Αββακούμ
β:1-4
Επί της σκοπιάς μου θέλω σταθή και θέλω στηλωθή επί του πύργου, και θέλω
αποσκοπεύει διά να ίδω τι θέλει λαλήσει προς εμέ και τι θέλω αποκριθή προς τον
ελέγχοντά με. Και απεκρίθη προς εμέ ο Κύριος και είπε, Γράψον την όρασιν και
έκθεσον αυτήν επί πινακιδίων, ώστε τρέχων να αναγινώσκη τις αυτήν· διότι η
όρασις μένει έτι εις ωρισμένον καιρόν, αλλ' εις το τέλος θέλει λαλήσει και δεν
θέλει ψευσθή· αν και αργοπορή, πρόσμεινον αυτήν· διότι βεβαίως θέλει ελθεί, δεν
θέλει βραδύνει. Ιδού, η ψυχή αυτού επήρθη, δεν είναι ευθεία εν αυτώ· ο δε
δίκαιος θέλει ζήσει διά της πίστεως αυτού.
Τι είναι λοιπόν ο Θεός; Ο
Θεός που περιμένω και ποτέ δεν έρχεται;
Ο Θεός που το να Τον
περιμένω είναι ένας απλός μηχανισμός άμυνας για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη
πραγματικότητα;
Στην περικοπή μας
ουσιαστικά ο Θεός ζητά από τον Αβακούμ να τον περιμένει. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Πώς περιμένει ο Αβακούμ; Πώς να περιμένω το Θεό που προσμένω;