα κρίνουμε την αμαρτία; Βεβαίως! Το ζητάει η Γραφή. Αλλά πως; Δείχνοντας με το δάχτυλο; Αφ' υψηλού; Σαν κριτές; Ή κλαίγοντας; Σαν αδελφός με αδελφό; Σαν αμαρτωλοί κι εμείς; 

Και δεν το κάνουμε αυτό. Μας συνεπαίρνει η αίσθηση του δικαίου που παραβιάζεται, λες κι εμείς είμαστε ο Θεός, και χάνουμε την αλήθεια από τα μάτια μας: Τι έκαναν λοιπόν, αυτοί όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την αλήθεια: Όστις από σας είναι αναμάρτητος, πρώτος ας ρίψη τον λίθον επ' αυτήν. (η:7β). 

Τι έκαναν αυτοί όταν άκουσαν την αλήθεια; Εκείνοι δε ακούσαντες, εξήρχοντο εις έκαστος, αρχίσαντες από των πρεσβυτέρων έως των εσχάτων· (η:9α). Οι γεροντότεροι κατάλαβαν πολύ καλά τι εννοούσε. Αν ο Χριστός είχε πει, «ο πιο σεβάσμιος, από ανάμεσά σας, ας ρίξει πρώτος», αυτό θα τους έδινε το δικαίωμα ένας-ένας να ρίξουν τις πέτρες. Αν ο Χριστός είχε πει, «ο πιο θρησκευόμενος», πάλι το ίδιο θα συνέβαινε. Ήξεραν όμως, πως όσο και να αυτοδικαιώνονταν, και να ήταν περήφανοι για τη ζωή τους, το κριτήριο, «αναμάρτητος» δεν μπορούσαν να το περάσουν. Όλοι ήξεραν πως ακόμη και οι πιο ευσεβείς είχαν αμαρτίες. 

Στην επιστολή του ο Ιάκωβος γράφει, Μη γίνεσθε πολλοί διδάσκαλοι, αδελφοί μου, εξεύροντες ότι μεγαλητέραν κατάκρισιν θέλομεν λάβει· διότι εις πολλά πταίομεν άπαντες (Ιάκ.γ:1-2α). 

Μη καταλαλείτε αλλήλους, αδελφοί. Όστις καταλαλεί αδελφόν και κρίνει τον αδελφόν αυτού, καταλαλεί τον νόμον και κρίνει τον νόμον και εάν κρίνης τον νόμον, δεν είσαι εκτελεστής του νόμου, αλλά κριτής. Εις είναι ο νομοθέτης, ο δυνάμενος να σώση και να απολέση· συ τις είσαι όστις κρίνεις τον άλλον; (Ιάκ.δ:11-12).   

Μα καλά αν υπάρχει αμαρτία δεν θα την πούμε; Βέβαια, αλλά πως; Σαν κριτές; Σαν νομοθέτες, Σαν ανώτεροι. Ανάλογα με το πώς βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας, θα είναι και η συμπεριφορά μας. Αν βλέπω τον εαυτό μου, όπως πραγματικά είναι στο Θεό μπροστά, τότε θα φερθώ σωστά. Μπροστά στο Θεό είμαστε συγχωρεμένοι αμαρτωλοί. Τίποτα καλύτερο από κανέναν άλλο. Αυτό που είμαστε το οφείλουμε στη χάρη Του. 

Και με αυτόν που αμάρτησε, είμαστε αδέλφια. 'Ανθρωποι και οι δύο που έχουμε ανάγκη το έλεος του Θεού. Όταν έχω αυτή την εικόνα στο νου μου, όταν θυμάμαι, εμένα πόσες φορές με συγχωρεί ο Θεός, πόσες φορές με έχουν συγχωρήσει και ανεχθεί άλλοι, τότε είμαι στη σωστή θέση να πω για την αμαρτία του άλλου, χωρίς να κάνω τον έξυπνο: Αδελφοί, και εάν άνθρωπος απερισκέπτως πέση εις κανέν αμάρτημα, σεις οι πνευματικοί διορθόνετε τον τοιούτον με πνεύμα πραότητος, προσέχων εις σεαυτόν, μη και συ πειρασθής (Γαλ.ς:1). 

Ο στόχος είναι να αποκατασταθεί ο αδελφός. Και ο ρόλος ο δικός μας, δεν είναι απλά να του τα πούμε και να τον παρατήσουμε εκεί. Είναι να τον βοηθήσουμε να σηκωθεί. Όπως θα κάναμε στα παιδιά μας. Όπως θα θέλαμε οι άλλοι να κάνουν σ' εμάς.

Ας προχωρήσουμε, όμως, προς το τέλος της ιστορίας. Το αποτέλεσμα ήταν πως όλοι έφυγαν, και ο Χριστός έμεινε μόνος μ' αυτή τη γυναίκα. Το φως που τους έδωσε ο Χριστός με αυτή τη φράση, τους έδειξε πως δεν ήταν καλύτεροι από εκείνη μπροστά στα άγια μάτια του Θεού. Ήταν καλό αυτό που έγινε. Αυτό ήταν το ζητούμενο. Αυτό είναι πάντα το ζητούμενο. Ο αμαρτωλός άνθρωπος να βρεθεί με το Χριστό κοντά. 

Ανακύψας δε ο Ιησούς, είπε προς αυτήν· Γύναι, που είναι εκείνοι οι κατήγοροί σου; δεν σε κατεδίκασεν ουδείς; Και εκείνη είπεν· Ουδείς, Κύριε (η:10-11α). Φανταστείτε την έκπληξη της. Την είχαν πιάσει την ώρα που αμάρτανε. Ήξερε ότι ήταν ένοχη. Και πως αυτοί οι θρησκευτικοί ηγέτες, οι κατήγοροί της, ήταν ή τουλάχιστον φαίνονταν τόσο ηθικοί όλοι τους. Κι όμως όλοι είχαν φύγει. Δε μπορούσε να το πιστέψει. Να μην της πετάξουν ούτε μια πέτρα;

Τι θα έκανε τώρα ο Χριστός; Γλίτωσε το λιθοβολισμό, αλλά δε μπορεί, κάποια τιμωρία έστω υποτυπώδη θα είχε να της επιβάλει. Αυτό κάνει η αμαρτία, το είπαμε στην αρχή. Σε μπερδεύει. Σε απατά. Για αυτό και η Γραφή μας λέει, αλλά προτρέπετε αλλήλους καθ' εκάστην ημέραν, ενόσω ονομάζεται το σήμερον, διά να μη σκληρυνθή τις εξ υμών διά της απάτης της αμαρτίας (Εβρ.γ:13). Σε απατά γιατί υπόσχεται χαρά, τη δίνει σε κάποιο μέτρο, σε πείθει πως όλος ο κόσμος είναι δικός σου, και μετά σε πετάει κάτω και σε αφήνει αποσβολωμένο καθώς ψάχνεις να βρεις τι έγινε. Μαζεύεις τις συνέπειες της πράξης, των σκέψεων, των επιλογών σου. 

Και μετά εθίζεσαι και το ξανακάνεις. Και έτσι γινόμαστε δούλοι. διότι από όντινα νικάταί τις, τούτου και δούλος γίνεται. (Β΄ Πέτρ.β:19). Σε δένει με την αλυσίδα της ενοχής, της απόγνωσης, της απογοήτευσης. 

Γυρίζει όμως ο Κύριός μας και της λέει, αυτό που σίγουρα δεν περίμενε να ακούσει. Ουδέ εγώ σε καταδικάζω· ύπαγε, και εις το εξής μη αμάρτανε. (η:11β). 

Αυτό είναι το έργο που κάνει ο Χριστός. Αυτό ήρθε να κάνει, και αυτό συνεχίζει να κάνει. Έργο απελευθέρωσης από τα δεσμά και τη δουλεία της αμαρτίας. Ο μόνος που θα μπορούσε να είχε ρίξει πέτρες εκείνο το πρωί, ήταν ο Ιησούς. Μόνο Εκείνος ήταν αναμάρτητος. Δεν το έκανε όμως. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. 

Ο σκοπός ήταν η γυναίκα αυτή ν' αλλάξει ζωή. Να γνωρίσει την αληθινή ζωή, που είναι ελεύθερη από τη δύναμη της αμαρτίας. Από την απάτη του Σατανά που λέει πως μόνο με την αμαρτία απολαμβάνεις, με το Θεό χάνεις. 

Ήταν ελεύθερη να φύγει, και να κάνει μια καινούργια αρχή. Χωρίς αμαρτία, ελεύθερη από την ενοχή της. Μπορεί και η ίδια να μην ήξερε πως μπορούσε να γίνει αυτό αλλά ήταν σίγουρο πως ο Χριστός είχε τη δύναμη και την εξουσία να μην την καταδικάσει. 

Ο Θεός μας, είναι ο Θεός που κάθε μέρα που ανοίγουμε τα μάτια μας, μας δίνει και μια καινούργια ευκαιρία να έρθουμε κοντά Του. Είπαμε στην αρχή πως ένα από τα πράγματα που θα προσπαθήσουμε να κάνουμε, είναι να μπούμε στη θέση των προσώπων της ιστορίας. Μιλήσαμε για τους Φαρισαίους. Είπαμε δεν πρέπει να κάνουμε τη δική τους αμαρτία. Θέλω να έρθουμε στη θέση της γυναίκας αυτής, με μια ερώτηση. 

Έχει κάνει ο Χριστός παρόμοιο έργο συγχώρησης στη δική σου ζωή; Στο Νικόδημο όταν συναντήθηκαν εκείνο το βράδυ, είχε πει, Επειδή δεν απέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού εις τον κόσμον διά να κρίνη τον κόσμον, αλλά διά να σωθή ο κόσμος δι' αυτού. (Ιωάν.γ:17). Μια μέρα θα έρθει σαν κριτής είναι αλήθεια, τώρα όμως σώζει.