«Λέγει πρός αυτήν ο Ιησούς· Μή μού άπτου· διότι δέν ανέβην έτι πρός τόν Πατέρα μου. Αλλ' ύπαγε πρός τούς αδελφούς μου καί ειπέ πρός αυτούς· Αναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα σας καί Θεόν μου καί Θεόν σας» (Ιωάν.κ:17).
Ο Κύριος αποτρέπει τη Μαρία από το να ελπίζει σε μια φιλική κοινωνία και συζήτηση, αυτή την ώρα. «Μή μού άπτου· διότι δέν ανέβην έτι πρός τόν Πατέρα μου». Η Μαρία ήταν τόσο ταραγμένη όταν είδε τον αγαπημένο της Κύριο, που κατά κάποιο τρόπο παρεκτράπηκε, ξεχνώντας την ένδοξη κατάσταση που θα εισερχόταν τώρα, και ήταν έτοιμη να Του εκφράσει τη χαρά της με τρυφερούς εναγκαλισμούς, κάτι που ο Ιησούς της απαγορεύει, τουλάχιστον προς στιγμή. Μη με αγγίζεις, γιατί πρόκειται ν’ αναληφθώ στον ουρανό.
Ζήτησε από τους μαθητές να Τον αγγίξουν για να επιβεβαιώσουν την πίστη τους, επέτρεψε σε γυναίκες ν’ αγγίξουν τα πόδια Του και να Τον προσκυνήσουν (Ματθ.κη:9), αλλά η Μαρία υποθέτοντας ότι αναστήθηκε όπως ο Λάζαρος, για να συνεχίσει να ζει ανάμεσά τους και να συνδιαλέγεται μαζί τους ελεύθερα, όπως έκανε, προσπάθησε να Του πιάσει το χέρι με τη συνηθισμένη της ελευθερία. Αυτό το λάθος διόρθωσε ο Χριστός, έπρεπε να πιστεύει σ’ Αυτόν, να Τον λατρεύει σαν υψωμένο, αλλά να μην περιμένει να έχει φιλικές σχέσεις όπως πριν.
«Ώστε ημείς από τού νύν δέν γνωρίζομεν ουδένα κατά σάρκα· άν δέ καί εγνωρίσαμεν κατά σάρκα τόν Χριστόν, αλλά τώρα πλέον δέν γνωρίζομεν» (Β΄Κορ.ε:16).
Της απαγορεύει να Τον υπεραγαπά και η καρδιά της να είναι δοσμένη στον άνθρωπο και την οδηγεί στην πνευματική σχέση και κοινωνία που από εδώ και στο εξής θα πρέπει να έχει μαζί Του, μετά την ανάληψή Του στον ουρανό.
Ίσως η Μαρία να πίστευε ότι τώρα που ο Κύριός της αναστήθηκε, να εγκαθίδρυε την επίγεια βασιλεία που όλοι περίμεναν. Όμως, ο Ιησούς της λέει: «Όχι, μη με αγγίζεις με τέτοιες σκέψεις, μη σκέφτεσαι να με κρατήσεις εδώ, «Αλλ' ύπαγε πρός τούς αδελφούς μου καί ειπέ πρός αυτούς· Αναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα σας καί Θεόν μου καί Θεόν σας».
Όπως πριν το θάνατό Του, έτσι και τώρα, μετά την ανάσταση, μιλάει ξανά για το ότι πρέπει να φύγει, να μην είναι πλέον στον κόσμο και γι’ αυτό έπρεπε να βλέπουν υψηλότερα από τη σωματική του παρουσία και πιο μακριά από την παρούσα κατάσταση.
Μή μού άπτου, μη μένεις εδώ για να με αγγίξεις, να μου εκφράσεις τη χαρά σου ή να μου κάνεις ερωτήσεις, διότι δέν ανέβην έτι, αν και δεν πρόκειται να γίνει αμέσως. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις τώρα είναι να πας και να πεις τα νέα στους μαθητές, μην αργείς.
Η υπηρεσία των πολλών πρέπει να προτιμάται σε σχέση με την προσωπική ικανοποίηση. Η Μαρία δεν έπρεπε να μείνει συζητώντας με τον Κύριο, αλλά να μεταφέρει το μήνυμα, γιατί ήταν ημέρα αγαθών αγγελιών.
«Τότε είπον πρός αλλήλους, Ημείς δέν κάμνομεν καλά· η ημέρα αύτη είναι ημέρα αγαθών αγγελιών, καί άν ημείς σιωπώμεν καί περιμένωμεν μέχρι τού φωτός τής αυγής, συμφορά τις θέλει επέλθει εφ' ημάς· έλθετε λοιπόν, καί άς υπάγωμεν νά αναγγείλωμεν ταύτα εις τόν οίκον τού βασιλέως» (Β’ Βας.ζ:9).