Στα τρία τελευταία κεφάλαια που μελετάμε, βλέπουμε ότι όλος ο κόπος και η προσπάθεια του Ιακώβ, καθώς και το ελεεινό του παζάρεμα, οφείλονται στην άγνοια που είχε για τη χάρη του Θεού και την ανικανότητά του να εμπιστεύεται με απλότητα τις υποσχέσεις του Θεού.
Η αποκάλυψη του Θεού στη Βαιθήλ και η συμπεριφορά του Ιακώβ στη Χαράν διαφέρουν πολύ. Αυτή του η συμπεριφορά φανερώνει πόσο είχε καταλάβει την αποκάλυψη του Θεού. Ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά ενός ανθρώπου είναι το πραγματικό μέτρο των πεποιθήσεων της ψυχής, όποια κι αν είναι η ομολογία των χειλέων.
Για να μάθει ποιος είναι ο Θεός, έπρεπε να πάει στη Βαιθήλ. Για να μάθει τί είναι ο άνθρωπος, έπρεπε να πάει στη Χαράν. Βέβαια, ο Θεός ήταν με τον Ιακώβ, γιατί τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τη χάρη να φανερώνεται. Κανείς άλλος εκτός απ’ το Θεό δεν θα μπορούσε να υποφέρει τον Ιακώβ ή θα ήθελε να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν. Όταν βρισκόμαστε σε χαμηλές καταστάσεις, η χάρη φανερώνεται στη ζωή μας.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν γρήγορα την πλήρη χρεοκοπία της ανθρώπινης φύσης, όπως φαίνεται στο φως της παρουσίας του Θεού, αν και οι καρδιές τους έχουν ελκυστεί απ’ τη χάρη και οι συνειδήσεις τους αναπαύτηκαν μέχρι ενός βαθμού διά πίστεως, ότι το αίμα του Ιησού Χριστού τους έχει καθαρίσει. Γι’ αυτό, καθώς προχωρούν στη χριστιανική ζωή τους και ανακαλύπτουν το κακό που υπάρχει μέσα τους, επειδή ακριβώς δεν γνωρίζουν τη χάρη του Θεού και την αποτελεσματικότητα του αίματος του Χριστού, αμφιβάλλουν αν πραγματικά είναι παιδιά του Θεού. Το αποτέλεσμα είναι ν’ απομακρύνονται απ’ το Χριστό και ρίχνονται στον εαυτό τους. Καταφεύγουν σε τύπους για να διατηρήσουν τον τόνο της ευσέβειάς τους, ή πέφτουν πάλι σε κοσμικότητα.
Αυτή είναι η τύχη του καθένα που δεν «εστερεώθη με την χάριν» (Εβρ.ιγ:9). Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει αυτά τα κεφάλαια, χωρίς να του κάνει εντύπωση η θαυμαστή χάρη που μπορούσε να ενδιαφερθεί για ένα άνθρωπο σαν τον Ιακώβ και η οποία μπορούσε να πει ακόμα, αφού ήξερε τί υπήρχε μέσα του: «Δεν εθεώρησεν ανομίαν εις τον Ιακώβ, ουδέ είδε διαστροφήν εις τον Ισραήλ» (Αρ.κγ:21).
Δεν λέει ο Θεός ότι δεν υπάρχει ανομία στον Ιακώβ ή διαστροφή στον Ισραήλ, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αλήθεια και δεν θα έδινε στην καρδιά αυτή την πεποίθηση που πάνω απ’ όλα ο Θεός θέλει να μεταδώσει. Λέγοντας σ’ ένα ταλαίπωρο αμαρτωλό ότι «εν αυτώ δεν υπάρχει αμαρτία», δεν μπορεί να τον πείσει, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχει. Αν όμως ο Θεός του πει ότι δεν βλέπει αμαρτία εξαιτίας της τέλειας θυσίας του Ιησού Χριστού, τότε ασφαλώς θα μπει ειρήνη μέσα στην καρδιά και τη συνείδησή του.
Αν και ο Ιακώβ χρησιμοποίησε τέτοιες μεθόδους, ο Θεός τον ευλόγησε και πολλαπλασίασε τα ποίμνιά του, εξαιτίας της υπόσχεσης που είχε δώσει στη Βαιθήλ (λα:12-13). Ο Ιακώβ βρίσκεται τώρα πάνω από 20 χρόνια στη Χαράν κι αυτή η αύξηση των ζώων του δημιουργεί φθόνο και ζήλια στους γιους του Λάβαν. Ο Κύριος μιλάει στον Ιακώβ και του λέει να επιστρέψει στη Χαναάν. Ενώ ο Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του, ο Ιακώβ μαζεύει τις γυναίκες του, τα παιδιά του κι όλη την περιουσία τους και φεύγει χωρίς να ειδοποιήσει το Λάβαν (λα:16-18). Αυτός τον κατηγορεί ότι του έκλεψε τους θεούς του και τον καταδιώκει για 7 μέρες. Ο Ιακώβ δεν ήξερε αυτό που είχε κάνει η Ραχήλ, η οποία είχε διατηρήσει την ειδωλολατρία της, και εξαπάτησε τον ίδιο της τον πατέρα.
Ο Ιακώβ κατηγορεί τον Λάβαν ότι στο διάστημα των 20 χρόνων του άλλαξε δέκα φορές το μισθό του. Το «10» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το έκανε δέκα φορές, αλλά πάρα πολύ. Τελικά οι δύο άντρες συνδιαλλάσσονται, κάνουν συνθήκη και στήνουν στήλη μαρτυρίας. Ο Λάβαν φιλάει τις κόρες του, τις ευλογεί κι επιστρέφει στο σπίτι του.