Η ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ ΣΤΙΣ ΕΒΡΙΔΕΣ ΝΗΣΟΥΣ
(ΣΚΩΤΙΑ)
Ένας αυτόπτης μάρτυρας διηγείται
Μιλώντας για την Αναζωπύρωση του
Αγίου Πνεύματος στις Εβρίδες νήσους, θα 'θελα με όσα θα πω να υπογραμμίσω τρεις
όψεις του θέματος:
1. Πώς
άρχισε αυτή η Αναζωπύρωση,
2. ποια
ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της, και
3. τί
επίδραση είχε στην εκεί εκκλησία αλλά και στον έξω κόσμο.
Τον Οκτώβριο του 1949, το
πρεσβυτέριο της εκκλησίας στο Λιούις είχε συνέλευση στην πόλη Στορνοουαίυ.
Συναντήθηκαν εκεί για να συζητήσουν, ανάμεσα σε άλλα θέματα, την απομάκρυνση -
ιδιαίτερα των νέων του νησιού - από την εκκλησία. Σημείωσαν επίσης την έλλειψη
πλέον επιστροφών νέων ψυχών στις συναθροίσεις τους. Σε μια τους απόφαση
υπογραμμιζόταν η ανάγκη επαγρύπνησης των πιστών μπροστά στη διείσδυση του
κοσμικού πνεύματος μέσα στην εκκλησία.
Δεν είμαι σε θέση να ξέρω τί
απήχηση είχε αυτή η απόφαση στο πρεσβυτέριο εκείνο. Αυτό που ξέρω είναι ότι σε
κάθε συνάθροιση, τόσο της «Ελεύθερης Εκκλησίας» όσο και στην «Εκκλησία της Σκωτίας»
ο Θεός είχε τους δικούς Του φρουρούς στα τείχη της Σιών. Δεν υπάρχει η
παραμικρή αμφιβολία γι' αυτό. Εγώ μπορώ να πω μονάχα αυτό που προσωπικά
γνωρίζω. Σε μια τουλάχιστον συνάθροιση υπήρχαν άντρες και γυναίκες με μεγάλο
βάρος στη καρδιά τους για μια πνευματική αφύπνιση στον τόπο τους. Πρόκειται για
τη μικρή εκκλησία του Μπάρβας, όπου και ξέσπασε η αναζωπύρωση.
Στη μικρή αυτή εκκλησία υπήρχαν
πιστοί, άντρες και γυναίκες, που είχαν βαθιά συναίσθηση του ποια ήταν η
πνευματική κατάσταση και οι ανάγκες γύρω τους. Άνθρωποι που ζούσαν μ' ένα βάρος
στην καρδιά τους, άνθρωποι που μαζί με τον Εζεκία είχαν κάνει μέσα στην καρδιά
τους συνθήκη, με τον Κύριο. Και η συνθήκη αυτή ήταν σαν του Δαβίδ (Ψαλμ.ρλβ:
4-5) «δεν θέλω δώσει ύπνον εις τους
οφθαλμούς μου, νυσταγμόν εις τα βλέφαρά μου, εωσού εύρω τόπον διά τον Κύριον,
κατοικίαν διά τον ισχυρόν Θεόν του Ιακώβ» - για τον Θεό που κι εκείνοι
πίστευαν, τον Θεό που μπορούσε να φέρει την ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ.
Σε μια σιταποθήκη στην πόλη
Μπάρβας βρίσκονταν μερικοί άνθρωποι πεσμένοι με το πρόσωπο στη γη ενώπιον του
Θεού. Είχαν μαζευτεί εκεί για προσευχή. Αλλά δεν επρόκειτο για μια συνηθισμένη
συμπροσευχή. Ήταν εδώ άνθρωποι οδηγημένοι απ' τον εργάτη της εκκλησίας τους για
να διαπραγματευτούν με τον Θεό! Και στις 10 η ώρα το βράδυ γονάτισαν εκεί πάνω
στα άχυρα, αποφασισμένοι να περάσουν όλη εκείνη τη νύχτα «πάνω στα τείχη της
Σιών». Να ζητήσουν απ' τον Θεό να 'ρθεί και «να αποκαλύψει τον βραχίονά Του
γεγυμνωιιένον».
Τέσσερις μήνες περίμεναν.
Τέσσερις μήνες μαζεύονταν σ' εκείνη τη σιταποθήκη τρεις φορές την εβδομάδα τη
νύχτα, και πρόσμεναν την επέμβαση του Κυρίου με προσευχή, μέχρι τις 4 και 5 η
ώρα το πρωί. Μια νύχτα ένας νέος, διάκονος της εκκλησίας, σηκώθηκε και διάβασε
τον Ψαλμό κδ:3-5 «Τις θέλει αναβή εις το
όρος του Κυρίου; και τις θέλει σταθή εν τω τόπω τω αγίω αυτού; Ο αθώος τας
χείρας και ο καθαρός την καρδίαν· όστις δεν έδωκεν εις ματαιότητα την ψυχήν
αυτού και δεν ώμοσε μετά δολιότητος. Ούτος θέλει λάβει ευλογίαν παρά Κυρίου και
δικαιοσύνην παρά του Θεού της σωτηρίας αυτού». Το διάβασε για δεύτερη φορά,
κι ύστερα ατενίζοντας την ομήγυρη τους είπε: «Αδελφοί, έχουμε τέσσερις βδομάδες
τώρα, που προσευχόμαστε εδώ περιμένοντας την επέμβαση του Θεού. Όμως θα 'θελα
να ρωτήσω τώρα: Είναι τα χέρια μας αθώα; Είναι η καρδιά μας καθαρή;»
Είναι δύσκολο να περιγραφεί με
κάθε λεπτομέρεια τι συνέβη τότε. Εκείνη τη νύχτα, ή μάλλον όλο το επόμενο πρωί,
ο Θεός «εισέβαλλε» μέσα σ' εκείνη την αποθήκη. Τέσσερις η ώρα το πρωί, αν
πήγαινε κανείς εκεί, θα 'βλεπε τρεις άντρες να κείτονται στη γη, σα σε έκσταση.
Είχαν προσευχηθεί με τόση ψυχική ένταση, που έδειχναν σα να είχαν χάσει τις
αισθήσεις τους.
Δεν πρόκειται για παραμύθι. Ήταν
άνθρωποι που κινούνταν στη σφαίρα του υπερβατικού όντας φυσικοί- ήταν όμως
ενωμένοι με τα δεσμά του Πνεύματος. Κι αυτό είναι Αναζωπύρωση. Εκείνο το ίδιο
πρωινό, στο μικρό τους σπιτάκι σε κάποια απόσταση από τη σιταποθήκη, άλλες δύο
υπέργηρες αδερφές η μία 82 ετών κι η άλλη 84 προσεύχονταν κι εκείνες στον
Κύριο. Ήξεραν πως οι άλλοι εκζητούσαν τον Θεό κάθε βράδυ στη σιταποθήκη. Και
στο μικρό τους σπιτάκι συνέβη κι εκεί κάτι θαυμάσιο. Ήρθε κάτω ο ουρανός και η
δόξα φώτισε το χώρο τριγύρω. Κατάλαβαν πως η Αναζωπύρωση έφτασε. Η μεγαλύτερη
είπε στη μικρότερη αδελφή της: «Αυτό είναι η υπόσχεση του Κυρίου: Θέλω εκχέει ύδωρ επί τον διψώντα και
ποταμούς επί την ξηράν... (Ησαΐας μδ:3). Έχουμε να κάνουμε με έναν Θεό που
τηρεί την υπόσχεσή Του».
Μετά από δεκαπέντε μέρες βρέθηκα
εκεί στο Μπάρβας. Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη συνάθροιση σε μια μικρή εκκλησία
της πόλεως και το πνεύμα προσμονής του Κυρίου που επικρατούσε εκεί. Συζήτησα με
τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας και με διαβεβαίωσαν πως κάτι πράγματι περίμεναν
να γίνει. Ένας διάκονος ήρθε και μου είπε: «Κύριε, ο Θεός τριγυρίζει ανάμεσά
μας. Περιμένουμε την εκδήλωση της παρουσίας Του». Μου έκανε εντύπωση ότι
βρίσκονταν εκεί άνθρωποι που τολμούσαν να πιστεύουν πως υπήρχε ένας Θεός που
ήταν έτοιμος να εκπληρώσει την υπόσχεσή Του σ' εκείνους που δονούνται απ' τον
παλμό της προσευχής.
Τίποτα όμως δε συνέβη εκείνο το
βράδυ. Ήταν μια κανονική συνάθροιση, η υμνωδία ήταν καλή, υπήρχε ανοιχτή ώρα
προσευχής για όλους να προσευχηθούν ελεύθερα, και τίποτα περισσότερο. Όταν όμως
η συνάθροιση τελείωνε, ήρθε πάλι εκείνος ο διάκονος της εκκλησίας και μου
ψιθύρισε: «Μην απογοητεύεσαι, αδελφέ μου, έρχεται. Ακούω κιόλας το θόρυβο των
ουράνιων αμαξών». Ετούτοι εδώ, σκέφτηκα, λίγα πράγματα μεν ξέρουν αλλά μιλάνε
τη γλώσσα του ουρανού.
Στη συνέχεια ο άνθρωπος εκείνος
μου πρότεινε να βγούμε και να περάσουμε τη νύχτα μας με προσευχή. Πήγαμε σε μια
καλύβα εκεί κοντά και περιμέναμε την παρουσία του Θεού. Είχαμε συγκεντρωθεί
τριάντα άτομα περίπου. Ο Θεός άρχισε να κινείται, οι ουρανοί είχαν αρχίσει ν'
ανοίγουν, ήμασταν εκεί γονατιστοί ενώπιον του Κυρίου. Τρεις η ώρα τα ξημερώματα
ήταν και ο Θεός «εισέβαλε» στο χώρο εκείνο.
Είδα πάλι καμιά δεκαριά άντρες
και γυναίκες γονατισμένους στο δάπεδο, να μένουν εκεί άφωνοι. Κάτι είχε γίνει.
Ξέρουμε πως ο Θεός είχε κυριαρχήσει εκεί, οι δυνάμεις του σκότους θα
υποχωρούσαν, οι ψυχές θα ελευθερώνονταν. Φύγαμε από κείνη την καλύβα στις τρεις
η ώρα να βρούμε κι άλλους που εκζητούσαν τον Κύριο κείνη την ώρα. Περπάτησα για
λίγο στη δημοσιά και συνάντησα άλλους τρεις πιστούς με το πρόσωπο στη γη
ενώπιον του Κυρίου να ζητούν το έλεός Του. Σ' όλα τα σπίτια υπήρχε φως.
Κανείς δε σκεφτόταν να πάει για
ύπνο. Το Πνεύμα του Θεού εργαζόταν και μη σας φανεί περίεργο αν σας πω πως όταν
μαζευτήκαμε την άλλη μέρα στην εκκλησία, ο χώρος ήταν κατάμεστος, κι ένας
χείμαρρος από λεωφορεία έρχονταν εκεί από τα τέσσερα άκρα του νησιού. Ποιος
τους το είχε πει; Δεν ξέρω. Ο Θεός είχε το δικό του θαυμαστό τρόπο που
εργαζόταν. Το φορτηγάκι ενός χασάπη είχε φέρει εφτά άντρες από μια απόσταση 17
μιλίων.
Μαζευτήκαμε στην εκκλησία και
μίλησα για μια περίπου ώρα. Το Πνεύμα του Θεού εργαζόταν. Όλη η εκκλησία,
άντρες και γυναίκες, φώναζαν ζητώντας έλεος, και οι φωνές τους ακούγονταν έξω
στο δρόμο. Άντρες και γυναίκες φώναζαν, μερικοί έπεφταν μπρούμυτα στη γη, άλλοι
λες και λιποθυμούσαν, πολλοί έλεγαν «Ω, Θεέ, υπάρχει έλεος και για μένα; Ω Θεέ,
εμένα μου αξίζει η κόλαση!»
Αυτή είναι η επιτακτική ανάγκη
στον ευαγγελιστικό αγρό σήμερα. Να πεισθούν οι άνθρωποι για την αμαρτία τους
και να πέσουν με το πρόσωπο στη γη εκζητώντας τον Θεό.
Έκλεισα τη συνάθροιση με την
καθιερωμένη ευχή και ο κόσμος άρχισε να διαλύεται. Όταν ήταν να φύγει κι ο
τελευταίος νέος από την αίθουσα, αυτός άρχισε να προσεύχεται και προσευχήθηκε
για τρία τέταρτα της ώρας - σκεφτείτε! Και καθώς αυτός ο νέος προσευχόταν, ο
κόσμος άρχισε να ξαναμαζεύεται πίσω, ώστε γέμισε ο χώρος και γύρω έξω από την
εκκλησία. Διπλάσιος κόσμος, απ' όσους ήταν πριν μέσα στο χώρο της εκκλησίας,
βρίσκονταν τώρα στο προαύλιο. Είχαν έρθει από παντού κι είχε διαδοθεί η φήμη
πως οι συναθροίσεις θα επαναλαμβάνονταν όλη τη νύχτα. Είχαν έρθει από διάφορες
άλλες περιοχές της Σκωτίας. Όταν εκείνος ο νεαρός σταμάτησε να προσεύχεται,
ένας πρεσβύτερος πρότεινε έναν ύμνο, που ήταν μελοποιημένος ο Ψαλμός ρλβ'. Και
καθώς εκείνη η μεγάλη συνάθροιση έψελνε αυτό τον υπέροχο Ψαλμό, συνέχισαν να
έρχονται κι άλλοι κι η συνάθροιση διήρκεσε μέχρι τις 4 το πρωί!
Έφευγα εκείνη την ώρα από την
εκκλησία, όταν ήρθε ένας αγγελιοφόρος και μου είπε: «Κύριε, έχει μαζευτεί
κόσμος στο αστυνομικό τμήμα από το άλλο άκρο της γειτονιάς. Φαίνονται πολύ
ταλαιπωρημένοι. Μπορεί κανείς από δω να πάει εκεί και να προσευχηθεί μαζί
τους;» Πήγα εγώ στο αστυνομικό τμήμα, και ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό που
αντίκρυσα. Κάτω από έναν ουρανό γεμάτο αστέρια, με το φεγγάρι να φέγγει ολόγυρα
και οι άγγελοι πιστεύω να κοιτάνε πίσω από τα λαμπρά κάστρα τους, βρίσκονταν
άντρες και γυναίκες έξω στο δρόμο, πλάι στις καλύβες, πίσω από τις
καρβουναποθήκες, που φώναζαν στον Θεό για έλεος. Ναι, η ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ είχε έρθει.
Αυτό το φαινόμενο συνεχίστηκε για
πέντε βδομάδες. Κηρύτταμε σε μια εκκλησία στις 7 η ώρα το πρωί, σε μια άλλη
στις 10, σε μια τρίτη στις 12, πίσω στην πρώτη εκκλησία στις 3 και τελικά
φτάναμε στο σπίτι μεταξύ 5 και 6 το βράδυ κουρασμένοι αλλά ευτυχισμένοι, γιατί
ζούσαμε ένα θεϊκό Κίνημα του Αγίου Πνεύματος σ' όλη του την έκταση. Έμεινα
πέντε βδομάδες σ' εκείνη την περιοχή, ύστερα αυτό απλώθηκε και στις γύρω
γειτονιές. Αυτά που είδαμε στο Μπάρβας, τα ίδια βλέπαμε και στις άλλες
περιοχές.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Και τώρα
μερικά χαρακτηριστικά αυτής της κίνησης του Πνεύματος του Θεού.
Πρώτα απ' όλα, το κυριότερο
χαρακτηριστικό είναι αυτή η βαθιά αίσθηση της παρουσίας του Θεού, εκείνο το
συναίσθημα της επαφής με τον Αιώνιο. Όλοι περπατούσαν με το κεφάλι σκυμμένο- η
συναίσθηση ότι ο Θεός βρισκόταν ανάμεσά τους τους διακατείχε τόσο, που μερικοί
δεν τολμούσαν καν να περπατήσουν.
Ένας από κείνους που βρήκαν τη
σωτηρία τους δια του Χριστού μίλησε το επόμενο βράδυ σε κάποιο νεαρό. Ξαφνικά
τον συγκλόνισε η συναίσθηση της αμαρτίας του κι άρχισε να τρέμει και να
προσπαθεί να γλυτώσει. Πάει στο πλαϊνό προάστειο και μπαίνει σ' ένα καπηλειό
για ν' απαλλαχτεί απ' αυτήν την αίσθηση της παρουσίας του Θεού που τον
διακατείχε. Μπαίνοντας μέσα εκεί, βρίσκει ανθρώπους να μιλάνε στους άλλους για
την αμαρτωλή τους κατάσταση απ' όπου τους έβγαλε ο Θεός. «Δεν είν' εδώ το
κατάλληλο μέρος», σκέφτηκε «για ν' απαλλαγώ απ' αυτό που νιώθω. Θα πάω καλύτερα
σ' ένα χορό». Πήγε το ίδιο βράδυ σ' ένα χορευτικό κέντρο. Δεν είχαν περάσει
πέντε λεπτά που μπήκε, όπου εκεί βρισκόταν και τον πλησίασε ένα κορίτσι που του
μίλησε με τ' όνομά του: «Πού θα πηγαίναμε για όλη την αιωνιότητα, αν ο Θεός μας
έπαιρνε τώρα;» του είπε. Η αίσθηση της παρουσίας του Θεού βρισκόταν παντού.
Εκείνο το ίδιο βράδυ ο νέος αυτός δέχτηκε τον Χριστό σωτήρα του. Δεν μπόρεσε να
ξεφύγει από την αγάπη του Θεού...
Το δεύτερο σπουδαίο
χαρακτηριστικό ήταν η βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας. Ήταν φοβερό να το βλέπει κανείς.
Θα σας διηγηθώ κάτι που συνέβη σ' ένα χωριό, το Άρνολ. Σ' αυτήν την κοινωνία
των 400 - 500 ανθρώπων, πολύ λίγοι ήρθαν στις συναθροίσεις μας. Η εκκλησία ήταν
γεμάτη με ανθρώπους που είχαν έρθει από άλλες περιοχές, και αφιερωθήκαμε πάλι
στην προσευχή. Ένας πρεσβύτερος από μια άλλη γειτονική εκκλησία προσευχόταν με
θέρμη γι' αυτή τη νεκρή πνευματικά πόλη. Ούτε ένας νέος δεν εμφανιζόταν στην
πόρτα της εκκλησίας. Τα Σάββατα τα περνούσαν με το ποτό και το παράνομο κυνήγι.
Σας μιλάω για πραγματικά γεγονότα.
Προσευχόμασταν μέχρι μετά τις
12.30 τη νύχτα και τότε πάλι κάτι συνέβηκε. Μεταφερθήκαμε από τη φυσική μας
κατάσταση σ' εκείνη την υπερφυσική του Πνεύματος του Αγίου, όπου ο Θεός
αποκαλύπτει τη δύναμή Του. Έφυγα από κείνη τη συνάθροιση και το πρώτο πρόσωπο
που συνάντησα ήταν μια γυναίκα μ' ένα σκαμνί στα χέρια, η οποία μας ρώτησε:
«Υπάρχει και για μένα καμιά γωνιά στην εκκλησία να καθίσω;» Η εκκλησία είχε γεμίσει
από ανθρώπους του χωριού. Πήγα σ' ένα γειτονικό σπίτι για να ξεκουραστώ λίγο,
ύστερα από τρεις ώρες ομιλία, πριν πάω πάλι πίσω στη συμπροσευχή. Πήγα λοιπόν
σ' εκείνο το σπίτι για να πιώ ένα ποτήρι γάλα, και βρήκα την οικοδέσποινα του
σπιτιού μαζί με άλλες 6-7 γυναίκες γύρω της να είναι πεσμένες στα γόνατα.
Βρίσκονταν εκεί οκτώ γυναίκες προσευχόμενες μ' ένα ιδιαίτερο πόνο στη ψυχή
τους.
Μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες το
καπηλειό του χωριού έκλεισε και θα 'μενε κλειστό για πάντα. Σήμερα τα πορτοπαράθυρά
του είναι σανιδωμένα κι αν πάει κανείς στο Άρνολ θα βρει ανθρώπους - πνευματικά
αναστήματα, στύλους στην εκκλησία του Ιησού Χριστού. Καθώς περνούσα μια μέρα
μέσα από το χωριό, ένας πρεσβύτερος μου 'δείξε αυτό το σπίτι και μου είπε: «Την
περασμένη Πέμπτη στη συμπροσευχή, 15 νέοι που σύχναζαν σ' αυτό το άντρο της παρανομίας,
προσεύχονταν στην εκκλησία!» Ο Θεός πραγματικά εργαζόταν σ' εκείνο το χωριό.
Σήμερα θέλουν ν' αγοράσουν ένα λεωφορείο για να πηγαινοφέρνει τον κόσμο στην
εκκλησία. Αν πάτε σ' εκείνο το χωριό σήμερα, θα βρείτε τρεις συναθροίσεις
συμπροσευχής κάθε βδομάδα. Θα συναντήσετε μια ομάδα ανδρών που προσεύχονται
γονατιστοί ενώπιον του Θεού τα μεσάνυχτα. Μαζεύονται στις 10 το βράδυ και
προσεύχονται για την αναζωπύρωση μέχρι τη 1 μετά τα μεσάνυχτα. Το χωριό έχει
εντελώς αλλάξει. Είναι αδύνατο να το επισκεφτείς σήμερα και να μη νιώσεις αυτή
την όμορφη αίσθηση της παρουσίας του Κυρίου. Δεν υπάρχει νέος σήμερα εκεί
ηλικίας 18 έως 35 ετών, που να μην προσεύχεται στη συμπροσευχή. Ω, αγαπητοί μου
αδελφοί, αυτό θα πει να εργάζεται ο Θεός.
Πολλοί εργάτες του ευαγγελίου
επισκέπτονταν τα μέρη αυτά και ρωτούσαν: Άλλαξε πράγματι η ζωή των αδελφών
αυτών; Άλλαξε η σχέση μεταξύ τους; Τι επίδραση είχε στην όλη ζωή της εκκλησίας
η Αναζωπύρωση;
Αναφέρω μια ανταπόκριση από τον
τοπικό τύπο: «Σήμερα συμμετέχουν στις συμπροσευχές πολύ περισσότεροι, απ' ό,τι
στις συνήθεις ώρες λατρείας πριν την αναζωπύρωση». Αυτή ήταν η επίδραση στην
εκκλησία.
Ποια ήταν όμως η επίδραση στην
κοινωνία γύρω τους; Όλα τα κοινωνικά κακά, λες και τα πήρε ο άνεμος μέσα σ' ένα
βράδυ. Και σήμερα, στις κοινωνίες που έχουν αγγιχτεί από την άγια εκείνη
επίσκεψη του Πνεύματος του Θεού, συναντά κανείς άντρες και γυναίκες που ζουν
για τον Θεό, έχουν την οικογενειακή τους λατρεία, πέντε ή έξη ώρες συμπροσευχής
κάθε βδομάδα στην περιοχή, και οι εργάτες του ευαγγελίου καθώς και οι
πρεσβύτεροι των εκκλησιών κάνουν ό,τι μπορούν για την πνευματική οικοδομή της νεολαίας
στην πίστη του Χριστού.
Σ' ένα πρόσφατο συνέδριο εργατών
του ευαγγελίου, τους έθεσα ένα ερώτημα: «Πώς είναι η κατάσταση στην περιοχή
σας; Πώς αναπτύσσονται οι νέοι στην πίστη άνθρωποι;» Και μούπαν: «Από τις
εκατοντάδες που είχαν ομολογήσει πίστη στον Χριστό στη διάρκεια εκείνου του
πρώτου κινήματος της Αναζωπύρωσης του Πνεύματος, μόνο τέσσερις κοπέλες είχαν
σταματήσει να πηγαίνουν στη συμπροσευχή μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σκεφτείτε. Μόνο
τέσσερις!»
Ω, αγαπητοί μου αδελφοί, εδώ
έχουμε μια καθαρή εκδήλωση της ενέργειας του Θεού. Εδώ έχουμε κάτι περισσότερο
από μια οργάνωση, κάτι πιο θαυμαστό από μια νέα θεώρηση των πνευματικών
πραγμάτων, κάτι πιο συγκλονιστικό από μια νέα ώθηση στο ευαγγελιστικό έργο. Εδώ
έχουμε τον Ίδιο τον Θεό να εργάζεται. Και μπορώ να σας πω πως ΑΥΤΗ είναι η μόνη
απάντηση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Μπορεί να οργανώνουμε,
μπορεί να σχεδιάζουμε, αλλά αν δεν πέσουμε με το πρόσωπο στη γη και δε
συναλλαγούμε με τον Θεό, ένα Θεό που κρατάει τις υποσχέσεις Του, δεν πρόκειται
να δούμε Αναζωπύρωση. Μπορεί να συνεχίσουμε να έχουμε τις συνελεύσεις μας και
τα συνέδρια μας, και να διηγούμαστε πόσο όμορφα περνάμε, αλλά εκείνο που
χρειαζόμαστε και το 'χουμε επιτακτική ανάγκη είναι μια δυνατή επέμβαση του
Πνεύματος του Θεού, που φέρνει τους ανθρώπους στη βαθιά εκείνη κατάνυξη να
ζητήσουν τον Σωτήρα.
Μέχρι τώρα τονίσαμε πολύ το στοιχείο
της δύναμης του Θεού. Αλλά ας σημειωθεί και τούτο: Ογδόντα τρεις ύμνοι γράφηκαν
από κείνους που ήρθαν τότε στον Χριστό, και μερικοί απ' αυτούς είναι από τους
πιο όμορφους που ψάλλονται στη Σκωτία και στην Ιρλανδία. Όλοι τους όμως, χωρίς
καμιά εξαίρεση έχουν θέμα τους την αγάπη του Χριστού, του θαυμαστού Σωτήρα.
Το πάθος για Προσευχή
Αν αφιερωνόταν η Εκκλησία του
Χριστού σήμερα μονάχα στην προσευχή, η παγκόσμια κρίση θα μπορούσε να
αποσοβηθεί. Αν διαπνεόταν ο λαός του Θεού μονάχα από το πάθος της προσευχής, η
πνευματική ζωή θα 'παίρνε άλλη δύναμη, θα ξαναβλέπαμε θαύματα στις μέρες μας,
και οι άνθρωποι μαζικά θα εκζητούσαν τον Κύριο.
Η θεραπεία είναι σίγουρη και απλή
- η ανάγκη είναι επείγουσα και γνωστή. Γιατί αργεί η θεραπεία; Η εντολή να τη
ζητήσουμε επίσης φαίνεται πολύ απλή, και η υπόσχεση είναι για κείνους που τη
ζητούν. «Δεν έχετε, επειδή δεν ζητείτε»
(Ιακ.δ:2). «Αιτείτε και θέλει σας δοθεί»
(Ματθ.ζ:7). Τι πιο απλό απ' αυτό; Όμως, το ευαγγέλιο μιλάει για την προσευχή
και την παρομοιάζει με αγωνία και κόπο. Η προσευχή απομυζά όλες τις δυνάμεις
του νου και της καρδιάς. Δίνεται εξολοκλήρου κανείς σ' αυτήν - αν βέβαια θέλει
αποτελέσματα. Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα, χωρίς να καταβάλει καμιά ιδιαίτερη
δύναμη. Για τις προσευχές Του όμως, στην προς Εβραίους επιστολή διαβάζουμε ότι
«... μετά κραυγής δυνατής και δακρύων
προσέφερε δεήσεις και ικεσίας...» (Εβρ.ε:7).
Δε συναντάμε πουθενά να καταβάλει
ο Κύριος ιδιαίτερη ένταση στη θεραπεία των ασθενών ή στις αναστάσεις των νεκρών
ή στο ρίξιμο του πυρετού. Στην προσευχή Του όμως είχε αγωνία και αιμάτινο
ιδρώτα (Λουκάς κβ:44).
Όλοι όσοι έχουν πειραματιστεί την
προσευχή της μεσιτείας για τη σωτηρία κάποιας άλλης ψυχής, έχουν διαπιστώσει
τούτο τον κόπο της αγωνίας. Οι μεγάλοι άγιοι της Αγίας Γραφής ήταν παντοδύναμοι
στην προσευχή - και ο θρίαμβος τους ήταν πάντα αποτέλεσμα ψυχικού πόνου (Ησαΐας
ξς:8, Ρωμαίους η:26-27).
Τα 'βαλαν με «αρχές και
εξουσίες», αντιμετώπισαν τους «κοσμοκράτορες» του βασιλείου του διαβόλου, και
πάλεψαν «με τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» - μια τέχνη ξεχασμένη
από τους χριστιανούς σήμερα! (Εφες.ς:10-18).
Κανείς δε μιλάει σήμερα για τον
εσωτερικό βωμό της προσωπικής αφιέρωσης των πιστών. Η μυστική ζωή του κάθε
πιστού εκδηλώνεται στη ζωή της εκκλησίας, δυστυχώς τις περισσότερες φορές, τόσο
φτωχειά. Στις δε κοινωνίες των πιστών σήμερα είναι τόσο μικρή η δύναμη της
προσευχής!
Παρατηρούμε ότι λείπει ο μόχθος
από την προσευχή μας! Πολλά ωραία λόγια, όμως λίγη ικεσία. Η προσευχή έχει
γίνει ένας αφηρημένος μονόλογος, αντί να είναι ένας προσωπικός ένθερμος ζήλος.
Αυτή είναι η μόνη εξήγηση για το
ότι η εκκλησία σήμερα είναι τόσο αδύνατη. Ας μην αναζητάμε άλλη αιτία. Όπου
λείπει η προσευχή, λείπει ο ζήλος, λείπει και η δύναμη η πνευματική.