Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Βράδυ παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Γύρω από το μεγάλο τραπέζι στο κεντρικό σαλόνι του σπιτιού, μαζεμένα όλα τα μέλη, τελευταίοι απόγονοι της μεγάλης και ένδοξης οικογένειας «Ανοητίδου». 

Όλο το ρετιρέ της επί της οδού Πλουτάρχου πολυκατοικίας, που κρατούσε ο μεγαλέμπορας Ανοητίδης, αστραποβολούσε. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, βλέπεις. Ο καινούργιος χρόνος να μας βρει φωτισμένους. Γύρω από το τραπέζι από τα δεξιά προς τα αριστερά ο κ. Ανοητίδης πατήρ, μεγαλέμπορας της Κεντρικής αγοράς, με το απαραίτητο για κάθε σοβαρό άνθρωπο προκοίλι, με το εξίσου χαριτωμένο προγουλάκι του και με ύφος ανθρώπου, που έφαγε τη ζωή με τη σέσουλα. 


Δίπλα του το έτερο ήμισυ, με πέρλες στον πληθωρικό λαιμό της, με υπερβολικό ντεκολτέ – μόδα 52 –, με νύχια που θα τα ζήλευε κάθε αρπακτικό πουλί, καμάρωνε. Παραδίπλα, η νεαρά θυγατέρα Ανοητίδου, μια αραχνοΰφαντη ύπαρξη, ένα κοκτέιλ διαφόρων σταρ του Χόλυγουντ και με ύφος κουρασμένης από τις απολαύσεις της ζωής. Εν συνεχεία ο νεαρός βλαστός, καμάρι και ελπίδα της οικογένειας, με το τσιμπούκι στο στόμα φιλοσοφούσε. Ήταν πνευματικός άνθρωπος, θαυμαστής της τζαζ και της σάμπας. Είχε τάξει στον τρόπο της ζωής του να οινοπνευματοποιήσει τον ιδρώτα των άλλων, που μάζευε ο πατέρας του. Και τέλος η γιαγιά Ανοητίδου, με τα πρεσβυωπικά γυαλιά της, καμάρωνε τη φαμίλια.

Η οικογένεια είχε σουπάρει από νωρίς και κατά τη συνήθεια – καινούργια χρονιά βλέπεις – το ρίξανε στα χαρτιά. Το ποκεράκι είχε φουντώσει. Αφού και η γιαγιά είχε πάρει κοντά της την υπηρέτρια να της ξεχωρίζει τους βαλέδες από τις ντάμες, γιατί δεν την βοηθούσαν τα μάτια της. Σε λίγο έσβησε το παιχνίδι. Ήπιανε μερικά λικέρ, μα καθόλου κέφι. Τότε ο νεαρός βλαστός της οικογένειας ανάβοντας ξανά την πίπα του – έτσι έκανε σαν έπαιρνε μεγάλες αποφάσεις – γύρισε και στοχαστικά είπε στον πατέρα του.

-    Καλέ πατέρα, σκέφτομαι, καινούργιος χρόνος. Χρόνος… τι είναι ο χρόνος; Παράξενο αλήθεια μυστήριο.
 
-    Μπα, χρόνος, είπε ο κύριος Ανοητίδης. Χρόνος είπες; Α, ναι, χρόνος. Ο χρόνος είναι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, χρήμα.
 
Και με τη φιλοσοφία του, που τα όριά της είχανε την ευρύτητα του μπεζαχτά του, συμπλήρωσε.

-    Ναι, χρόνος, χρήμα. Χρησιμοποιείς το χρόνο και κάνεις χρήμα. Έχεις ύστερα χρήμα, έχεις και χρόνο, γιατί μπορείς να ζήσεις πολλά χρόνια.
 
Η κυρία Ανοητίδου χαμογέλασε για την απάντηση του συζύγου και η νεαρά κακογραφία των σταρ, η θυγατέρα Ανοητίδου, που ήξερε μερικά σπασμένα αγγλικά, πριν τελειώσει ο πατέρας της είπε.
 
-    Ναι, μπαμπά, the time is money.
 
Η μόνη που διαφώνησε ήταν η γιαγιά, γιατί έβλεπε ότι το χρήμα του γιόκα της δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία της στον τάφο.

Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα. Ντουκ-ντουκ-ντουκ. Όλοι κοιταχτήκανε. Δεν περιμένανε κανέναν. Ποιος ήταν που χτυπούσε; Και τόσο βαριά; Και τέτοια ώρα; Ο νεαρός Ανοητίδης είπε «εμπρός». Και η πόρτα άνοιξε σιγά-σιγά. Όλοι έντρομοι σηκωθήκανε από τις καρέκλες τους. Μα δεν μπόρεσαν και να μη γελάσουν. Τι αλλόκοτο πλάσμα ήταν αυτό που έβλεπαν!

-    Καλησπέρα σας, κυρίες και κύριοι, επιτρέπεται;
 
- Πώς, πώς, περάστε, είπε η κυρία Ανοητίδου κρυφογελαστή.
 
Όλοι τον κοιτούσαν και δεν ήξεραν αν έπρεπε να γελάσουν ή να φοβηθούν. Και να μια σύντομη περιγραφή. Έμοιαζε σαν άνθρωπος, μα ήταν σκεπασμένος με χίλια δυο πράγματα. Σωστό παλιατζίδικο. Από τη μια μεριά κρεμόταν μια μεγάλη φιάλη οξυγόνου, από την άλλη κρεμόταν μια τράπουλα και μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ένα μεγάλο ξυπνητήρι ήταν στο χέρι του. Στην μπουτουνιέρα του είχε μια μεγάλη κρεμμύδα και στο στήθος του ένα αλογοπέταλο, όπως φορούσανε στην κατοχή οι άνδρες της Γκεστάπο. Κι άλλα χίλια δυο πράγματα είχε πάνω του, που δεν τα θυμάμαι. Ακόμα και η μορφή του ήταν αλλόκοτη. Το ένα του μάτι έκλαιγε και έτρεχε το δάκρυ και το άλλο ήταν γλαρωμένο. Τα μισά του δόντια ήταν σάπια και τα άλλα μισά μόλις σκάγανε. Στο ένα του πόδι είχε φτερά και το άλλο ακουμπούσε σε πατερίτσα. Το ένα του χέρι ήταν πλαδαρό σαν άψητο ζυμάρι και το άλλο σαν ροζιάρικο ξύλο βελανιδιάς. Η οικογένεια Ανοητίδη κοίταξε τον παράξενο επισκέπτη, γεμάτη κατάπληξη, με τρόπο που ξέχασε η κυρία Ανοητίδου να πει στον ξένο να καθίσει.

-    Με συγχωρείτε, αγαπητοί μου, είπε ο ξένος. Ήρθα σε ακατάλληλη ώρα και είμαι λιγάκι εκκεντρικά ντυμένος. Δεν θα αργήσω όμως. Θα φύγω. Αν δεν απατώμαι, η οικογένεια Ανοητίδου. Μάλιστα. Εγώ ονομάζομαι Χρόνος.
 
-    Αλλό, αλλό, φώναξε ο νεαρός θαυμαστής της τζαζ. Πάνω στην ώρα.
 
-    Με συγχωρείς νεαρέ μου. Τον διέκοψε. Δυο λογάκια θα σας πω και φεύγω. Περαστικός ήμουν και άκουσα το όνομά μου και την απορία σας και μπήκα μέσα. Εγώ  πάντα γυρίζω. Ούτε στέκομαι ούτε κάθομαι.
 
-    Καθίστε, καθίστε, είπε η κ. Ανοητίδου με όψιμη ευγένεια.
 
-    Περιττό, είπε ο ξένος.
 
-    Μα, πώς είστε έτσι; Πού τα βρήκατε όλα αυτά; Και γιατί τα κουβαλάτε;
 
-    Επειδή ήξερα ότι πολλοί απόψε θα είχανε τις ίδιες με εσάς απορίες, φρόντισα και μάζεψα όλα αυτά τα πράγματα και μακιγιαρίστηκα ανάλογα, για να με νιώσετε.
 
-    Ένα τσέρι δεν θα πάρετε; λέει ο κύριος Ανοητίδης.
 
-    Όχι, σας ευχαριστώ πολύ, κύριε. Δεν πίνω. Και συνέχισε. Περνούσα λοιπόν και άκουσα τον νεαρό που ρωτούσε «τι είναι χρόνος». Άκουσα και τα ωραία σας κομπλιμέντα, κύριε Ανοητίδη, που με παρομοιάσετε με πεντακοσάευρα. Σας ευχαριστώ. Μα πρώτα απ’ όλα να σας εξηγήσω αυτά που φέρνω πάνω μου και γιατί είμαι έτσι μακιγιαρισμένος. Περνούσα από ένα σπίτι. Μια γριά σιγοπέθαινε. (Στο άκουσμα του «σιγοπέθαινε» η γιαγιά κουνήθηκε από τη θέση της). 
 
– Να ζήσω, φώναζε η μελλοθάνατη. 
 
– Οξυγόνο, οξυγόνο, φώναζαν οι άλλοι. 
 
Και πήγαν και έφεραν έναν ασκό οξυγόνου. Μονάχα λίγα λεπτά ζωή. Βλέπετε πόσο ζηλευτός, ακριβός και αγαπητός είμαι. Γι’ αυτό σαν σημάδι κουβαλώ τον ασκό του οξυγόνου. Στο διπλανό σπίτι της ετοιμοθάνατης, μια φαμίλια – καλή ώρα σαν και σας – χασμουριότανε και κατέληξαν να με σκοτώσουν. Οπλιστήκανε, λες κι ήμουν  εχθρός τους, μ’ αυτά τα τρομερά όπλα – κι έδειξε την τράπουλα – σπαθιά, κούπες, μπαστούνια, να με εξολοθρέψουν. Βλέπετε ότι είμαι και μισητός, άξιος ξυλοδαρμού. Μα έχετε και εσείς τέτοια όπλα, κύριε Ανοητίδη; Και έδειξε την τράπουλα.
 
-    Μας συγχωρείτε, μας συγχωρείτε. Δεν ξέραμε πως…
 
-    Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Αγαπητοί μου με σκότωσαν, αλλά δεν σκοτώνομαι. Όποιος με σκοτώσει, τον εαυτό του σκοτώνει. Τι έλεγα λοιπόν; Α, ναι, και αυτό το πέταλο δεν ξέρω αν είναι από άλογο ή γάιδαρο, μια κυρία το κρέμασε στην πόρτα της. Και το έβαλε για μένα, να με εξευμενίσει. Δίπλα μου έβαλε κι αυτή την κρεμμύδα. Για τι με πέρασε; Εγώ πέταλα δεν φορώ, ούτε κρεμμύδια τρώω. Αλήθεια, πόσο πλανεμένες ιδέες έχετε για μένα εσείς οι άνθρωποι και τι ανόητοι που είστε!
 
Ο κύριος Ανοητίδης ακούγοντας το όνομά του χαμογέλασε.

-  Αυτό το ξυπνητήρι το πήρα απ’ το κρεβάτι ενός θαυμαστή μου. Όλη την ημέρα λέει: δεν έχω καιρό, δεν έχω καιρό. Πνίγομαι, οι μέρες φεύγουν. Τα χρόνια φεύγουν. Και όμως ο άνθρωπος αυτός με θέλει όχι για κάτι ωφέλιμο, μα για να βασανίζεται μαζεύοντας χρήματα και κάνοντας τα παιδιά του να εύχονται το γρήγορο θάνατό του. Για κοιτάξτε τα πόδια μου. Το ένα έχει φτερά. Να, για πολλούς φεύγω, τρέχω γρήγορα, πετάω. Ίσως και η γιαγιά να έχει την ίδια γνώμη.
 
-    Ναι, ναι! ξέφυγε από τα τρία δόντια της γιαγιάς.
 
-   Για άλλους πάλι είμαι ανάπηρος, σέρνομαι. Τέτοια γνώμη έχουν οι φυλακισμένοι. Για κοιτάξτε τα μάτια μου. Το ένα κλαίει. Έτσι λένε πως φέρνω το δάκρυ, τον πόνο, τη θλίψη. Μα είναι και μερικοί που με ατενίζουν γελαστοί και χαρούμενοι, ίσως να είναι λίγοι, μα είναι αρκετοί. Τα δόντια μου δείχνουν πως γι’ άλλους είμαι πολύ μικρός και γι’ άλλους πολύ μεγάλος. Γι’ αυτό λοιπόν ντύθηκα έτσι και μακιγιαρίστηκα. Για να με νιώσετε. Θα έφερνα και ένα φέρετρο στην πλάτη μου, μα για να μη σας τρομάξω το άφησα στην πόρτα. Ναι, φέρνω και το θάνατο.
 
Η γιαγιά ξανακουνήθηκε από τη θέση της κι έκανε και το σταυρό της.

-    Τι δεν μου έχουν πει. Ποιητές. Φιλόσοφοι. Μεγάλοι και μικροί. Με είπανε οδοστρωτήρα. Όλα τα ισοπεδώνω. Με είπανε καταλύτη. Όλα τα γκρεμίζω. Με είπανε νεκροθάφτη. Και πριν από λίγο με είπατε χρήμα. Αλλά τέτοια τιμή δεν τη θέλω. Οι πρόγονοί σας, οι Αρχαίοι Έλληνες στη μυθολογία τους με ταυτίσανε με τον Κρόνο. – Κρόνος, χρόνος – που έτρωγε τα παιδιά του – Τι παρανόηση!
 
-    Τι είσαι λοιπόν; Δεν βάσταξε πια και φώναξε ο νεαρός Ανοητίδης.
 
Σε μια στιγμή ο ξένος άφησε και έπεσαν από πάνω του όλα όσα κουβαλούσε. Πήρε το μαντήλι του και σκουπίστηκε κι έβγαλε το μακιγιάρισμα.
 
-    Α, τι όμορφος που είσαι! Του είπανε όλοι.
 
-    Αν με γνωρίσετε και αν με χρησιμοποιήσετε κατάλληλα, θα γίνω πιο γλυκός, πιο ποθητός. Είμαι δημιούργημα Κάποιου, που τα ονόματά μας έχουν ίδια αρχικά ψηφία.
 
-    Χριστός, είπε κάποιος.
 
-   Μάλιστα, είπε ο ξένος. Ο Θεός με δημιούργησε από πολύ παλιά, για να είμαι δικός σας υπηρέτης. Εσείς είστε λουλούδια, που για λίγο θα μείνετε κοντά μου, στην αγκαλιά μου, με σκοπό να ανοίξετε την καρδιά σας, όπως τα μπουμπούκια ανοίγουν στον ήλιο, και να γνωρίσετε και να αγαπήσετε τον Δημιουργό και Σωτήρα σας Χριστό.
 
-    Ο χρόνος δηλαδή είναι για να διαλέξουμε το Χριστό και να ζήσουμε κοντά Του;
 
-    Ακριβώς αυτό. Και τότε η ζωή βρίσκει το νόημά της. Εγώ ο Χρόνος γίνομαι πολύτιμος, γιατί με χρησιμοποιείτε για τη δόξα του Θεού και για τη δική σας προκοπή και πρόοδο. Αλλά αν περιφρονήσετε τον Χριστό και θέλετε να ζήσετε μονάχα κοντά μου, τότε με γελοιοποιείτε. Γίνομαι τέρας για σας. Μου κρεμάτε κρεμμύδια και πέταλα, με λέτε οδοστρωτήρα και με σκοτώνετε με τράπουλες ή με καταδιώκετε με ασκούς οξυγόνου. Μόνο αντάμα με τον Χριστό με νιώθετε. Μόνο ο χριστιανός ξέρει τι είναι ο χρόνος.
 
Έτσι είπε ο ξένος και δάκρυσε και από τα δύο μάτια.

-   Γιατί τώρα κλαις; Του είπε ο κ. Ανοητίδης με συμπάθεια.
 
-   Κλαίω, γιατί ενώ εγώ έχω αποστολή να σας λέω αυτές τις αλήθειες, θα ’ρθει μια ώρα, όταν πια εσείς, εάν πιστέψετε στο Χριστό, θα μπείτε στην αιωνιότητα, ενώ εγώ δεν θα χρειάζομαι πια και θα καταργηθώ από τον Δημιουργό.
 
Και με δακρυσμένα τα μάτια ευχήθηκε στην οικογένεια Ανοητίδου τον καινούργιο χρόνο να γνωρίσουν το Χριστό και αθόρυβα γλίστρησε στην πόρτα.