Η φτώχεια αποτελεί μια από τις
συνέπειες της πτώσης. Ο κόσμος τον οποίο δημιούργησε ο Θεός, ο κόσμος στον
οποίο Αυτός εγκατέστησε τους προπάτορές μας ήταν πλήρης του πλούτου των θείων
ευλογιών. Όλες οι ανάγκες του ανθρώπου προμηθευόταν με αφθονία.
«Και εφύτευσεν Κύριος ο Θεός παράδεισον εν τη Εδέμ κατά ανατολάς, και
έθεσεν εκεί τον άνθρωπον τον οποίον έπλασε. Και Κύριος ο Θεός έκαμεν να
βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ωραίον εις την όρασιν και καλόν εις την γεύσιν»
(Γεν.β:8,9).
Τα ύδατα των ποταμών και το
χρυσάφι και οι πολύτιμοι λίθοι που αναφέρονται στα εδ.10-14 είναι δείγματα της
αφθονίας που βρίσκεται στον Θεό. Με την τίμια εργασία του Αδάμ ο κήπος είχε τη
σωστή φροντίδα, όλες οι ανάγκες του ικανοποιούντο. Δεν του έλλειπε τίποτε. Η απόλαυση
των αγαθών της γης θα ήταν ένα δείγμα της ευαρεσκείας του Ίδιου του Θεού.
Γνωρίζουμε όμως τι συνέβη! Μέσω
μιας πράξης ανυπακοής, ο Αδάμ και όλοι οι απόγονοί του κατέστησαν αμαρτωλοί, «η
γη έγινε κατηραμένη εξ αιτίας του» (Γεν.γ:17).
Η απομάκρυνση των ευλογιών της γης ήταν ένα δείγμα της ανθρώπινης αποξένωσης
από τον Θεό. Η πτώση προκάλεσε ένα περιβάλλον κάτω από το οποίο η φτώχεια και
πολλά άλλα κακά θα ευδοκιμούσαν. Εάν ήταν η κατάρα στη γη, ή η αμαρτία της
οκνηρίας, ή η αμαρτία της καταπίεσης των συνανθρώπων το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο
–η «πτωχοποίηση» τμήματος της κοινωνίας. «Διότι
δεν θέλει λείψει πτωχός εκ μέσου της γης σου» (Δευτ.ιε:11).
Η κατάσταση του φτωχού θα ήταν
απελπιστική αν αφηνόταν έτσι. Αλλά ας είναι δόξα στο Θεό για το μεγάλο Του
έλεος! Γιατί αμέσως μετά την ανυπακοή του Αδάμ, ο Θεός διακήρυξε την υπόσχεση
ελέους και αποκατάστασης παράλληλα με την κατάρα και την τιμωρία: «και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον του
σπέρματός σου και του σπέρματος αυτής· αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν,
και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού» (Γεν.γ:15).
Επίσης, στο δεύτερο μισό του Δευτ.ιε:11,
όπου διαβάζουμε την εντολή «… δια τούτο
εγώ προστάζω εις σε, λέγων, θέλεις εξάπαντος ανοίγει την χείρα σου προς τον
αδελφόν σου, προς τον πτωχόν σου, και προς τον ενδεή σου επί της γης σου»,
μια συνεπή εντολή με το έλεος του Θεού προς τον λαό Του. Η φιλανθρωπία του Θεού
και η ειδική φροντίδα για τον πτωχό και τον ενδεή, τις χήρες και τα ορφανά,
διαπερνά τις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης που έδωσε στον λαό Του.
«Ουδεμίαν χήραν ή ορφανόν δεν θέλετε καταθλίψει. Εάν καταθλίψητε αυτούς
οπωσδήποτε, και αν βοώσι προς εμέ, θέλω εξάπαντος εισακούσει της φωνής αυτών»
(Έξοδ.κβ:22-23).
Τόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον Του
ώστε κανείς δεν επιτρεπόταν να εκμεταλλευθεί τους πτωχούς ώστε να τους κάνει
δια βίου δούλους. Γι’ αυτό όρισε το Ιωβηλαίο έτος κατά τη διάρκεια του οποίου
όλοι οι δούλοι απελευθερώνοντο. Γιατί; Τι ήταν εκείνο που παρακινούσε αυτό το
ενδιαφέρον; Ήταν η σχέση διαθήκης με αυτούς. Αυτοί ήταν το κτήμα Του. Δεν ήθελε
να τους δει να υποδουλώνονται σε κάποιον άλλον.
«και θέλω περιπατεί μεταξύ σας, και θέλω είσθαι Θεός σας, και σεις
θέλετε είσθαι λαός μου» (Λευιτ.κς:12).
Τι ανακούφιση να έχεις έναν τέτοιο
Θεό! Όταν Αυτός διακήρυξε την ευθύνη του λαού Του να δείξει έλεος, Αυτός
συμπεριέλαβε τους ξένους που ζούσαν ανάμεσά τους, υπενθυμίζοντάς τους ότι και
αυτοί επίσης είχαν υπάρξει ξένοι στη γη της Αιγύπτου.
Ο Χριστός, ο ένας που ήρθε να αντιστρέψει
την κατάρα της πτώσης, έδωσε έμφαση στο ενδιαφέρον του Πατέρα για τον πτωχό και
τον ενδεή στη διδασκαλία και τη διακονία Του. Στην εγκαινίαση της διακονίας Του
στην Γαλιλαία, διάβασε από τον Ησαΐα ξα΄ και διακήρυξε ότι η αποστολή Του ήταν
να κηρύξει το ευαγγέλιο στους πτωχούς, να θεραπεύσει τους συντετριμμένους την
καρδιά, να δώσει όραση στους τυφλούς, και να κηρύξει ελευθερία στους δεσμίους
και τους καταπεπιεσμένους.
Με τον θάνατο και την ανάσταση
απέδειξε ότι ο ίδιος ήταν ο τέλειος δούλος, ικανώνοντας τον δικό Του λαό να
είναι υπηρέτες ο ένας του άλλου.
«διότι ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε δια να υπηρετηθή, αλλά δια να
υπηρετήση και να δώση την ζωήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μαρκ. ι:45).
Ο Χριστός διακήρυξε ότι η αποστολή
Του ήταν να κηρύξει το ευαγγέλιο στους πτωχούς, να θεραπεύσει τους
συντετριμμένους την καρδιά, να δώσει όραση στους τυφλούς, και να κηρύξει
ελευθερία στους δεσμίους και τους καταπεπιεσμένους
Η πρώτη Χριστιανική συνάθροιση
στην Ιερουσαλήμ, γεμάτη από το Πνεύμα του Κυρίου, έμεινε πιστή στο ν’ ακολουθήσει
το παράδειγμά Του. Παράλληλα με την πνευματική τροφή και την κοινωνία που
παρείχε, βεβαιωνόταν ότι «δεν ήταν τις
μεταξύ αυτών ενδεής»
«… και διεμοιράζετο εις έκαστον κατά την χρείαν την οποίαν είχεν» (Πραξ.δ:34, 35).
Αρχικά οι ίδιοι οι απόστολοι
ανέλαβαν αυτή την ευθύνη. Αλλά σύντομα έγινε σαφές ότι οι απόστολοι ήσαν τόσο
πολυάσχολοι με το ποιμαντικό τους έργο, ώστε να διαχειρίζονται και την καθημερινή
διανομή της τροφής στους φτωχούς.
Όταν οι Ελληνόφωνες χήρες παραπονέθηκαν
ότι παραβλεπόταν και οι Εβραιόφωνες Ιουδαίες ευνοούντο, οι απόστολοι κάλεσαν όλους
τους μαθητές και τους είπαν:
«… Δεν είναι πρέπον ν’ αφήσωμεν ημείς τον λόγον του Θεού, και να
διακονώμεν εις τραπέζας. Σκεφθήτε λοιπόν, αδελφοί να εκλέξητε εξ υμών επτά
άνδρας μαρτυρουμένους, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, τους οποίους ας
καταστήσωμεν επί της χρείας ταύτης. Ημείς δε θέλομεν εμμένει εν τη προσευχή και
τη διακονία του λόγου».
Αυτή θεωρείται η αρχή του
λειτουργήματος του διακόνου στην εκκλησία. Και είναι, πράγματι, ένα λειτούργημα
– περισσότερο από μια δραστηριότητα φιλανθρωπίας στην οποία όλοι οι Χριστιανοί
καλούνται να συμμετάσχουν. Είναι ένα λειτούργημα που έχει την εξουσία και την επικύρωση
της εκκλησίας, μια εξουσία που πηγάζει από την Κεφαλή και τον Βασιλέα, τον
Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ας εξετάσουμε τους παρακάτω λόγους για την υποστήριξη
του:
1. Οι εφτά καθιερώθηκαν δια
προσευχής και δια της επιθέσεως των χειρών. Αυτή η πρακτική, συνοδευομένη με
νηστεία, επανειλημμένως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη όταν οι απόστολοι και η
εκκλησία αναθέτει σε κάποιον ένα λειτούργημα ή μια αποστολή (Α΄ Τιμ. δ:14, ε:22, Πραξ.ιγ:3).
2. Στην πρώτη του Επιστολή προς
τον Τιμόθεο, γραμμένη «δια να εξεύρης πώς
πρέπει να πολιτεύεσαι εν τω οίκω του ζώντος Θεού» (γ:15), ο Παύλος απαριθμεί τα προσόντα των δύο κατηγοριών
λειτουργών: τους επισκόπους (γ:1-7),
και διακόνους (γ:8-10, 12-13).
3. Στον χαιρετισμό του στους
ηγέτες της εκκλησίας των Φιλίππων, ο Παύλος απευθύνεται στους επισκόπους και
διακόνους (Φιλ.α:1).
4. Παρά το γεγονός ότι η λέξη
διάκονος αρχικά εννοούσε γενικά τον υπηρέτη, μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε
περισσότερο και περισσότερο για να προσδιορίσει ένα πρόσωπο ειδικά ενασχολημένο
στο έργο του ελέους και της φιλανθρωπίας. Παρόμοια η λέξη για το διακονάτο
(διακονία) που αρχικά εννοούσε γενικά υπηρεσία, κατάντησε να σημαίνει διανομή
τροφής και βοηθείας προς τους φτωχούς (Πραξ.ια:29,
Β΄ Κορ.η:4, θ:1, 8-9).
Έτσι και σήμερα, στο όνομα του
Ιησού Χριστού, την Κεφαλή και Βασιλέα της Εκκλησίας Του, οι διάκονοι καλούνται
να ασκήσουν τη διακονία ελέους. Η πρωταρχική κλήση τους είναι να προσφέρουν περίθαλψη
και ανακούφιση στους ενδεείς – στους ασθενείς, στους μοναχικούς και τους φτωχούς.
Για να το κάνουν αυτό πρέπει να εξοικειωθούν με τις ανάγκες των ατόμων και των
οικογενειών μέσα στη συνάθροιση. Θα πρέπει ν’ αναλάβουν πρωτοβουλίες στο να
προτρέψουν τη συνάθροιση να δείξει έλεος και να προσφέρει γενναιόδωρα έτσι ώστε
αυτή η ανάγκη ν’ αντιμετωπιστεί. Θα πρέπει αυτοί να συγκεντρώνουν και να διαχειρίζονται
τις προσφορές διακονίας της συνάθροισης και να διανέμουν αυτές στο όνομα του
Χριστού, ενθαρρύνοντας και παρηγορώντας με τον λόγο του Θεού εκείνους που παίρνουν
τα δώρα.
Υπάρχουν και άλλοι τρόποι που οι
διάκονοι μπορούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πτωχών. Μπορούν να
παρέχουν μια καθοδήγηση υπενθυμίζοντας στην πλησιέστερη οικογένεια ενός φτωχού
την ευθύνη τους στους στενότερους συγγενείς τους (Λευιτ.κε:25, Α΄ Τιμ.ε:4,16).
Επίσης ημπορούν να τους καθοδηγούν
ως προς το πώς θα διαχειρίζονται τα χρήματά τους κατάλληλα για ν’ αποφύγουν να
γίνουν άποροι. Οι διάκονοι μπορούν επίσης να καθοδηγούν ολόκληρη τη συνάθροιση
επάνω σε Βιβλικές αρχές για την διαχείριση των χρημάτων, όπως του δέκατου (Δευτ.ιδ:22-29), χρεών (Δευτ.ιε:1-6), γενναιοδωρίας προς τους φτωχούς
(Δευτ.ιε:7-11), κληρονομικών θεμάτων
(Δευτερ.κα:15-17), τοκογλυφίας (Δευτερ.κγ:19-20), ευπρέπειας προς τον
πλησίον (Δευτερ.κγ:24-25), φροντίδας
προς τις χήρες και τα ορφανά (Ιακ.α:27)
και δίκαιης αμοιβής στον εργαζόμενο (Α΄
Κορ.θ:9-11).
Παρά το γεγονός ότι το διακονικό
λειτούργημα κατευθύνεται στην αντιμετώπιση αναγκών εντός της συνάθροισης,
υπάρχουν επίσης προτροπές στην Καινή Διαθήκη που μας κατευθύνουν προς ενδεείς
εκτός της εκκλησίας.
«Άρα λοιπόν ενόσω έχομεν καιρόν, ας εργαζώμεθα το καλόν προς πάντας,
μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως» (Γαλ.ς:10).
Διακονική φροντίδα κατευθυνόμενη
στον κόσμο αποτελεί μια μαρτυρία της αγαθότητας του Θεού και αποβλέπει στο να οδηγήσει
τον άνθρωπο σε μετάνοια. Τούτο δεν δικαιολογεί κανέναν να μη φροντίσει για τον φτωχό
επειδή δεν ανήκει στη συνάθροιση. Ο κόσμος είναι γεμάτος από ενδεείς ανθρώπους
στους οποίους πρέπει να φανερωθεί η αγαθότητα, το έλεος και η μακροθυμία του
Θεού μας.
Οι απόστολοι εγκαθίδρυσαν το
λειτούργημα του διακόνου για να παρασχεθεί ανακούφιση στους ιδίους και στους
πρεσβυτέρους, προκειμένου αυτοί ν’ αφιερώσουν τον εαυτόν τους στην προσευχή και
στη διακονία του λόγου. Τούτο το γεγονός έχει ορισμένες πρακτικές εφαρμογές:
1. Οι διάκονοι πρέπει να είναι
έτοιμοι να αναλάβουν, όχι μόνον τη διακονία του ελέους, αλλά οποιαδήποτε άλλη
ευθύνη που κανονικά προσδιορίζεται στους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Οι
πρεσβύτεροι έχουν την ευθύνη για κάθε δραστηριότητα στην εκκλησία, αλλά δεν
είναι σε θέση να εκτελέσουν κάθε δραστηριότητα. Οι διάκονοι που είναι κάτω από
την εξουσία των πρεσβυτέρων, έχοντας όμως επίσημη θέση στην εκκλησία, μπορούν
να εκτελέσουν πολλές από τις δραστηριότητες των πρεσβυτέρων, επιτρέποντας σ’
αυτούς να χρησιμοποιήσουν το χρόνο τους για προσευχή και τη διακονία του λόγου.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες ευθύνες. Για παράδειγμα οι διάκονοι μπορούν να
επιβλέπουν και να φροντίζουν τη συντήρηση του χώρου της συνάθροισης, ή μπορούν
να διαχειρίζονται θέματα τράπεζας, βιβλίων, ή ηχογραφήσεων, μπορούν να
συντονίζουν την φιλοξενία επισκεπτών, και να χειριστούν νομικά θέματα που
απασχολούν την εκκλησία. Αλλά θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι αυτές οι
δραστηριότητες δεν πρέπει να επισκιάσουν την πρωταρχική δραστηριότητα των
διακόνων να διακονούν τους φτωχούς.
2. Τούτο αναβαθμίζει τη φύση του
λειτουργήματος του πρεσβυτέρου και του ποιμένα. Το έργο τους είναι η πνευματική
εποπτεία, και στην περίπτωση του ποιμένα ή διδάσκοντος πρεσβυτέρου, η διακονία
του λόγου. Μια εκκλησία με ένα ενεργό διακονάτο θα έχει μια υγιή διακονία στη διακήρυξη
του ευαγγελίου και την εκπαίδευση των αγίων δια του κηρύγματος του λόγου.
Θα πρέπει να καταστεί τώρα
προφανές ότι το λειτούργημα του διακόνου είναι πνευματικό στη φύση του ακόμη
και όταν ασχολείται με πρόσκαιρα ενδιαφέροντα. Δεν είναι υποδεέστερο του
λειτουργήματος του πρεσβυτέρου, έστω και εάν υπόκειται σ’ αυτό. Τούτο
επιβεβαιώνεται από τα υψηλά πρότυπα τα οποία τοποθετούνται ως προσόντα για το
λειτούργημα (Πραξ.ς:3, Α΄ Τιμ.γ:8,10,12).
Οι διάκονοι πρέπει να είναι ώριμοι
άντρες με γνώση και κατανόηση του ευαγγελίου της χάρης, κρατούντες το μυστήριο
της πίστεως μετά καθαράς συνειδήσεως. Πρέπει να είναι άντρες καλής φήμης,
πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας. Πρέπει να είναι ευλαβείς, όχι δίγλωσσοι,
όχι επιρρεπείς σε οινοποσία και όχι φιλοχρήματοι. Οι διάκονοι πρέπει να είναι
σύζυγοι μιας γυναικός, κυβερνώντες τα τέκνα τους και τους οίκους τους καλώς.
Αυτά τα υψηλά πρότυπα βρίσκουν το
παράδειγμά τους σε δύο από τους επτά άντρες που εκλέχτηκαν σαν οι πρώτοι
διάκονοι. Για τη ζωή και τη διακονία τους μας δίδονται ορισμένες λεπτομέρειες:
Ο Στέφανος, ένας άντρας πλήρης πίστεως και Αγίου Πνεύματος, ήταν ένας επιδέξιος
συζητητής ο οποίος έγινε ο πρώτος μάρτυρας για την υπόθεση του Χριστού. Ο
Φίλιππος, ο κήρυκας και ευαγγελιστής έδωσε την μαρτυρία του στον Αιθίοπα
ευνούχο, και κήρυξε «… ευαγγελιζόμενος τα
περί της βασιλείας του Θεού, και του ονόματος του Ιησού Χριστού» (Πραξ.η:12),
στην Σαμάρεια και την Ιουδαία.
Εκείνη την ημέρα, όταν ο ευλογητός
Κύριος, επιστρέψει, η αμαρτία θα εκριζωθεί και τα πάντα θα γίνουν «καινά».
Εκείνη την ημέρα και η φτώχεια επίσης θα εξαλειφθεί. Η άφθονη του Θεού
προμήθεια θα είναι προσιτή σ’ όλον τον λαό Του. Εκείνη την ημέρα το έργο των
διακόνων δεν θα απαιτείται πλέον. Αλλά μέχρι εκείνης της ημέρας «τους πτωχούς –
έχομεν - μεθ’ εαυτών» (Ματθ.κς:11). Γι’ αυτό λοιπόν ας ενισχύσουμε τους
διακόνους μας προσφέροντες γενναιόδωρα και με θυσία στο έργο της διακονίας για
τους φτωχούς. «Διότι οι καλώς
διακονήσαντες, αποκτώσιν εις εαυτούς βαθμόν καλόν, και πολλήν παρρησίαν εις την
πίστιν την εις τον Ιησούν Χριστόν» (Α΄ Τιμ.γ:13).