Η
γιορτή του Πάσχα, όπως γιορτάζεται σήμερα σ’ όλο τον κόσμο και στη χώρα
μας, δεν έχει χριστιανική προέλευση, αλλά είναι καθαρά ειδωλολατρική.
Η
λέξη Πασχ ή Πασάχ σημαίνει παράτρεξη, διάβαση, προσπέρασμα κι
αναφέρεται στην τελευταία νύχτα που πέρασε ο λαός Ισραήλ στην Αίγυπτο,
τότε που ο άγγελος εξολοθρευτής σκότωνε τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων. Ο
Θεός είχε οδηγήσει το λαό Του να σφάξει ένα αρνί και με το αίμα του να
βάψει τους παραστάτες και τα ανώφλια των σπιτιών του, ώστε ο άγγελος να
τους προσπεράσει και να σωθούν από την οργή Του που έπεφτε πάνω στην
Αίγυπτο.
Για
τους Εβραίους ο Θεός είχε προστάξει η γιορτή αυτή να είναι ένα νόμιμο
αιώνιο, να γιορτάζεται δηλαδή κάθε χρόνο απ΄ αυτούς σε ανάμνηση της
θαυμαστής απελευθέρωσης τους απ’ την σκλαβιά της Αιγύπτου.
Ωστόσο,
η γιορτή του Πάσχα, όπως τουλάχιστον γιορτάζεται στον δυτικό κόσμο,
έχει άμεση σχέση με τη λατρεία της αρχαίας θεάς Αστάρτης, της Βασίλισσας
του ουρανού, η οποία αναφέρεται ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη. Η
ειδωλολατρική προέλευση αυτής της μεγάλης γιορτής φαίνεται καθαρά κι από
το όνομά της στα Αγγλικά, Easter (ή Oster στα Γερμανικά), το οποίο
προφέρεται σήμερα από τους κατοίκους της Βρετανίας Ιστάρ, ακριβώς όπως
προφερόταν από τους κάτοικους της Νινευή, στην αρχαιότητα.
Η
λατρεία του Βηλ ή Βάαλ ή Μολώχ (ο οποίος αναφέρεται επίσης στην Παλαιά
Διαθήκη, γιατί προς τιμήν του γίνονταν ανθρωποθυσίες) και της Αστάρτης
από πολύ νωρίς επικράτησε στη Βρετανία μαζί με τους Δρυίδηδες, τους
“ιερείς των ιερών αλσών”.
Τους
πρώτους αιώνες η χριστιανική εκκλησία δε γιόρταζε το Πάσχα, αργότερα
όμως πολλοί που υποκρίνονταν πως ήταν χριστιανοί το γιόρταζαν σε
ανάμνηση, όπως ισχυρίζονταν, του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου.
Αρχικά εκείνη η γιορτή συνέπιπτε με το Ιουδαϊκό Πάσχα, το οποίο
τοποθετούσαν χρονικά, κατά την εποχή του Τερτυλλιανού, στα τέλη του 2ου
αιώνα, στις 23 Μαρτίου.
Λίγο
αργότερα προστέθηκε κι η νηστεία της Σαρακοστής (για 40 ημέρες) που
αποτελεί άμεσο δάνειο από τους λάτρεις της Βαβυλώνιας θεάς. Παράλληλα,
τέτοια νηστεία σαράντα ημερών συναντάται σε πολλούς ειδωλολατρικούς
λαούς και στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι ακολουθούσαν αυτή τη
συνήθεια σε ανάμνηση της μακροχρόνιας νηστείας της Δήμητρας εξαιτίας του
πένθους της απ’ την αρπαγή της Περσεφόνης απ’ τον Πλούτωνα. Οι ιστορίες
του Βάκχου (ή Διόνυσου), του Άδωνη και της Περσεφόνης, αν κι αρχικά
ήταν ξεχωριστές, αργότερα συγχωνεύθηκαν και ταίριαξαν μεταξύ τους κι
είναι πιθανό ότι η νηστεία των σαράντα ημερών καθιερώθηκε σε
μεταγενέστερες εποχές, για να ανταποκρίνεται και στις δύο ιστορίες.
Άλλωστε, αυτή η νηστεία ήταν το απαραίτητο προκαταρκτικό για τη μεγάλη
ετήσια γιορτή σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Θαμμούζ, που
γιορταζόταν με εναλλασσόμενες εκδηλώσεις γοερών θρήνων, ξεφαντωμάτων κι
οργίων.
Έτσι,
αυτή η ειδωλολατρική συνήθεια πέρασε μέσα στη χριστιανική Εκκλησία, η
οποία είχε αρχίσει να συμβιβάζεται με το κοσμικό φρόνημα και να υιοθετεί
ειδωλολατρικά ήθη και έθιμα και καθιερώθηκε επίσημα από τη σύνοδο της
Αυρηλίας το 519, όπου θεσπίστηκε ότι η Σαρακοστή έπρεπε αυστηρά να
τηρείται πριν το Πάσχα. Ωστόσο, η επιβολή αυτών των ειδωλολατρικών
εθίμων συνάντησε αντίσταση απ’
αυτούς που ήθελαν να διατηρηθεί η καθαρότητα του χριστιανισμού και στη
Βρετανία, η επιβολή της γιορτής της Χαλδαίας θεάς Αστάρτης ή Ιστάρ
επιτεύχθηκε με βία κι αιματοχυσία.
Μέσα
απ’ όλα αυτά, εισχώρησε στην εκκλησία μεγάλη διαφθορά κι επικράτησε η
δεισιδαιμονία. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις φρικαλεότητες που
διαπράττονταν “από τους χριστιανούς” κατά τη διάρκεια αυτής της “ιερής
νηστείας” όπως περιγράφονται από τον Αρνόβιο και τον Κλήμεντα της
Αλεξάνδρειας για να καταλάβει τον βαθύ ξεπεσμό κι εκφυλισμό που
επικράτησαν.
Αυτό
είναι το ιστορικό της γιορτής του Πάσχα. Τα θρησκευτικά λαϊκά έθιμα που
πλαισιώνουν την περίοδο του γιορτασμού του, επιβεβαιώνουν πολύπλευρα τα
ιστορικά στοιχεία που φανερώνουν τον βαβυλωνιακό - ειδωλολατρικό του
χαρακτήρα.
Τα ζεστά σταυρόσχημα τσουρέκια και
τα αυγά που βάφονται κόκκινα συνηθίζονταν στις Χαλδαϊκές τελετουργίες.
Τα τσουρέκια, μάλιστα, χρησιμοποιούνταν στη λατρεία της Βασίλισσας του
Ουρανού, της θεάς Ιστάρ, από τα χρόνια του Κέκροπα, του ιδρυτή της
Αθήνας, 1500 χρόνια δηλαδή πριν τη χριστιανική εποχή. Αυτός ο “ιερός
άρτος” ονομαζόταν μπουν και στ’ Αγγλικά το τσουρέκι λέγεται Bun, σε ανάμνηση της προέλευσής του.
Ο προφήτης Ιερεμίας μας πληροφορεί:
“Οι υιοί συλλέγουσι ξύλα και οι πατέρες ανάπτουσι το πυρ και οι
γυναίκες ζυμόνουσι την ζύμην, δια να κάμωσι πέμματα εις την βασίλισσαν
του ουρανού και να κάμωσι σπονδάς εις άλλους θεούς, δια να με
παροξύνωσι” (ζ,18). Αυτά τα σταυρόσχημα τσουρέκια προσφέρονταν και
τρώγονταν στη γιορτή της Αστάρτης κι από εκεί έφτασαν ως τις μέρες μας.
(Να γιατί τις πασχαλιάτικες μέρες τα τσουρέκια και τα κάθε λογής
κουλουράκια είναι στις δόξες τους κι εμείς, τα καταναλώνουμε σε
ποσότητες, συνεχιστές, άθελά μας ίσως, της αρχαίας ειδωλολατρικής
παράδοσης.)
Η
θέα της ζωής, εξάλλου, που βγαίνει με παράξενο τρόπο από το φαινομενικά
αδρανές αυγό έκανε τον άνθρωπο να το θεωρήσει από τα αρχαία χρόνια
εμπλουτισμένο με μαγική δύναμη και μ’ αυτή την έννοια το συναντάμε σε
αρχαίους μύθους, παραδόσεις και δοξασίες. Ακόμα, χρησιμοποιείται σαν
αποτρεπτικό των κακών δυνάμεων, σπάζοντάς το τελετουργικά σε μέρη που
συχνάζουν τέτοιες δυνάμεις, στη λαϊκή ιατρική, στη μαντεία (πρόγνωση
ανάλογα με τα σχήματα που παίρνει το ασπράδι ή ο κρόκος όταν ρίχνονται
στο νερό, κ.λ.π). Συμπυκνωμένη μαγική ουσία έχουν τα αυγά της άνοιξης, εποχή που θεωρήθηκε “μαγική” από τους αρχαίους ειδωλολατρικούς λαούς γιατί στη διάρκειά της ανανεώνεται
η δύναμη της φύσης. Η δοξασία αυτή μεταφέρθηκε στα κόκκινα αυγά του
Πάσχα (το χρώμα αυτό είναι ενισχυτικό της μαγείας), καθώς η εκκλησία που
είχε πάρει το δρόμο του συμβιβασμού και της συμμόρφωσης με το κοσμικό
φρόνημα είχε στραφεί στην υιοθέτηση προχριστιανικών δεισιδαιμονιών, στις
οποίες περιορίστηκε να δώσει μια άλλη σημασία, σαν επικάλυμμα.
Αν
ανατρέξουμε στις αρχαίες παραδόσεις των λαών, μαθαίνουμε ότι λεγόταν
πως πολύ παλιά έπεσε από τον ουρανό στον ποταμό Ευφράτη ένα αυγό σε
υπερφυσικό μέγεθος. Τα ψάρια το κύλησαν μέχρι την όχθη κι εκεί κάθισαν
πάνω του περιστερές και το κλώσησαν. Έτσι βγήκε απ΄ εκεί η Αφροδίτη που
αργότερα αποκλήθηκε Σύρια θεά, ήταν δηλαδή η Αστάρτη. Γι’ αυτό το λόγο,
το αυγό έγινε ένα από τα σύμβολα της Αστάρτης και κατ’ επέκταση του
Πάσχα. Μάλιστα, αυτό το αυγό του Πάσχα το κουβαλά ακόμη στην Ευρώπη ο
λαγός (ζώο της θεάς Αφροδίτης/Αστάρτης). Ο λαγός είναι σύμβολο της
αναπαραγωγής και της αφθονίας που συναντάται στη φύση την άνοιξη. Οι
αρχαίοι Δρυίδηδες (ειδωλολάτρες ιερείς στην Βρετανία) έφεραν ένα αυγό
σαν ιερό έμβλημα της ειδωλολατρικής τους ιεραρχίας. Ακόμα, αυγά
κρέμονταν στους αιγυπτιακούς ναούς και βαμμένα ήταν τα ιερά ανοιξιάτικα
αφιερώματα στην Αίγυπτο, όπως συμβαίνει σήμερα στην Κίνα και στην
Ευρώπη.
Βλέπουμε,
λοιπόν, καθαρά από πού προέρχονται κάποια ακόμα από τα έθιμα αυτών των
ημερών. Οι ζωγραφιές κι οι διάφορες παραστάσεις με βαμμένα αυγά και
λαγούς, με φόντο την ανθισμένη, ανοιξιάτικη φύση που ξυπνάει από το
χειμωνιάτικο λήθαργό της είναι συνώνυμα της γιορτής αυτής του Πάσχα, ενώ
χιλιάδες αυγά και κουνέλια, σοκολατένια, πλαστικά ή λούτρινα περιμένουν
υπομονετικά στις βιτρίνες των μαγαζιών και των ζαχαροπλαστείων να
αγοραστούν και να προσφερθούν σα δώρα.
Τα
τελευταία χρόνια κυκλοφορούν στο εμπόριο πολλά χρώματα, εκτός από το
“κλασικό” κόκκινο για το βάψιμο των αυγών, το οποίο, ειδικότερα στα
χωριά είναι μια ολόκληρη
τελετουργία που λαμβάνει χώρα, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, πολλούς αιώνες
τώρα. Θα πρέπει ακόμα να αναφερθούμε στη σημασία που έχει η συνήθεια του
τσουγκρίσματος των αυγών. Υπάρχει κι εδώ ο συμβολισμός του ξυπνήματος
της ζωής, όπως το πουλάκι σπάει το αυγό βγαίνοντας στον κόσμο, έτσι και
με το τσούγκρισμα των αυγών η ζωή βρίσκει διέξοδο, συνεχίζοντας την
αέναη πορεία της. Είναι φανερό ότι πρόκειται για σύμβολο προχριστιανικό -
παγανιστικό, το οποίο ενσωματώθηκε στη γιορτή αυτή.
Σε
πολλά μέρη διατηρείται η συνήθεια τη Δευτέρα του Πάσχα να πηγαίνουν στα
νεκροταφεία και να αφήνουν πάνω στους τάφους κόκκινα αυγά. Βλέπουμε,
λοιπόν, ότι το κόκκινο αυγό, περικλείει μία έννοια γενικής αναγέννησης,
μεταφέρει ένα μήνυμα “ζωής” σε ζωντανούς και νεκρούς. Όπως
χαρακτηριστικά αναφωνούσαν οι αρχαίοι στις ανοιξιάτικες τελετουργίες
τους: “Έφυγον κακόν, εύρον άμεινον!” δηλ. “άφησα πίσω μου το κακό, βρήκα
κάτι καλύτερο!”
Ο
αρχαίος μύθος του Άδωνη, ο θάνατος, η κάθοδός του στον Άδη κι η
επάνοδός του στη ζωή τη δεύτερη μέρα των Αδωνίων, τα οποία
αναπαριστώνταν τελετουργικά στην αρχαιότητα μαρτυρούν την προέλευση του
εθίμου του “Επιτάφιου” που στολίζεται στους ορθόδοξους ναούς και
περιφέρεται στους δρόμους τη νύχτα της Μεγ. Παρασκευής.
Ο
χρόνος κατά τον οποίο τελούνταν η γιορτή των Αδωνίων καθόριζε και τον
χαρακτήρα της. Άλλοτε προηγείτο ημέρα πένθους και ακολουθούσε
πανηγυρικός γιορτασμός της “ανάστασης” του Άδωνη (ο οποίος είχε σκοτωθεί
στο κυνήγι κι ήταν εραστής της Αφροδίτης) που ήταν ένας ακόμα
συμβολισμός κι αναπαράσταση συγχρόνως της έλευσης της άνοιξης κι
άλλοτε γινόταν πρώτα η τελετή της σύζευξης του Άδωνη με την Αφροδίτη κι
ύστερα ακολουθούσε η αναπαράσταση του χωρισμού τους με το θάνατο του.
Στη διάρκεια αυτής της τελετουργίας ακούγονταν φωνές ικεσίας, για να
επανέλθει ο ωραίος νέος την επόμενη χρονιά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του
πρώτου τύπου των Αδωνίων αποτελεί η γιορτή της Βύβλου που γινόταν την
άνοιξη. Στη διάρκειά της εξέθεταν πρώτα στολισμένη την εικόνα του νεκρού
Άδωνη στον οποίο έφεραν νεκρικές προσφορές και στη συνέχεια ενταφίαζαν
αυτό το ομοίωμα, περιφέροντάς το στους δρόμους με τη συνοδεία πένθιμης
μουσικής από όργανα, ενώ οι γυναίκες με θρήνους κι ολοφυρμούς
(“αδωνιασμοί”) μοιρολογούσαν τον όμορφο, νεκρό νέο, τραβώντας τα μαλλιά
τους και χτυπώντας τα στήθη τους. Την επόμενη ημέρα έβγαζαν
το ομοίωμα από τον τάφο με τραγούδια χαράς λέγοντας ότι αναστήθηκε. (Αν
όλα τα παραπάνω μας είναι πολύ γνώριμα είναι γιατί όλα αυτά τα έθιμα
αυτούσια μεταφέρθηκαν μέσα στη “χριστιανική” εκκλησία, με αποτέλεσμα
κάθε χρόνο να επαναλαμβάνονται κατά το ορθόδοξο τυπικό.)
Παράδειγμα
του δεύτερου τύπου των Αδωνίων αποτελεί η γιορτή της Αντιόχειας και της
Αλεξάνδρειας. Στη διάρκειά της κατασκεύαζαν το κρεβάτι του Άδωνη, όπου
τον αναπαριστούσαν ξαπλωμένο, σ’ όλο του το σφρίγος και το κάλλος και
γύρω του τοποθετούσαν ώριμους καρπούς κάθε είδους, χρυσά αλάβαστρα με
μύρο, μέλι και λάδι, προσφορές από αλεύρι ζυμωμένο, πρασινάδες και
λουλούδια. Κάποιος τραγουδιστής τραγουδούσε ύμνο στον ημίθεο, εξαίροντας
την ομορφιά του και θρηνώντας για το θάνατό του. Οι παρευρισκόμενοι που
παράστεκαν το νεκρό επαναλάμβαναν τα λόγια του τραγουδιού και στο τέλος
της ημέρας τραγουδούσαν το τραγούδι του αποχαιρετισμού και φιλούσαν τον
Άδωνη που κατέβαινε στον Άδη.
Όλα
τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα στις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας, με το
στόλισμα του Επιτάφιου, στον οποίο τοποθετείται εικόνα του Χριστού.
Ψάλλεται ακόμα το “Ω, γλυκύ μου έαρ, που έδυ σου το κάλλος....” , το
οποίο μας παραπέμπει άμεσα στα θρηνώδη τραγούδια για τον Άδωνη. Το βράδυ
της Μεγ. Παρασκευής περιφέρουν τον Επιτάφιο στους δρόμους κρατώντας
αναμμένα φαναράκια και λαμπάδες συνοδεύουν το “ομοίωμα” του
-υποτιθέμενου- Μεγάλου Νεκρού, ακριβώς όπως γινόταν στη γιορτή των Αδωνίων, τόσους αιώνες πριν.)
Αξίζει
να αναφέρουμε την παρακάτω συνήθεια που επιβίωσε απ’ την αρχαία αυτή
γιορτή και συνεχίζεται ως σήμερα. Οι αρχαίοι έβαζαν λεκάνες με σπόρους
από σιτάρι, κριθάρι ή φακή μέσα σε λίγο νερό, πλάι σε ιερά φέρετρα και
σε ιερά ομοιώματα του Άδωνη, λίγες
μέρες πριν τη γιορτή. Χάρη στην υγρασία οι σπόροι μεγάλωναν γρήγορα,
αλλά και μαραίνονταν πολύ σύντομα , ακριβώς όπως συνέβη στον ωραίο νέο.
Αυτές οι λεκάνες ονομάζονταν “Αδώνιδος κήποι” κι αυτή η συνήθεια υπάρχει
στην εποχή μας σε πολλά μέρη της χώρας μας τις τελευταίες ημέρες της
Μεγ. Εβδομάδας.
Οι
θρήνοι, λοιπόν, αυτή την εβδομάδα που εκθειάζουν τη σωματική ομορφιά
και το κάλλος του - υποτιθέμενου - νεκρού Ιησού δεν είναι τίποτα άλλο
παρά η επίδραση από τα ανάλογα τραγούδια που υμνούσαν το σφρίγος και τη
λαμπρή νιότη του Άδωνη. Γι’ αυτό στον θρήνο της ιερής Ακολουθίας ο λαός
θρηνεί για αυτόν που είναι “ο ωραίος κάλλη παρά πάντας βροτούς” (ο πιο
ωραίος απ’ όλους τους ανθρώπους), με ανάλογα λόγια δηλαδή που
μεταχειρίζονταν οι ειδωλολάτρες για να θρηνήσουν τον ημίθεό τους. Είναι,
λοιπόν, άμεση η σχέση μεταξύ του “καλού” Άδωνη και του “γλυκύτατου”
Ναζωραίου, των οποίων περιφέρουν τα στολισμένα ομοιώματα την άνοιξη.
Μία
Κυριακή πριν το Πάσχα η ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει τη θριαμβευτική
υποδοχή του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Οι Εβραίοι υποδέχτηκαν τον Ιησού
κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά από φοίνικες, εβραϊκό σύμβολο της
θριαμβευτικής υποδοχής ενός νικητή.
Στην
Ελλάδα, όμως, η ίδια χριστιανική σκηνή της υποδοχής “αναπαριστάνεται”
κάθε χρόνο με τα κλαδιά ενός άλλου φυτού, με τα κλαδιά της δάφνης. Γιατί
αυτή η αλλαγή; Γιατί, απλούστατα, η δάφνη είναι το κατεξοχήν ελληνικό
“ιερό” φυτό, από τα πανάρχαια χρόνια. Κλωνάρι δάφνης κρατούσε στα χέρια
του ο νέος που υποδυόταν τον θεό Απόλλωνα, κάθε χρόνο, όταν γινόταν η
αναπαράσταση της Πυθοκτονίας στους Δελφούς. Με δάφνες ήταν στολισμένος
και ο μεγάλος ναός του θεού στους Δελφούς κι η Πυθία μασούσε φύλλα
δάφνης, ενώ βρισκόταν σ’ έκσταση κι έδινε τους χρησμούς.
Γι’
όλους αυτούς τους λόγους, επικρατεί η συνήθεια το Μεγ. Σάββατο να
υποδέχονται με δάφνες την “Ανάσταση” κι ο παπάς παίρνει φύλλα δάφνης και
τα σκορπίζει στην εκκλησία, ενώ αναγγέλλει ότι ο Κύριος αναστήθηκε.
Ο
ρόλος των φύλλων αυτών - όπως και στην περίπτωση του μασήματος των
φύλλων του ίδιου φυτού από την Πυθία - είναι και σήμερα προστατευτικός
κι αλεξίκακος, χωρίς, ωστόσο, να έχει χάσει εντελώς την μαντική ιδιότητά του.
Πιστεύουν ότι αν κατορθώσει κανείς να πιάσει κάποια απ’ αυτά τα φύλλα
πριν να πέσουν κάτω - οπότε και χάνουν την μαγική τους δύναμη, ερχόμενα
σ’ επαφή με τη γη- μπορεί να θεραπευτεί από όποια ασθένεια έχει. Οι
γυναίκες επίσης προσπαθούν να πιάσουν κάποια από αυτά τα φύλλα, για το
ξεμάτιασμα κι επειδή πιστεύουν ότι προστατεύει τα μάλλινα ρούχα από το
σκόρο.
Κρίνουμε
πως τα σχόλια περιττεύουν, όταν είναι τόσο φανερή η ειδωλολατρική
επίδραση πάνω στα υποτιθέμενα “χριστιανικά” μας ήθη κι έθιμα.
Ένα
ακόμα έθιμο είναι το σχετικό με το “νέο φως” ή “Άγιο Φως”. Πιστεύουν
ότι αυτό το φως που μεταφέρουν σπίτι τους από τον ορθόδοξο ναό έχει
δύναμη ιδιαίτερη κι αποτελεσματικότητα. Αυτό
το πιστεύουν ότι συμβαίνει επειδή προέρχεται μέσα από το ιερό, από το
άδυτο του ναού, αλλά κι επειδή είναι φως που αναπήδησε από τον τάφο του
Κυρίου, με την Ανάστασή Του. Είναι αυτό το νέο φως το οποίο θυμίζει το
ιερό πυρ που ξεπηδούσε στους Δελφούς από το χάσμα και τον τάφο του θεού
Απόλλωνα.
Το
τελευταίο μαρτυρεί και την παγανιστική προέλευση αυτής της δοξασίας και
αποτελεί μία ακόμα απόδειξη για το πόσο στενά συνδέθηκε η αρχαία
ειδωλολατρική παράδοση με την χριστιανική, με αποτέλεσμα η συγχώνευση
αυτή να αποτελέσει την ορθόδοξη παράδοση.
Καταλήγοντας,
μπορούμε να πούμε πως όλο αυτό που ονομάζεται “ελληνικό Πάσχα” και
εκθειάζεται τόσο πολύ, ουσιαστικά δεν είναι τίποτα παρά η επιβίωση κι η
συνέχιση της γιορτής που γινόταν προς τιμήν της Αστάρτης, την ίδια
εποχή, τόσους αιώνες πριν, με κάποιες τοπικές κι εθνικές ιδιαιτερότητες που προσδίδουν στη γιορτή του Πάσχα αυτό τον συγκεκριμένο χαρακτήρα της.