Ο αριθμός σε αποσβολώνει. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, οι πνιγμοί των προσφύγων στη Μεσόγειο είναι τριάντα φορές περισσότεροι από πέρυσι. Πράγμα που σημαίνει ότι ο αριθμός των πνιγμένων μέχρι το τέλος του 2015 ενδέχεται να ξεπεράσει τους 30.000.
Μέσα σε μία και μόνη χρονιά αριθμών που είναι η άλλη όψη αγριότητας των λογιστικών αριθμών του κέρδους. Το συνειδητοποιούμε; Αυτό δεν είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, είναι το χρονικό μιας σφαγής που δεν προαναγγέλλεται.
Αντιθέτως, διατυμπανίζεται ως οι πνιγμένοι άνθρωποι να είναι πιόνια σε ένα τερατούργημα γεωπολιτικής που ονομάζεται με όλα τα ονόματα της ανελέητης απανθρωπιάς. Της ασυγκίνητης αριθμοπρέπειας της οικονομίας που δεν οικονομεί ανθρώπους, αλλά τους πνίγει μέσα στα μηδενικά των κερδών της.
Αδιαφορώντας ανθρωποφαγικά για τον μέγιστο στίχο του Τσέσλαφ Μίλος, ότι «ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι όπως η πτώση ενός μεγάλου έθνους». Ενός και μόνο ανθρώπου. Ώστε έθνη, μεγάλα έθνη χάνονται μπροστά στα μάτια μας, έθνη επιπλέον πνιγμένα στην απέραντη θάλασσα των αριθμών.
- Δεν πνίγονται στη Μεσόγειο. Πνίγονται μέσα στα χρηματιστήρια. Εκεί πνίγονται. Εκεί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν οι τιμές του πνιγμού τους. Εκεί γίνονται οι διαπραγματεύσεις μιας ακατανόητης οικονομίας, όπου τράπεζες, οργανισμοί παγκόσμιοι, κράτη… κραταιά, ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες, σοφοί, αρχηγοί, μια ολόκληρη παγκόσμια θάλασσα ασύστολης αριθμοσύνης δεν μπορεί να σώσει από τον πνιγμό όχι 30.000, αλλά ούτε έναν από τους τρεις που πνίγηκαν στα παράλια της Ρόδου.
Και βεβαίως ήταν συγκλονιστικές οι εικόνες των ανθρώπων εκεί, που έπεσαν στη θάλασσα των αγριεμένων αριθμών για να σώσουν το μέγα έθνος που είναι ο καθένας μας. Εδώ και παντού. Ήταν μια ρημαγμένη, αλλά γι” αυτό τεράστια ωραιότητα. Σε άλλες συνθήκες θα κλαίγαμε από υπερηφάνεια. Σε αυτές τις συνθήκες κλαίμε από οργή για το ότι χρειάστηκε να επιστρατευτεί το μεγαλείο (των ανθρώπων εκείνων που τα τέρατα ονομάζουν «ανώνυμους» και «απλό λαό» που πρέπει εσύ, ο Φονιάς του λευκού κολάρου να του τα λες αργά και καθαρά για να σε καταλάβει), το άπεφθο μεγαλείο των ανθρώπων, για να περισωθούν όσες σπασμένες (ναυαγισμένες δηλαδή) ψυχές είναι μπορετό από την τραγωδία.
.. Και επί των κυμάτων περπατούν αμέριμνοι, αδιάφοροι και διαφανείς οι λογιστές, εκεί όπου θα έπρεπε να πλέουν οι κοπιώντες αλιείς της αγαπητικής γνώσεως. Οι λογιστές δείχνουν με τα μολύβια τους και οι άνθρωποι πνίγονται. Οι λογιστές δείχνουν με τα μολύβια τους και οι πόλεις φλέγονται και οι χώρες φλέγονται και τα σπλάχνα της ανθρωπότητας, αντί να προσχωρούν στον Διονύσιο Σολωμό («τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν»), προσχωρούν στο αιματοβαμμένο παρελθόν που γίνεται μπροστά στα μάτια μας. Προέρχεται από παντού.
Αλλά από όπου κι αν προέρχεται, δεν μπορεί να ονομασθεί αλλιώς, παρά μονάχα φόνος. Και είναι φόνος καθολικός. Γιατί είναι φόνος ενός μετακινούμενου παγκόσμιου πληθυσμού που δεν μπορούμε να τον ονομάσουμε καν μετανάστευση και πολύ περισσότερο λαθρομετανάστευση, όπως επιμένουν τα εδώδιμα φερέφωνα των τροχισμένων αριθμών.
Εδώ μιλάμε για μετακίνηση πληθυσμών, μιλάμε για ένα τσουνάμι βίας που ξεκινάει από τα χρηματοπιστωτικά χαλκεία μιας ανελέητης γενοκτονικής ναζιστικού υποστρώματος οικονομίας, που καταλήγει σε ανατιναγμένες ψυχές μετά των αλλοφύλων και σε σκοτεινή αλλοφροσύνη πανικού. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν από κάποιο δύστοπο «εκεί» και θέλουν να έρθουν σ” ένα «εδώ» κυνηγώντας «το όνειρο μιας καλύτερης ζωής», όπως διάβασα κάπου.
Γι αυτούς δεν υπάρχει ούτε όνειρο, ούτε «εκεί», ούτε «εδώ». Υπάρχει μονάχα η συμπαγής θάλασσα της απελπισίας. Που πηγαίνουν να την περπατήσουν επί των κυμάτων. Αλλά εκεί περπατούν μονάχα οι δρεπανηφόροι λογιστές. Και τους πνίγουν.
Και γεμίζουν οι ακτές και οι ψυχές μας (σε σημείο εθισμού∙ επικίνδυνου είτε ως περιπτωσιολογική ανθρωπιά, είτε ως ανοσφρησιακή -μπροστά στο πτώμα- απανθρωπιά), γεμίζουν από τα υγρά κατάλοιπα μιας ανήκουστα τεράστιας Καρχηδόνας.
Στομώνει η θάλασσα από τους πνιγμένους αυτής της Καρχηδόνας.
Κι ο νικητής; Ο νικητής κρύβεται. Ξέρει ότι η κρυπτεία τού φονιά είναι η νίκη του. Κι εκεί έχει πολλές κρυψώνες. Κρύβεται στις οικτρές κυβερνήσεις. Κρύβεται στην αισχρή χειραγώγηση της παγκόσμιας κατανομής της πληροφορίας που επικαθορίζει την καθ ημάς είδηση εξίσου με την παγκόσμια μορφή και υφή κατανομής της εργασίας. Και οι άνθρωποι πνίγονται. Και οι άνθρωποι ανατινάζονται. Και οι άνθρωποι αισχροποιούν την υπόστασή τους φασίζοντας, σφαγιάζοντας ο ένας τον άλλο, τυφλώνοντας την απέραντη όραση του Είναι τους.
Το μέγεθος της πνιγμονής είναι τέτοιο, ώστε και η καταγγελία ακόμα μοιάζει με προχειρότητα και ύποπτη εκφυγή, την ώρα που η θάλασσα της οικονομίας αύριο θα ξεβράζει πτώματα στις ακτές μας κι εμείς θα μαζεύουμε κουβέρτες (και πώς αλλιώς να γίνει;) για να σκεπάσουμε τα υγρά ιστορικά υποκείμενα (ναι, κι αυτοί οι άνθρωποι δυναμικά ιστορικά υποκείμενα είναι και όχι αδύναμα ιστορικά έρμαια), με τις αείψυχες χειρονομίες του κοινώς υπάρχειν.
Μεγάλο πράγμα. Μόνο που δεν φτάνει. Κάποτε μπορεί. Τώρα όχι. Τώρα πρέπει να κατανοήσουμε ότι «μέσα στις θαλασσινές σπηλιές» του Σεφέρη δεν υπάρχει μονάχα δίψα και αγάπη. Τώρα υπάρχουν χιλιάδες πνιγμένοι. Οπότε πρέπει αλλιώς να αλλάξουμε την ποίηση που φτιάχνει τον άνθρωπο. Δύσκολο, αλλά απαραίτητο. Γιατί έξω από την ποίηση οι άνθρωποι πνίγονται. Κατά χιλιάδες. Ανά έτος. Ανά ψυχή. Του καθενός μας.
αποσπάσματα από κείμενο του ΚΩΣΤΑ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗ