Είδαμε μέχρι τώρα ότι είναι σωστό και λογικό,
όταν υπάρχει κάποιο δύσκολο σημείο, ν’ αφήνουμε το ίδιο το κείμενο να ερμηνεύει
τον εαυτό του, όποια κι αν είναι η σπουδαιότητα και το ενδιαφέρον του. Όταν
πρόκειται για τη Βίβλο, αυτή η διαδικασία δεν είναι μόνο σωστή αλλά κι απόλυτα
αναγκαία.
Σ’ όλες τις εποχές κι ιδιαίτερα στις μέρες
μας ψευδοδιδάσκαλοι, συνειδητά ή ασυνείδητα, εξαπατούν πολλούς ανθρώπους με τις
πλάνες που διδάσκουν.
Είναι πολύ λογικό να πάρουμε ένα νομικό έγγραφο που δεν
καταλαβαίνουμε και να πάμε σ’ ένα δικηγόρο να μας το εξηγήσει. Το ίδιο ισχύει για την Αγία Γραφή, μόνο που
εδώ “δικηγόρος” είναι κάποιος αναγνωρισμένος ερμηνευτής της Γραφής. Για ακόμα
πιο πλατιά κατανόηση του θέματος που μας απασχολεί μπορούμε να
συμβουλευτούμε δύο ή τρεις απ’ αυτούς. Έτσι,
αφού πάρουμε τις πληροφορίες που μας λείπουν, μπορούμε να εκτιμήσουμε το έγγραφο
καλύτερα. Εδώ όμως χρειάζεται λίγο προσοχή, γιατί όπως όταν θέλουμε να
χρησιμοποιήσουμε ένα δικηγόρο εξετάζουμε το φρόνημά του, τις πολιτικές του
πεποιθήσεις, αν τον ενδιαφέρουν τα χρήματα κ.λ.π, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να
διακρίνουμε πότε, πώς και μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα
ερμηνευτή της Γραφής.
Βέβαια στην περίπτωση του λόγου του Θεού, δεν
πρέπει να ξεχνάμε την ενέργεια και τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, το οποίο,
όμως, δεν υποκαθιστά τη λογική σκέψη και τη μελέτη. Το Άγιο Πνεύμα δεν μας
δίνει ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία, αναλύσεις Εβραϊκών κι Ελληνικών λέξεων,
δεν μας εξηγεί αρχαίες συνήθειες, ούτε μας αποκαλύπτει αρχαιολογικά ευρήματα. Ο
Θεός περιμένει από εμάς να μάθουμε να διαβάζουμε, να γράφουμε, να μετράμε και
να σκεπτόμαστε με το μυαλό που μας έδωσε. Καθώς μελετάμε τις Γραφές, χρησιμοποιώντας όλες τις ικανότητές μας και
τις πληροφορίες που έχουμε, τότε το Άγιο Πνεύμα έρχεται και φωτίζει το νου μας
για να μπορέσουμε να τις κατανοήσουμε. Έτσι, το πνευματικό νόημα γίνεται καθαρό
κι εμείς απλά προσθέτουμε τα γεγονότα και τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή
μας απ’ την έρευνα που έχουμε κάνει, για να ολοκληρωθεί η εικόνα.
Με άλλα λόγια, τα βοηθητικά βιβλία, απ’ τα
οποία μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες
είναι πολύ χρήσιμα, αν ξέρουμε πώς να τα χρησιμοποιούμε. Δεν πρέπει να
“τραβάμε” πνευματικές ερμηνείες απ’ αυτά σαν σφουγγάρια, ούτε να τα απορρίπτουμε
τελείως.
Είναι πιο ασφαλές πάντοτε να συμβουλευόμαστε
περισσότερους από ένα ερμηνευτές. Αν ένα
δύσκολο κείμενο περιέχει κάποια διδασκαλία, είναι καλύτερο να ψάξουμε σ’ αρκετές ερμηνευτικές πηγές και
μετά επιστρέφοντας στο λόγο του Θεού, με
τη βοήθεια ενός ταμείου, να μελετήσουμε πάλι τα εδάφια που έχουν να κάνουν με
το θέμα που μας απασχολεί, ζητώντας απ’ τον Κύριο να μαρτυρήσει μέσα μας την αλήθεια.
Γενικά, τα ερμηνευτικά σχόλια είναι χρήσιμα
περισσότερο για τη συγκέντρωση
πληροφοριών παρά για πνευματικά νοήματα. Οι περισσότεροι ερμηνευτές
είναι αρκετά ενημερωμένοι σχετικά με τη χρήση των αρχαίων γλωσσών, την ιστορία,
την αρχαιολογία, τα ήθη και τα έθιμα των Βιβλικών τόπων, όμως, πολλοί απ’
αυτούς δεν έχουν το Πνεύμα το Άγιο που είναι απαραίτητο για να καταλάβουμε τις
Γραφές.
Βασιζόμενοι πάνω σε λέξεις κι εδάφια
“ξεριζωμένα” απ’ το περιεχόμενό τους, οι Ιουδαίοι βρήκαν αρκετές “σωστές
φράσεις” για να μη δεχτούν τον Ιησού Χριστό σαν σωτήρα τους. Ενεργώντας με τον
ίδιο τρόπο οι Καθολικοί όπως κι οι Ορθόδοξοι βρίσκουν “καθαρότατες βάσεις” μέσα
στη Γραφή για να στηρίξουν τις πλάνες τους και τις σφαγές που έκαναν “στο όνομα
του Ιησού Χριστού” (Σταυροφορίες, Ιερά Εξέταση). Οι πνευματιστές, επίσης, βρίσκουν
έδαφος για να στηρίξουν τα βδελύγματά τους, οι κομμουνιστές την ίση κατανομή
των αγαθών κ.λ.π.
Εξαιτίας, λοιπόν, της κακομεταχείρισης που
έχει υποστεί ο λόγος του Θεού, πολλοί
ισχυρίζονται ότι ο καθένας μπορεί ν’ αποδείξει ό,τι θέλει μέσα απ’ αυτό το
βιβλίο. Μπορεί να φαίνεται ότι αυτό ισχύει, όμως, στην πραγματικότητα η Γραφή
ποτέ δεν θα συνηγορήσει σε πονηρές επιθυμίες και λάθος κίνητρα. Η Γραφή
διδάσκει μόνο μία αλήθεια. Όλες οι υπόλοιπες ερμηνείες καταρρέουν όταν όλα τα
στοιχεία μπουν σωστά στη θέση τους. Ο νόμος του Κυρίου είναι τέλειος, δίχως
κανένα λάθος. Δεν μπορεί κανείς να
προσθέσει ή να αφαιρέσει απ’ αυτόν χωρίς να υποστεί τις συνέπειες της πράξης
του (Παρ.λ:6).
Μετά απ’ όλα αυτά, πιστεύουμε ότι έγινε σαφές
πως οι “προσωπικές” διασαφηνίσεις που παρακάμπτουν το λόγο του Θεού και τη
χρισμένη εξουσία για τη διδασκαλία του, δεν έχουν την έγκριση του Συγγραφέα
γιατί “ουδεμία προφητεία της γραφής
γίνεται εξ ιδίας του προφητεύοντος διασαφήσεως (Β’ Πετρ.α:20).