Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

ΤΥΠΟΛΑΤΡΙΑ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΓΑΠΗΣ;


Ο δεκατισμός ισχύει ακόμα και κάτω απ’ τη χάρη, σαν μια θεία αρχή. Εξυπηρετεί σαν μοντέλο ή σχέδιο που ο Θεός καθιέρωσε για να μας δείξει το ελάχιστο ποσό που πρέπει να δίνουμε στο έργο Του.
 

Το δέκατο είναι ένα ακριβές, αμετάβλητο ποσό που εξυπηρετεί σαν μια βάση με την οποία μετράμε τη διαχείριση των οικονομικών μας. Σταθερά μέτρα είναι το μέτρο που έχει 100 εκατοστά, το χιλιόμετρο που έχει 1000 μέτρα κτλ. Το δέκατο είναι ένα σταθερό μέτρο. Το ελάχιστο ποσό που ένας πιστός πρέπει να δίνει στο Θεό κάτω από χάρη είναι ένα δέκατο του εισοδήματός του. Το δέκατο κάτω από χάρη είναι το ελάχιστο αφού ο Θεός δεν μας δεσμεύει μόνο σ’ αυτό το ποσό. Μπορούμε να δώσουμε περισσότερο, αλλά ποτέ λιγότερο. Ο Ιησούς ποτέ δεν κατέκρινε ή ακύρωσε το δέκατο. Αν και ο απόστολος Παύλος δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη “δέκατον”, όταν δίδασκε ότι πρέπει να στηρίζουμε τη διακονία, το χρησιμοποιούσε σαν την βάση για τα επιχειρήματά του (Α’Κορ.θ:8-9).
 
Μερικοί ισχυρίζονται ότι αφού οι Χριστιανοί δεν είναι κάτω από το Νόμο του Μωϋσή δεν χρειάζεται να πληρώνουν δέκατα σήμερα. Επειδή το δέκατο προηγείται εκατοντάδες χρόνια του Νόμου, αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Ο πρώτος πληρωτής δεκάτου που αναφέρουν οι Γραφές, ο Αβραάμ, πλήρωσε δέκατα ενώ ήταν κάτω από πίστη και υπόσχεση, όχι Νόμο. Όταν πλήρωσε τα δέκατά του, έκανε ένα βήμα πίστης όχι ένα βήμα του Νόμου. Αποδεκατίζοντας σήμερα δεν ακολουθούμε το Νόμο του Μωϋσή, αλλά ακολουθούμε τα βήματα του πατέρα της πίστης.
 
Αν κάποιοι μας κατηγορούν ότι είμαστε κάτω από Νόμο όταν δίνουμε δέκατα, κατηγορούν και τον Αβραάμ. Αλλά για τί πράγμα θα τον καταδίκαζαν; Ότι είναι τυπολάτρης, ότι τηρεί το Νόμο, ή ότι εκφράζει την ευχαριστία του στο Θεό δίνοντας σ’ Αυτόν το δέκατό του;
 
Εάν δώσω τα δέκατά μου όπως έκανε ο Αβραάμ, δεν μπορούν να με κατηγορήσουν ότι είμαι τυπολάτρης ή ότι είμαι κάτω από το Νόμο. Απλά ακολουθώ το παράδειγμα που εκείνος έδωσε πριν ο Θεός δώσει το Νόμο. Κανείς δεν θα τολμούσε να κατακρίνει τον Αβραάμ επειδή έδωσε δέκατα. Γιατί τότε μερικοί αποδοκιμάζουν τα πνευματικά παιδιά του, όταν ακολουθούν το παράδειγμά του με το να αποδεκατίζουν;
 
Εκείνοι που κριτικάρουν αφήνουν ένα σωρό αναπάντητες ερωτήσεις. Εάν καταδικάζουν εμένα για το δεκατισμό πρέπει να βρίσκουν το ίδιο λάθος και στον Ιακώβ.
 
Είναι επίσης σημαντικό να έχουμε υπ’ όψη μας ότι οι απόστολοι στήριζαν αυτά που δίδασκαν στις εκκλησίες, στην Παλαιά Διαθήκη. Βρίσκουμε περισσότερες από 340 αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη στα γραπτά του απ. Παύλου.
 
Ένα χτυπητό παράδειγμα χρήσης εδαφίων της Παλαιά Διαθήκης από συγγραφείς της Καινής Διαθήκης είναι η Α’Κορ.θ:8-9 όπου ο Παύλος παρέθεσε το Δευτ.κε:4 για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του, υπέρ της στήριξης και συντήρησης του εργάτη. Εφαρμόζοντας ένα εδάφιο από το Νόμο του Μωϋσή στην εκκλησία, έδειξε ότι οι αρχές που περιέχονται στο κείμενο του νόμου είναι ακόμα εφαρμόσιμες κάτω από τη χάρη. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Α’Κορ.θ:13-14 όπου ο Παύλος πάλι χρησιμοποίησε το Νόμο του Μωϋσή σχετικά με τη συντήρηση των εργατών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αρχές που διδάσκονται από το Νόμο, όχι το ίδιο το Νομικό σύστημα, είναι ακόμη σε ενέργεια σήμερα.
 
Εκείνοι που λένε ότι ο αποδεκατισμός είναι θέμα Νόμου κι ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε αναφορές της Παλ. Διαθήκης για να στηρίξουμε αυτή την αρχή, αντιτίθενται σε μια Βιβλική αρχή που καθιερώθηκε από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Εάν εκείνος χρησιμοποίησε παραπομπές και παραδείγματα από την Π.Δ. (από το Νόμο) για να διδάξει τη συντήρηση του εργάτη με το δέκατο, γιατί δεν μπορούμε κι εμείς; Είναι σαφές ότι μπορούμε να προσφύγουμε στο Νόμο του Μωϋσή για να διδάξουμε πολλά δόγματα εφ’ όσον μιλάμε για τις αρχές που περιέχονται σ’ εκείνους τους νόμους κι όχι για τους ίδιους τους νόμους. Ο Νόμος του Μωϋσή δεν είναι σε ισχύ σήμερα για να κυβερνήσει την εκκλησία αλλά περιέχει πολλές θείες αρχές, που μπορούν να μας εξυπηρετήσουν κάτω από τη χάρη. Σπουδαία δόγματα όπως η σωτηρία, ο αγιασμός, ο αποχωρισμός από τον κόσμο και πολλά άλλα, ήταν μέρος του Νόμου όπως είναι και μέρος της χάρης.
 
Αν και δεν είμαστε κάτω από το Νόμο οι θείες αρχές που περιέχονται σ’ αυτόν, είναι αμετάβλητες κι επομένως αιώνιες. Ο Θεός είναι ένας Θεός αρχών, όχι απλά νόμων. Ένας νόμος είναι ένας υποχρεωτικός ή αναγκαίος κανόνας, ενώ μια αρχή είναι ένας σπόρος, έμβρυο, θεμέλιο, βάση. Πριν ο Θεός ενσωματώσει το δέκατο στο Νόμο του Μωϋσή, ήταν ήδη μια αρχή, ένα θεμέλιο, μια βάση στη σχέση του ανθρώπου με το Θεό. Το γεγονός ότι ο Αβραάμ και ο Ιακώβ έδωσαν δέκατο πριν υπάρξει ο γραπτός νόμος, δείχνει ότι ο Θεός είχε ήδη ενσταλάξει αυτό το θεμέλιο με κάποιο τρόπο στις καρδιές τους. Η αρχή προηγείται του νόμου, όπως η σκέψη προηγείται του λόγου. Το ότι έγινε νόμος δεν αναιρεί την πρότερη ύπαρξη του σαν αρχή.
 
To δέκατο λοιπόν είναι μια αρχή ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, δεν είναι  απλά ένα μέρος του Νόμου του Μωϋσή. Οι θείες αρχές δεν περιορίζονται απ’ το χρόνο, με αποτέλεσμα να ισχύουν και σήμερα.
 
Με το Νόμο σαν παιδαγωγό, ο Θεός μας έδωσε δύο κανόνες σχετικά με τις προσφορές. Πρώτα, ζήτησε απ’ τον άνθρωπο να δίνει το δέκατο για να του θυμίζει ότι τουλάχιστον “δέκα τοις εκατό” του εισοδήματός του έπρεπε να επιστραφεί στο έργο Του. Δεύτερον ο Θεός πρόβλεψε για τη συντήρηση των εργατών Του μ’ αυτό το δέκατο. Αυτές οι δύο αρχές δεν έχουν αλλάξει. Το μόνο πράγμα που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός πραγματοποιεί αυτές τις αρχές.
Έχουμε αποφοιτήσει από τον παιδαγωγό μας στην πίστη. Ο παιδαγωγός ζήτησε από τον άνθρωπο να δίνει το δέκατο, αλλά η πίστη μας διδάσκει την ίδια αρχή με άλλο τρόπο - με αγάπη όχι με τη δύναμη του νόμου.
 
Στο Θεό δεν υπάρχει αλλοίωση ή σκιά μεταβολής (Ιακ.α:17), έτσι αν και δεν είμαστε κάτω απ’ το Νόμο, ο Θεός δεν έχει αλλάξει. Οι δίκαιες αρχές Του που περιέχονται στο Νόμο ισχύουν ακόμα. Οι αρχές της συντήρησης του εργάτη και της επιστροφής από τον άνθρωπο τουλάχιστον δέκα τοις εκατό από το εισόδημα του στο Θεό για να στηρίζει την διακονία, δεν έχει αλλάξει κάτω από τη χάρη.
 
O παιδαγωγός μας έδωσε εντολή να επιστρέφουμε ένα μέρος (δέκα τοις εκατό) του εισοδήματός μας στο Θεό. Εάν δεν το έχουμε μάθει αυτό, δεν είναι γιατί ο παιδαγωγός δεν μας το δίδαξε, αλλά γιατί δεν ήμασταν καλοί μαθητές. Το έργο του παιδαγωγού ήταν να μεταφέρει το μαθητή σε κάποιο επίπεδο, προετοιμάζοντάς τον για το επόμενο στάδιο οδηγίας. Έτσι ο Νόμος μας έδωσε οδηγίες για το δέκατο, προετοιμάζοντάς μας να μάθουμε πώς να εφαρμόσουμε αυτή την αρχή κάτω από ένα μεγαλύτερο δάσκαλο, τον Χριστό.
 
Είναι λυπηρό που μερικοί πιστοί δεν έχουν προοδεύσει από το Νόμο στην χάρη και χρειάζονται ακόμα νόμους να τους υποχρεώνουν να είναι υπάκουα παιδιά. Η Βίβλος μιλάει για δύο τουλάχιστον επίπεδα πνευματικής ανάπτυξης - τα νήπια εν Χριστώ και τους ώριμους Χριστιανούς (Εβρ.ε:13-14, Α’Πετρ.β:2). Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και ν’ αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν στην εκκλησία άτομα σε διάφορα στάδια πνευματικής ανάπτυξης - μερικοί είναι νήπια και μερικοί είναι ώριμοι.
 
Κάποιοι είναι ακόμα νήπια εν Χριστώ όμως προχωρούν προς την ωριμότητα. Αυτά τα νήπια πρέπει να διδαχτούν σταθερά αλλά υπομονετικά. Τα νήπια χρειάζονται πολλή αγάπη και κατανόηση, αλλά ο καθένας περιμένει ότι οι ενήλικες θα ενεργήσουν με ωριμότητα και ευθύνη. Ένα παιδί που έχει διδαχτεί καλά κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας θα γίνει ένας υπεύθυνος ενήλικος, δεν θα πρέπει να του θυμίζουν συνεχώς τα μαθήματα που έπρεπε να μάθει σαν παιδί. Πιστοί που πρέπει πάντοτε να τους θυμίζουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις στο Θεό είναι ανώριμοι. Είναι προφανές ότι δεν διδάχτηκαν σωστά όταν ήταν νήπια στην πίστη, και ίσως να είναι δύσκολο να διορθωθούν, γιατί “όπως το κλαδάκι λυγίζει, έτσι το δέντρο γέρνει”.
 
Μερικοί πιστοί ανταποκρίνονται στη διδασκαλία των δεκάτων μόνο εάν ο ποιμένας τους πιέσει και τους παρακολουθεί προσωπικά. Πνευματικά, αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμα κάτω από το Νόμο, αλλά εκείνοι που έχουν ωριμάσει, θ’ αποδεκατίσουν από αγάπη για τον Κύριο. Σήμερα ο Θεός δεν μας εξαναγκάζει με τη βία του Νόμου να δίνουμε 10% του εισοδήματός μας στο έργο του Κυρίου. Μας έδωσε το πρότυπο του Αβραάμ και του Ιακώβ, που έδωσαν τα δέκατά τους πριν απ’ το Νόμο, και μας έδωσε το ίδιο πρότυπο με το Νόμο (τον παιδαγωγό), για να μας δείξει ότι η αρχή του δεκατισμού είναι το ίδιο σημαντική κάτω από πίστη και κάτω από Νόμο. Αφού το δέκατο υπήρχε πριν το Νόμο και κατά την διάρκεια του Νόμου, είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι υπάρχει και μετά το Νόμο, γιατί είναι μια αρχή που κυβερνάει τις προσφορές μας. Το μόνο νομισματικό μέτρο που η Βίβλος καθορίζει σαν οδηγό ή πρότυπο για οικονομική διαχείριση είναι το δέκατο.
 
Είμαστε κάτω από ένα καλύτερο νόμο απ’ αυτόν του Μωϋσή: Το νόμο της αγάπης! Η αγάπη είναι πιο απαιτητική από το Νόμο γιατί κάνει περισσότερη υπεύθυνο τον άνθρωπο. Για τον ανώριμο, είναι ευκολότερο ν’ ακολουθεί τυπολατρικά παρά από αγάπη, γιατί είναι ευκολότερο γι’ αυτόν να κάνει κάτι επειδή πρέπει να το κάνει παρά γιατί θέλει να το κάνει. Μερικοί εφαρμόζουν κάποιες αρχές αγιασμού για να σωθούν, αλλά το σκεπτικό τους είναι λάθος. Δεν αγιαζόμαστε για να σωθούμε αλλά επειδή είμαστε σωσμένοι. Ο αγιασμός είναι το προϊόν και ο φυσικός καρπός της σωτηρίας μας. Εάν είμαστε αληθινά σωσμένοι θα περπατούμε άγια.
 
Αυτή η ιδέα εφαρμόζεται και στην προσφορά. Δεν δίνουμε από τα χρήματά μας για να σωθούμε, αλλά επειδή είμαστε σωσμένοι. Κάποιος ίσως σχολιάσει, «εάν δεν πληρώνεις τα δέκατά σου θα πας στην κόλαση;» Ο φόβος και η τυπολατρία μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο να κάνει πράγματα σε μια προσπάθεια να σωθεί (όχι γιατί είναι σωσμένος), αλλά όταν ένας Χριστιανός κυβερνάται από αγάπη, ολόκληρη η ζωή του αλλάζει. Ο Παύλος λέει: “Είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου η αγάπη” (Ρωμ. ιγ:10). Εκείνο που θα έπρεπε να μας παρακινεί να δίνουμε δεν είναι ο φόβος της κόλασης ή μια τυπολατρική ιδέα σωτηρίας με έργα. Η προσφορά είναι η έκφραση της αγάπης μας προς το Θεό, κι εκείνοι που αγαπούν το Θεό δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να επιστρέψουν μια μερίδα (δέκα τοις εκατό) του εισοδήματός τους για την συντήρηση της διακονίας. Θα το κάνουν χωρίς να παραπονιούνται, χωρίς να υποχρεώνονται με τη βία, χωρίς να τους επιβάλλεται σαν νόμος. Θα είναι το φυσικό προϊόν της αγάπης που νιώθουν για το Θεό και το έργο Του.
 
Ίσως κάποιος θα πει, “Δόξα στον Κύριο, άρα δεν πρέπει να πληρώνω δέκατα”. Λοιπόν, φαίνεται ότι σ’ αυτή τη ζωή δεν πρέπει να κάνουμε τίποτε. Δεν πρέπει να ερχόμαστε στην εκκλησία, να δοξάζουμε τον Θεό, να προσευχόμαστε, να διαβάζουμε τη Βίβλο, ή να κάνουμε οτιδήποτε άλλο. Αλλά αν αγαπάμε το Θεό και εκτιμούμε την πνευματική μας ζωή, θα κάνουμε αυτά τα πράγματα κι ακόμα περισσότερα. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι με τη βία να πληρώνουμε δέκατα όπως εκείνοι που ζούσαν κάτω από το Νόμο του Μωϋσή, αλλά αν αγαπάμε το Θεό, την εκκλησία, και τον εργάτη, θα το δώσουμε σαν το ελάχιστο που ορίζει ο Θεός. Όταν ο Χριστιανός κυβερνάται από την αγάπη, θα εκπληρώσει το Νόμο δίνοντας στο Θεό ό,τι Αυτός μας έχει δείξει ότι είναι σωστό.
 
Ο Αβραάμ αγαπούσε το Θεό του τόσο πολύ, που ακόμα και χωρίς την υποχρέωση του Νόμου να πληρώνει δέκατα, τα πλήρωσε, εκπληρώνοντας έτσι το Νόμο δια της αγάπης. Με τον ίδιο τρόπο, ο πιστός σήμερα, κινούμενος από αγάπη θα αναγνωρίσει το Θεό του, επιστρέφοντας σ’ Αυτόν κάτι από το εισόδημά του. Ακόμα και αν δεν “πρέπει” να πληρώνουμε δέκατα και να δίνουμε εισφορές, λόγω υποχρέωσης σύμφωνα με το Νόμο του Μωϋσή, πράγματι πρέπει να τα πληρώνουμε γιατί κυβερνιόμαστε απ’ τον μεγαλύτερο νόμο της αγάπης.
 
Ο Χριστιανός πρέπει να ζει με το “νόμο της ελευθερίας” που είναι η αγάπη (Ιακ.α:25, β:12, Γαλ.ε:13-14). Στο Χριστό έχουμε ελευθερία, αλλά να μη δίνουμε αφορμή στην σάρκα (Γαλ. ε:13, Α’Πετρ.β:16, Ιουδ.4). Ελευθερία δεν σημαίνει να μην έχει κανείς υποχρεώσεις ή περιορισμούς. Η χάρις του Θεού δεν μας ελευθερώνει από την ευθύνη να εκπληρώνουμε το Λόγο Του. Όταν κάποιος αρχίσει να πληρώνει δέκατα από αγάπη αντί από εξαναγκασμό, εκείνος ωρίμασε εν Χριστώ. Σ’ αυτό το θέμα, αποφοίτησε από το Νόμο στη χάρη, από παιδί σε ενήλικα, από το Μωϋσή στο Χριστό. Κατάλαβε ότι ο νόμος της ελευθερίας δεν τον “απαλλάσσει” από το να είναι δίκαιος προς το Θεό σχετικά με τα χρήματα. Ο Θεός δεν μας έχει δώσει χάρη για να ενεργούμε ανεύθυνα ή να μας δικαιολογεί από το να δίνουμε στο έργο Του. Κάποιος που δεν δίνει από τα οικονομικά του στο Θεό δεν χρησιμοποιεί τη χάρη του Θεού σωστά. Κρύβεται πίσω από την χάρη για να κρύψει την αγάπη του για τα χρήματα.
 
Δεν θα λείψουν ποτέ οι σαρκικοί άνθρωποι που ψάχνουν τρόπους να μην πληρώνουν δέκατα. Εκείνοι που αντιτίθενται στην ιδέα του 10% δεν έχουν ξεπεράσει ποτέ την αγάπη τους για τα χρήματα δεν έχουν μάθει ποτέ να αγαπούν το Θεό, την εκκλησία, ή τους εργάτες της.
 
Μια από τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ του Νόμου του Μωϋσή και του νόμου του Χριστού είναι τα μέσα, όχι ο σκοπός. Ο σκοπός είναι ο ίδιος (να υπακούμε στο θέλημα του Θεού). Αυτό που έχει αλλάξει είναι η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Θεός για να παράγει την καλή του διάθεση σε μας. Ο Νόμος γράφτηκε σε πέτρινες πλάκες αλλά οι νόμοι του Θεού τώρα είναι γραμμένοι στις καρδιές των πιστών (Ιερ.λα:33). Ο νόμος είχε τη δύναμή του στο γράμμα, η χάρις έχει την ισχύ της στο πνεύμα (Β’Κορ.γ:6).
 
• Πώς μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του Θεού βασιλεύει μέσα στις καρδιές μας εάν δεν δίνουμε από τα χρήματά μας το ελάχιστο που Αυτός έχει καθιερώσει;
 
• Εάν ο λαός του Θεού έδινε “δέκα τοις εκατό” την περίοδο του Νόμου του Μωϋσή, πόσο πρέπει να δίνουμε εμείς σήμερα; Λιγότερο;
 
• Πώς μπορούμε να δώσουμε λιγότερα στο Θεό από εκείνους που ήταν υπό το κράτος της καταδίκης; Δεν θα ήταν αυτό σαν να λέγαμε στο Θεό και σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Νόμος του Μωϋσή είχε περισσότερη ισχύ από το νόμο του Χριστού;
 
• Οι Ισραηλίτες αγαπούσαν περισσότερο το Θεό, που έδιναν πιστά τα δέκατα τους, από μερικούς ανθρώπους σήμερα, που αφού απόλαυσαν την αγάπη και τη χάρη του Θεού, δεν θέλουν να δίνουν τουλάχιστον όσα εκείνοι (οι Ισραηλίτες) έδιναν και φτάνουν στο σημείο να δίνουν λιγότερα;
 
Αυτές είναι ερωτήσεις που απαιτούν απαντήσεις από εκείνους που αντιτίθενται στα δέκατα.
 
Ο Θεός ακόμα περιμένει ότι οι πιστοί, όπως ο Αβραάμ, θα δώσουν μια μερίδα (10%) στο έργο Του, όχι επειδή είναι υποχρεωμένοι από το Νόμο, αλλά επειδή είναι υποχρεωμένοι από την αγάπη. Η αγάπη έχει μεγαλύτερη δύναμη από το Νόμο. “Ύδατα πολλά δεν δύνανται να σβέσωσι την αγάπη” (Άσμ. Ασμ.η:7). Μπορεί ένα άτομο να αγαπάει πραγματικά το Θεό αν είναι τόσο τσιγκούνης ώστε να μην δίνει στο έργο Του  ούτε το ελάχιστο ποσό με το οποίο πρέπει να τιμούμε το Θεό; Θα σωθεί ένας αδερφός που λέει ότι αγαπάει το Θεό, αλλά δεν Τον αγαπάει τόσο ώστε για να αποχωριστεί τα χρήματά του; Αυτό δεν είναι φιλαργυρία, η οποία είναι ειδωλολατρία; (Κολ.γ:5). Ένα άτομο δεν πηγαίνει στην κόλαση απλά επειδή δεν πληρώνει τα δέκατα του, αλλά επειδή δεν αγαπάει το Θεό, ούτε τους εργάτες Του, ούτε το έργο Του. Ένα τέτοιο άτομο δεν αφήνει την αγάπη να το κυβερνήσει.
 
Η αγάπη ενός ατόμου για τον Θεό είναι ύποπτη εάν δεν δίνει από τα χρήματά του στο έργο του Κυρίου. Η αγάπη αναγνωρίζεται απ’ τη διάθεση θυσίας. Ο Ιησούς είναι το παράδειγμα μας,  έδωσε τον εαυτό του ανιδιοτελώς (Εφ.ε:25, Α’Ιωαν.δ:19, Β’Κορ.η:7-9). Οι ακόλουθες γραμμές από έναν ανώνυμο συγγραφέα περιγράφουν αυτήν την αρχή της προσφοράς.

Ο Θεός δίνει το παράδειγμα

Ο Θεός έκανε τον ήλιο, δίνει    
Ο Θεός έκανε τη θάλασσα, δίνει
Ο Θεός έκανε το φεγγάρι, δίνει    
Ο Θεός έκανε τα δέντρα, δίνουν
Ο Θεός έκανε τα αστέρια, δίνουν    
Ο Θεός έκανε τα λουλούδια, δίνουν
Ο Θεός έκανε τον αέρα, δίνει    
Ο Θεός έκανε τα πουλιά, δίνουν
Ο Θεός έκανε τα σύννεφα, δίνουν    
Ο Θεός έκανε τα ζώα, δίνουν
Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο. Δίνει;

Όταν αγαπάμε το Θεό, δεν είναι δύσκολο να δώσουμε στο έργο Του. Η αγάπη μας γι’ Αυτόν θα ξεπεράσει την αγάπη για προσωρινά πράγματα (Ιωαν.κα:15). Έχει λεχθεί “Μπορείς να δίνεις χωρίς ν’ αγαπάς, αλλά δεν μπορείς να αγαπάς χωρίς να δίνεις”. Το άτομο που δεν δίνει στο έργο του Κυρίου δεν Τον αγαπάει πραγματικά.
 
Μερικοί Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι κάτω από τη χάρη οι πιστοί δεν θα έπρεπε να δίνουν μόνο το δέκατο στο Θεό, αλλά ελεύθερα όσα θέλουν. Σίγουρα οι πιστοί δεν πρέπει να νιώθουν περιορισμένοι να δίνουν μόνο ένα δέκατο στον Κύριο, όμως πρέπει να δίνουν τουλάχιστον αυτό. Εάν δεν δίνουμε ούτε το δέκα τοις εκατό, γιατί συζητάμε να δίνουμε περισσότερα; Δεν είναι ενδιαφέρον ότι εκείνοι που είναι εναντίον του δεκάτου σχεδόν ποτέ δεν δίνουν πάνω από ένα δέκατο στο Θεό;  Το ένα δέκατο είναι η αρχή, και κάτω από την χάρη θα έπρεπε όχι μόνο να φτάνουμε σ’ αυτό το ποσό, αλλά να πηγαίνουμε και πέρα απ’ αυτό.
 
Οι εκκλησίες πρέπει να εξασφαλίζουν τα έξοδά τους. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον κόσμο με το ευαγγέλιο  χωρίς ένα κατάλληλο οικονομικό σχέδιο. Ο Θεός είναι Θεός τάξης. Οτιδήποτε γίνεται στην εκκλησία πρέπει να γίνεται ευσχημόνως και κατά τάξιν (Α’Κορ.ιδ:40). Ακόμα και η προσφορά μας στο Θεό πρέπει να είναι οργανωμένη. Οι ποιμένες έχουν την εξουσία, και ακόμη περισσότερο, το καθήκον, να διδάξουν ένα οικονομικό σχέδιο για να εξασφαλίσουν τις δαπάνες της εκκλησίας. Διαφορετικά, θα αγωνιζόμασταν άσκοπα χωρίς να υπολογίζουμε το κόστος.
Σαν γενικός κανόνας, άνθρωποι που πληρώνουν τα δέκατά τους πιστά γίνονται οι καλύτεροι άγιοι μέσα στην εκκλησία γιατί είναι υπεύθυνοι και πειθαρχημένοι άνθρωποι. Μια εκκλησία που δεν διδάσκει τον αποδεκατισμό είναι συχνά σε αταξία. Τέτοιες εκκλησίες ελκύουν πιστούς που δεν τους αρέσει η τάξη και η πειθαρχία. Έλλειψη πειθαρχίας σ’ αυτό το θέμα, έχει επιπτώσεις και σε άλλους τομείς της χριστιανικής ζωής.
 
Όπου υπάρχει αδύναμη διδασκαλία για την προσφορά στο Θεό, είναι γιατί υπάρχει αδύναμη ηγεσία. Εργάτες που δεν είναι σίγουροι για το τι διδάσκουν, μεταδίδουν την ανασφάλειά τους στο ποίμνιο. Μόνο μια φωνή που είναι σίγουρη για τον εαυτό της όσον αφορά το οικονομικό σχέδιο της εκκλησίας μπορεί να μιλήσει χωρίς φόβο και αμφιβολία σχετικά μ’ αυτό το καθήκον. Η  εκκλησία της οποίας ο ποιμένας διδάσκει ότι ο δεκατισμός είναι προσωπική επιλογή, έχει έναν ηγέτη που έχει έλλειψη οδηγίας απ’ το Θεό για το ποίμνιο που ποιμαίνει.
 
Η κοινωνία, ο πολιτισμός, η οικονομία και ο τρόπος ζωής έχουν αλλάξει ριζικά από τον καιρό των αποστόλων στην σύγχρονη εποχή. Τα έξοδα του αποτελεσματικού ευαγγελισμού, η συντήρηση του εργάτη, και η κάλυψη των εξόδων της συνηθισμένης λειτουργίας μιας τοπικής εκκλησίας είναι τεράστια. Ο Παύλος δεν πλήρωνε λογαριασμούς ηλεκτρικού ή νερού, ούτε είχε εξοπλισμό ήχου, φυλλάδια, ή ραδιοφωνικά προγράμματα, ούτε έπρεπε να νοικιάζει αίθουσες για συναθροίσεις. Όλα αυτά τα έξοδα χρειάζονται ένα οικονομικό σχέδιο στις τοπικές εκκλησίες. Το δέκατο είναι ένα καλό Βιβλικό πρότυπο για τη συντήρηση της διακονίας της τοπικής εκκλησίας. Φυσικά, το να αγοράζεις γη και να κτίζεις εκκλησίες συνήθως απαιτεί μια προσπάθεια πέρα από τον απλό δεκατισμό. Έχουμε σαν παράδειγμα τις ελεύθερες προσφορές που δόθηκαν για να κατασκευαστεί ο Ναός του Σολομώντα.