(Λουκ.ι)
Έχουμε εδώ τη συζήτηση του Ιησού μ’ ένα Νομικό για θέματα
συνείδησης, που όλοι θα κάνουμε καλά να τα πληροφορηθούμε, αφού μας αφορούν.
Ένας Νομικός, προφανώς τέλεια γνώστης του Ιουδαϊκού νόμου, σηκώνεται
μέσα στη συναγωγή και ρωτάει τον Ιησού: «Διδάσκαλε, τι πράξας θέλω
κληρονομήσει ζωήν αιώνιον»; (ι:25).
Ο άνθρωπος αυτός ήθελε να πειράξει τον Ιησού και να Τον δοκιμάσει
σαν δάσκαλο, δεν ήθελε να μάθει κάτι. Μπορεί όμως να ήθελε να καταλάβει
καλύτερα τον τρόπο απόκτησης αιώνιας ζωής. Πολύ καλή ερώτηση, αλλά έχασε όλη
της την αξία με την πρόθεση που έγινε.
Δεν είναι αρκετό να μιλάς απλά τα πράγματα του Θεού ή να κάνεις
ότι ενδιαφέρεσαι και να ρωτάς γι’ αυτά. Αν μιλάμε για την αιώνια ζωή και το
δρόμο που οδηγεί σ’ αυτή με τρόπο αδιάφορο, μπορεί να πάρουμε και το όνομα του
Θεού μάταια.
Ο Ιησούς ήξερε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε μελετήσει για πολύ καιρό
το νόμο κι ήταν εξοικειωμένος με το γράμμα του νόμου. Τον έστρεψε στο νόμο και
τον κάλεσε ν’ ακολουθήσει τις οδηγίες του. Αν και ήξερε τις προθέσεις του και
τι είχε μέσα στην καρδιά του, δεν του απάντησε ανάλογα με την αφροσύνη του,
αλλά ανάλογα με τη σπουδαιότητα της ερώτησης.
Τον ρώτησε λοιπόν: «Εν τω νόμω τι είναι γεγραμμένον; πως
αναγινώσκεις;» (εδ.26).
Αυτός απάντησε: «Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της
καρδίας σου, και εξ’ όλης της ψυχής σου, και εξ’ όλης της διανοίας σου και τον
πλησίον σου ως σεαυτόν» (εδ.27).
Απάντησε σαν Νομικός, εξοικειωμένος με το νόμο. Νόμιζε ότι θα
δίδασκε το Χριστό, αλλά τον δίδαξε ο Ιησούς και τον έκανε να καταλάβει ποιος
είναι.
Καθώς βαδίζουμε για τον ουρανό, θα μας κάνει πολύ καλό να
εξετάζουμε συνεχώς τι είναι γραμμένο στο νόμο και πως το καταλαβαίνουμε.
Είναι προνόμιο που έχουμε τη Βίβλο στα χέρια μας. Σ’ αυτή πρέπει
να καταφεύγουμε, μ’ αυτή να εξετάζουμε τις διάφορες διδασκαλίες ώστε να σταματά
κάθε αντιλογία. Τι είναι γραμμένο; Το λέει η Γραφή;
Ο Νομικός αναφέρθηκε πολύ όμορφα στο νόμο, όχι σαν κομπαστής
Φαρισαίος επικαλούμενος τις παραδόσεις των πατέρων.
Τότε ο Ιησούς του είπε: «Ορθώς απεκρίθης τούτο κάμνε, και
θέλεις ζήσει» (εδ.28).
Επιδοκίμασε την απάντηση, αν και ήξερε ότι είχε έρθει για να Τον
πειράξει. Ο Ιησούς είχε αναφερθεί σ’ αυτό το θέμα «Θέλεις αγαπά Κύριον τόν
Θεόν σου εξ όλης τής καρδίας σου καί εξ όλης τής ψυχής σου καί εξ όλης τής
διανοίας σου» (Ματθ.κβ:37). ΠΡΕΠΕΙ Ν’ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΟ ΘΕΟ!
Ο Ιησούς δεν περιοριζόταν από φόβο μήπως χάσει την άνεση και την
ευκολία Του, γιατί είχε μέσα Του το πνεύμα της θυσίας. Τοποθετώντας όμως έτσι
την ερώτησή του ο Νομικός, περιόριζε την ιδέα του πλησίον σε κάποιον που ήταν
κοντά του κι από τον οποίο είχε πάρει καλή βοήθεια. Έβλεπε το θέμα καθαρά
«εαυτουλικά».
Προσπαθεί ν’ αποφύγει την επίπληξη που διαφαίνεται να τον
βαραίνει. Άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο Χριστός επεδίωκε να του αποσπάσει μια
ομολογία ότι δεν το είχε κάνει ποτέ. Αντί να ζητήσει βοήθεια, άρχισε ν’
αυτοδικαιώνεται σαν κάποιον άλλο «Λέγει
πρός αυτόν ο νεανίσκος· Πάντα ταύτα εφύλαξα εκ νεότητός μου· τί μοί λείπει
έτι;» (Ματθ.ιθ:20).
Είμαστε υποχρεωμένοι να ξέρουμε ποιος είναι ο πλησίον μας τον
οποίο σύμφωνα με τη δεύτερη μεγάλη εντολή πρέπει να αγαπάμε.
Ανάμεσα στους Εβραίους υπήρχε μια γενική αντίληψη, ποιος είναι
πλησίον (εθνικά, θρησκευτικά) την οποία τώρα ο Χριστός προσπαθεί να διορθώσει.
Η αναφορά συγκεκριμένων τοποθεσιών μας κάνει να σκεφτούμε ότι ήταν
πραγματική ιστορία.
Εδ.29 «Αλλ' εκείνος, θέλων νά
δικαιώση έαυτόν, είπε πρός τόν Ιησούν·
Καί τίς είναι ο πλησίον μου;»
Ο Ιησούς του απάντησε με την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Αυτή η
παραβολή δίνει 3 βασικές αντιδράσεις στην ανάγκη των ανθρώπων.
Ο ιερέας πέρασε από δίπλα πήγε απ’ την άλλη, για ν’ αποφύγει
τελετουργικές τυπικές μολύνσεις….
Πλησίον είναι ο κάθε άνθρωπος, Ιουδαίος, Εθνικός, μαύρος, άσπρος,
Έλληνας, Αλβανός, πλούσιος φτωχός, που χρειάζεται τη βοήθειά μου και μπορώ να
τον βοηθήσω.
Ο Ιησούς αντικατέστησε τη γνώση του ποιος είναι πλησίον, με μια
ιδέα βασισμένη σε υπερέχουσα αγάπη. Η ερώτηση δεν είναι ποιος είναι πλησίον,
αλλά σε ποιόν μπορώ εγώ να γίνω πλησίον.
Απάντησε λοιπόν στο Νομικό με μια ερώτηση: «Τις λοιπόν εκ των
τριών τούτων σοι φαίνεται ότι έγεινε πλησίον του εμπεσόντος εις τους
ληστάς;» (εδ.36).
Εδώ έχουμε μια ζωντανή εικόνα τυπικής καθαρότητας, εις βάρος
ηθικών αρχών και καθηκόντων. Τον ιερέα ακολούθησε ο Λευίτης που κι αυτός πέρασε
απ’ την άλλη μεριά του δρόμου, αφού πρώτα πήγε από πάνω του (εδ.32). Ο
λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε αγάπη μέσα στην καρδιά τους, ήταν γεμάτη από γνώση
του νόμου. Ίσως πήγαν απ’ την άλλη μεριά για να μπορούν να δικαιολογηθούν ότι
δεν ήξεραν!
Εδ.33-35. Τι αντίθεση,
ανάμεσα στον περιφρονημένο Σαμαρείτη και τον καλοντυμένο ιερέα και Λευίτη,
μελών του ορθόδοξου Ιουδαϊκού κλήρου, οι οποίοι υποθετικά υπηρετούσαν τις
υποθέσεις της ανθρώπινης αγαθοεργίας. Δεν απορρίφθηκε απλά από συμπατριώτες
του, αλλά από δημόσιους άνδρες που υποτίθεται ότι έπρεπε να συμπαθούν (Εβρ.ε:2)
και να διδάσκουν τους ανθρώπους πώς να φέρονται σε ανάλογες περιπτώσεις.
Αντίθετα, η καρδιά του Σαμαρείτη δεν υπηρετούσε το γράμμα, αλλά το πνεύμα του
νόμου, είχε ανθρωπιά (33).
Δεν σκέφτηκε από πού είναι. Ίσως σκέφτηκε ότι κάλλιστα θα μπορούσε
να ήταν αυτός στη θέση του και πως θα ήθελε να του φερθούν; (Ης.νη:7 Παρ.λα:20).
Ο ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ
1.
Θα τον πλησίασε και θα τον ρώτησε
2.
Του πρόσφερε πρώτες βοήθειες
3.
Τον έβαλε πάνω στο ζώο του
4.
Τον φρόντισε στο πανδοχείο
5. Πλήρωσε αρκετά, λες και ήταν
υποχρεωμένος, για να τον φροντίσουν επιπλέον.
Το πρόβλημα με το πώς μπορούσε κάποιος να έχει αιώνια ζωή, ήταν
ότι κανείς δεν μπορούσε να εκπληρώσει αυτά που ο νόμος ζητούσε.
Η αγάπη που μας ικανώνει να φερθούμε έτσι σε κάθε ανθρώπινη ανάγκη
είναι η αγάπη που ο Θεός μας αγάπησε, Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ.
Ποιος είναι πλησίον; Δεν
απάντησε ότι είναι ο Σαμαρείτης, αλλά αυτός που έκανε έλεος.