«Εν τω κόσμω θέλετε έχει θλίψιν» (Ιωαν.ις:33)
«Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε, πάλιν θέλω ειπεί, Χαίρετε» (Φιλ.δ:4)
Τα παραπάνω εδάφια της Αγίας Γραφής φαίνεται εκ
πρώτης όψεως να βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους, φαίνεται σαν να είναι
το ένα, η άρνηση του άλλου. Στο δεύτερο ο απ. Παύλος παραγγέλλει τους
αναγνώστες του να χαίρουν. Η ίδια παραγγελία είχε δοθεί και σε άλλες επιστολές
του, σε αυτήν όμως την περίσταση, η εντολή δίνεται με ιδιαίτερη ζωηρότητα. «Πάλιν θέλω ειπεί χαίρετε». Τι άλλο
σημαίνει η έντονη αυτή επανάληψη, παρά μόνο τη βαθιά συναίσθηση που είχε ο
Παύλος, για την ανάγκη της χαράς για το μαθητή του Χριστού;
Η παραγγελία όμως αυτή του απ. Παύλου έρχεται σε
αντίθεση, με την προειδοποίηση που απηύθυνε ο Κύριός μας στους μαθητές Του,
λίγο πριν εγκαταλείψουν το ανώγειο την τελευταία εκείνη νύχτα. «Εν τω κόσμω
θέλετε έχει θλίψιν». Πώς τα δύο αυτά αντίθετα να συμβιβαστούν; Εάν είναι
αληθινοί οι λόγοι του Χριστού, ότι οι οπαδοί του στον κόσμο αυτό θα έχουν
θλίψη, και όλοι από την πείρα μας γνωρίζουμε ότι είναι αληθινοί, τότε παράλογη
εντολή έδινε ο Παύλος στους συνεργάτες του;
Ότι δεν ήταν παράλογη η εντολή και ότι ο απ. Παύλος
είχε πλήρη επίγνωση της μεγάλης αλήθειας την οποία ο Ιησούς Χριστός προείπε
στους μαθητές του, φαίνεται από το ότι σε άλλη επιστολή του παντρεύει με
θαυμαστό τρόπο τα δύο αυτά αντίθετα –τη χαρά και τη λύπη. Στην Β’ προς
Κορινθίους επιστολή του περιγράφοντας τη ζωή των Χριστιανών λέει ότι αυτοί
είναι «ως λυπούμενοι, πάντοτε όμως χαίροντες».
Τι άλλο σημαίνει αυτή η σύζευξη των δύο αυτών
αντιθέτων, παρά μόνο ότι στο νου του Παύλου δεν παρήγαγαν τη οξεία
αντίθεση, την οποία εκ πρώτης όψεως εμφανίζουν; Τούτο άλλωστε μαρτυρεί ολόκληρη
η ζωή του αποστόλου Παύλου. Το μαρτυρούν οι ίδιες οι συνθήκες, κάτω από τις
οποίες δόθηκε η παραπάνω εντολή.
Γιατί τη στιγμή που το δεξί χέρι του Παύλου χάραζε
αυτές τις λέξεις, στον καρπό του αριστερού χεριού, ήταν προσαρμοσμένος ο
σιδερένιος κρίκος από τον οποίο κρεμιόταν μια μακριά αλυσίδα. Η επιστολή αυτή
είναι από τις επιστολές της φυλακής, και την εντολή της χαράς την έδωσε ο
Παύλος «εν τοις δεσμοίς του». Και όμως τα δεσμά αυτά, και η ταλαιπωρία
τους και το σκοτεινό άδηλο της επόμενης μέρας, όχι μόνο δεν φαίνονται να
αντιμάχονται την εσωτερική χαρά του Παύλου, αλλά το αντίθετο, φαίνονται σαν να
την ενισχύουν, και τον αναγκάζουν να επαναλάβει ακόμα πιο έντονα: «Πάλι θέλω
ειπεί, χαίρετε».
Δεν είναι λοιπόν η χαρά του Χριστιανού κάτι το
παράλογο. Έχει τους κανόνες που τη διέπουν. Και είναι οι κανόνες αυτοί οι ίδιοι
ακριβώς εκείνοι που διέπουν τη χαρά του κόσμου, όμως με πνευματική εφαρμογή. Ας
εξετάσουμε μερικές από τις πηγές, από τις οποίες ο Χριστιανός αντλεί τη χαρά
του, έχοντας πάντοτε υπόψη, ότι όσο αληθινό και να είναι ότι η θλίψη ποτέ δεν
θα λείπει από τη ζωή μας, άλλο τόσο είναι αληθινό ότι η πραγματική χαρά είναι η
παντοτινή και αναφαίρετη κληρονομιά μας.
Πρώτο, ο Χριστιανός χαίρεται γιατί καθημερινά έχει κάτι
νέο να αποκτήσει. Η απόκτηση ο πλούτος, είναι σπουδαιότατος παράγοντας
ευτυχίας. Θεωρείται μάλιστα τόσο σπουδαίος ώστε ο κοινός άνθρωπος έχει εφεύρει
ένα απλό και εύκολο μέτρο ευτυχίας. Όσο περισσότερο έχεις τόσο ευτυχέστερος
πρέπει να είσαι. Στον παράγοντα όμως αυτόν της ευτυχίας, συνήθως γίνεται ένα
βασικό λάθος. Ξεχνάει ο άνθρωπος ποιων πραγμάτων η απόκτηση είναι συντελεστική
για την ευτυχία του. «Δεν είναι η ζωή τιμιώτερη της τροφής και το σώμα του
ενδύματος;» η στοιχειώδης αυτή αλήθεια συχνά λησμονείται και η συσσώρευση
των αγαθών αντί να είναι μέσον για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου
γίνεται αυτή ο αποκλειστικός του σκοπός, και αντί ευλογίας, συνήθως
μεταβάλλεται σε δυσβάστακτο βάρος.
«Ουχί η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα
του ενδύματος;»
Ώστε λοιπόν η ψυχή και καθετί που σχετίζεται με τις
ανάγκες της, αυτά αποτελούν τον πραγματικό θησαυρό του ανθρώπου. Και ο
Χριστιανός είναι ευτυχής και χαίρεται εν Κυρίω πάντοτε, γιατί ανοίχτηκαν τα
μάτια του στην εκτίμηση, την απόκτηση και την απόλαυση του πραγματικού
θησαυρού. Άσχετα από τις υλικές συνθήκες της ζωής σου, είσαι πλούσιος εάν έχεις
κερδίσει την ψυχή σου και ικανοποιείς καθημερινά τις ανάγκες της.
Την αντίθεση μεταξύ του φαινομενικού και του
πραγματικού πλούτου, ζωγραφίζει πολύ ζωηρά η πνευματική κατάσταση δύο από τις
επτά εκκλησίες, προς τις οποίες απευθύνθηκαν οι επιστολές της αποκαλύψεως. Προς
την εκκλησία των Σμυρναίων λέγει ο Κύριος: «Εξεύρω
τα έργα σου και την θλίψην και την πτωχείαν, είσαι όμως πλούσιος». Προς την
εκκλησία των Λαοδικέων: «Λέγεις ότι
πλούσιος είμαι και επλούτησα και δεν έχω χρείαν ουδενός, και δεν εξεύρεις ότι
εσύ είσαι ο ταλαίπωρος και ελεεινός και πτωχός και γυμνός».
Δεύτερο, ο Χριστιανός χαίρεται γιατί καθημερινά έχει κάτι
νέο να μάθει. Η γνώση, η μάθηση, είναι σπουδαίος παράγων ευτυχίας για τον
άνθρωπο, που μπορεί να εκτιμήσει την υπεροχή του πνεύματος επί της ύλης.
Παράγων δε προοδευτικός, γιατί όσα περισσότερα μαθαίνει κάποιος, τόσον
περισσότερο ευρύνεται ο πνευματικός του ορίζοντας. Αλλά η ανθρώπινη γνώση έχει
όρια πολύ στενά για την ανθρώπινη φιλοδοξία. Το πνεύμα του ανθρώπου, η πνοή
αυτή του Θεού, στενάζει μέσα στην στενή φυλακή του και δια μέσου των πέντε
μικρών φεγγιτών των σωματικών αισθήσεων, μόνο αμυδρές εντυπώσεις από τον
περιβάλλοντα κόσμο μπορεί να αποκομίσει.
Ο ορίζοντας όμως της Χριστιανικής γνώσης, είναι
απείρως ευρύτερος. Η ανθρώπινη επιστήμη θέτει κάτω από την παρατήρησή της, ένα
ορισμένο κύκλο φαινομένων της δημιουργίας. Η Χριστιανική γνώση όμως, έχει σαν
αντικείμενο της έρευνάς της, αυτό το νου του Δημιουργού. «Ποιος γνώρισε», ρωτά ο Παύλος, «τον
νουν του Κυρίου;» και απαντά ο ίδιος: «Ημείς
όμως έχομεν τον νουν του Χριστού» (Α’ Κορ.β:16). Είναι τόσο απεριόριστα
μεγάλο, τόσο ασύλληπτα υψηλό το θέμα αυτό, ώστε ο Δαβίδ αναφωνεί: «Η γνώσις αύτη είναι υπερθαύμαστος εις εμέ,
είναι υψηλή δεν δύναμαι να φθάσω είς αυτήν» (Ψαλμ.ρλθ:6).
Πόσο μεγάλης ευτυχίας παράγων πρέπει να είναι για
μας το προνόμιο αυτό! Καθημερινά μπορούμε να μελετούμε το νου του Πλάστη μας,
το θέλημα του Κυρίου μας. Πόσο συχνά πρέπει να ανεβαίνει στα χείλη μας η
προσευχή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Δοξάζω
σε πάτερ…ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά εις
νήπια!»
Κανείς δεν γεννήθηκε ποτέ σοφός, αλλά μπορεί να
γίνει τέτοιος σιγά σιγά. Έτσι και ο χριστιανός βαθμιαία μπορεί κάτω από την
οδηγία του Αγ. Πνεύματος να κατακτήσει το έδαφος της γνώσης. «Και εάν τις νομίζει», λέει ο Απ. Παύλος,
«ότι εξεύρει τι, δεν έμαθεν έτι ουδέν
καθώς πρέπει να μάθη» (Α’Κορ.8:2). Εκείνος δηλαδή που νομίζει ότι τα ξέρει
όλα, αυτός ακριβώς δεν γνωρίζει τίποτα. Θα φτάσει η ημέρα, στην οποία ο βαθμός
της γνώσεώς μας θα αγγίξει την τελειότητα. «Τότε
θέλομεν ίδει αυτόν καθώς είναι». Εφόσον όμως βρισκόμαστε στην σάρκα αυτή
των ατελειών, αρκούμαστε σε μία προοδευτική κατάκτηση της γνώσης του Θεού. Και
αυτή ακριβώς η καθημερινή πρόοδος στην γνώση του χαρακτήρα και του θελήματος
του Θεού είναι για μας πηγή ευτυχίας.
Τρίτο, ο Χριστιανός χαίρεται γιατί καθημερινά έχει κάτι
νέο να κάνει. Για τον άνθρωπο που έχει σωματική και πνευματική υγεία, η εργασία
είναι παράγοντας ευτυχίας μεγάλης σπουδαιότητας. Δεν υπάρχει γι’ αυτόν
χειρότερη τιμωρία από την αναγκαστική εργασία. Αυτό ακριβώς ισχύει και για το
Χριστιανό. Κάθε ημέρα ανατέλλει με τον κύκλο των καθηκόντων και υποχρεώσεών
της. Εάν πολλές φορές είμαστε δύσθυμοι, αυτό συμβαίνει πολύ συχνά γιατί δεν
είμαστε εντάξει απέναντι στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις μας.
«Ο ποτίζων
θέλει ποτισθεί και αυτός» (Παρ.ια:25). Η ζωή μας βρίσκεται στο κέντρο
διαφόρων ευρυνομένων κύκλων-του κύκλου της οικογένειάς μας, του κύκλου των
κοινωνικών και επαγγελματικών μας σχέσεων, του κύκλου της εκκλησίας. Ο καθένας
κύκλος είναι ένα τάλαντο, το οποίο μας εμπιστεύθηκε ο Κύριός μας, και κάθε
τάλαντο επιβάλλει τις ιδιαίτερές του θυσίες. Πώς διαχειριζόμαστε τα τάλαντα
αυτά; Ποια είναι η επίδρασή μας πάνω στους διάφορους αυτούς κύκλους; «Ας μη αποκάμωμεν, λέγει ο Παύλος, πράττοντες
το καλόν, διότι εάν δεν αποκάμωμεν, θέλομεν θερίσει εν τω δέοντι καιρώ»
(Γαλ.ς:9).
Ο θερισμός θα λάβει χώρα βεβαίως στον ουρανό, η
πρώτη όμως μικρή δόση του - μικρή αλλά που αρκεί να γεμίσει την ανθρώπινη
καρδιά - δίνεται στην παρούσα ζωή, και είναι αυτή η ίδια η εν Χριστώ χαρά.
Είναι αδύνατο άνθρωπος, που εργάζεται για το Χριστό, να έχει καρδιά δύσθυμη. Ίσως
είναι μικρό και ευτελές το έργο που Αυτός μας εμπιστεύτηκε. Εάν όμως είμαστε
πιστοί σε αυτό, κάθε μέρα που περνάει, θα συναποκομίζει τον ιδιαίτερό της
θερισμό της χαράς και της ευτυχίας.
Και τελευταίο, ο Χριστιανός χαίρεται εν Κυρίω πάντοτε, γιατί
καθημερινά έχει κάτι νέο να περιμένει. Η προσδοκία είναι σπουδαιότατο στοιχείο
της ευτυχίας μας. Ενθυμούμαστε τις ευτυχισμένες ώρες της παιδικής μας ηλικίας,
όταν βρισκόμασταν σε αναμονή «δώρων». Και ίσως δεν θα ήταν υπερβολή εάν πούμε
ότι η ευτυχία, την οποία δοκιμάζαμε περιμένοντας δώρα, ήταν μεγαλύτερη της
ευτυχίας που μας προξενούσαν αυτά τα ίδια τα δώρα.
Η φαντασία του παιδιού ανέρχεται πολλές φορές σε
ύψη που αδυνατεί να φτάσει το πατρικό βαλάντιο! Καμία όμως προσδοκία του
Χριστιανού είναι πολύ ψηλή για το θησαυροφυλάκιο του Πατρός του. Η ελπίδα του
Χριστιανού υπερπηδά τα στενά όρια της παρούσας ζωής και απολαμβάνει
προκαταβολικά «νέον ουρανόν και νέαν γην».
Η Χριστιανική προσδοκία μεταβάλλει την παρούσα ζωή μας σε προθάλαμο του
ουρανού, και σε μέρος τόσο κοντά στον ουρανό δεν υπάρχει θέση για πρόσωπα
κατηφή. Η προσδοκία η Χριστιανική, αποκαθιστά την αρμόζουσα αναλογία μεταξύ της
παρούσας και της μέλλουσας ζωής. Απέναντι στο επερχόμενο αιώνιο μέλλον, ποια
σημασία μπορούν να έχουν τα συμφέροντα και οι μέριμνες και οι θλίψεις της
παρούσης ζωής. Εάν μεγάλο μέρος της εν Χριστώ χαράς μας διαφεύγει, αυτό
συμβαίνει γιατί κρατούμε προσηλωμένο το βλέμμα μας στα πράγματα του παρόντος
κόσμου. Ο βαθμός της ευτυχίας μας κατά μέγα μέρος εξαρτάται από την κατεύθυνση
του βλέμματός μας. Που ατενίζουμε; Που αποδίδουμε την σημασία και την βαρύτητα;
Στα «βλεπόμενα» ή στα «μη βλεπόμενα»;
Από το βάθος της φυλακής της Ρώμης φτάνει μέχρις
εμάς η φωνή του δεσμώτη Παύλου: «χαίρετε
εν Κυρίω πάντοτε, πάλιν θέλω ειπεί χαίρετε». Για τον Παύλο, η χαρά αυτή
ήταν μία ζωντανή πραγματικότητα, η φυλακή ήταν γι’ αυτόν ουρανός. Όλοι οι
παραπάνω παράγοντες της εν Χριστώ χαράς, ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με την
ατομική πείρα του αποστόλου Παύλου. Χαιρόταν για την κληρονομιά, που είχε αποκτήσει
εν Χριστώ. Στην προς Εφεσίους επιστολή του (α:14) λέει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι
«ο αρραβών της κληρονομίας ημών». Αρραβώνας
ονομάζεται στην νομική γλώσσα, η προκαταβολή που δίνεται σαν εγγύηση για την
εκπλήρωση κάποιας υπόσχεσης. Και την προκαταβολή αυτή, την έλαβε ο απ. Παύλος
σε εξαιρετική δόση. Χαιρόταν γιατί του δόθηκε το δικαίωμα να γνωρίζει
καθημερινά τελειότερα το Χριστό και «την
δύναμη της αναστάσεως αυτού, και την κοινωνία των παθημάτων Του» (Φιλιπ.γ:10).
Χαιρόταν στο έργο, το οποίο εργαζόταν για τον Χριστό. Σεις είσθε, λέγει, προς
τα πνευματικά του παιδιά στη Θεσσαλονίκη, «η δόξα ημών και η χαρά» (Α’ Θεσς.β:20).
Και χαιρόταν απολαμβάνοντας προκαταβολικά το «αιώνιον βάρος δόξης» (Β’ Κορ.δ:17),
το οποίον τον περίμενε σαν αμοιβή για τα παθήματά του υπέρ του Χριστού.
Η προτροπή αυτή του Παύλου, που προέρχεται από την
βαθιά πείρα του, ας γίνει αφορμή ανανέωσης της χαράς μας. «Την χαράν σας
ουδείς αφαιρεί από σας». Την χάνουμε όμως εμείς οι ίδιοι, όταν
απομακρυνόμαστε από την πηγή της χαράς. Ας ζητήσουμε από Εκείνον, που ήταν του
Παύλου η χαρά, να πληρώσει και την δική μας ζωή με την ίδια ευτυχία, και να
λαμπρύνει και τα δικά μας πρόσωπα με την ίδια χαρά, που τον μεταμόρφωνε «από δόξης είς δόξαν, καθώς από του Πνεύματος
του Κυρίου».