Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ





<Και άλλους μεν έθεσε ο Θεός εν τη εκκλησία.....κυβερνήσεις> (Α΄Κορ.ιβ:28).

Θα έρθουμε σ’ επαφή με το θέμα της εξουσίας και της οργάνωσης μέσα στην εκκλησία με διάφορους τρόπους. Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε διάφορες ερωτήσεις όπως:

·     Ποιο είναι το μέγεθος της εξουσίας της εκκλησίας;
·     Η εκκλησία έχει την εξουσία να θεσπίζει πρότυπα αγιασμού;
·     Η εκκλησία έχει την εξουσία να αποκόπτει άτομα που παραβιάζουν βασικές αρχές αγιασμού;
·     Μέχρι ποιο σημείο είναι κανείς υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί τις αποφάσεις της εκκλησίας;
·     Έχει ο καθένας εξουσία ανθρώπινη πάνω σ’ αυτούς που ασχολούνται με τα πνευματικά;
·     Τί διδάσκει ο λόγος του Θεού για τις σχέσεις μεταξύ των πιστών;


Η κυβέρνηση της εκκλησίας έχει θεσπιστεί απ’ το Θεό. Θα ξεκινήσουμε αυτή τη μελέτη αποδεικνύοντας ότι στην πραγματικότητα ο Θεός είναι Αυτός που έχει θεσπίσει την εξουσία και την οργάνωση μέσα στην εκκλησία Του. Από την αρχή θέλουμε να δώσουμε έμφαση στο ότι εκκλησία είναι το σώμα των πιστών που έχουν την εμπειρία του πλήρους σχεδίου της σωτηρίας και που ζουν άγια και αποχωρισμένοι από το φρόνημα του κόσμου. Αυτό δεν είναι συνώνυμο με κανένα ανθρώπινο οργανισμό, αλλά και ούτε περιορίζεται σε κάτι τέτοιο. Η συμμετοχή σ’ ένα ιδιαίτερο δόγμα δεν είναι κάτι που προαπαιτείται για τη σωτηρία. Επίσης, ο καθένας είναι προσωπικά υπεύθυνος για τη σωτηρία του. Δεν μπορούμε ν’ ακολουθούμε κάποιους που μας οδηγούν να ενεργούμε αντίθετα με το Λόγο του Θεού ή διδάσκουν λάθος δόγματα. Ωστόσο, η ανθρώπινη προσπάθεια οργάνωσης έχει ευλογηθεί και αναγνωριστεί από το Θεό και έχει προσφέρει πολλά στο να απλωθεί το ευαγγέλιο. Όταν μιλάμε για εξουσία και οργάνωση μέσα στην εκκλησία, μιλάμε για τις σχέσεις που ο Θεός έχει θεσπίσει ανάμεσα στους πιστούς. Αυτό περιλαμβάνει την κοινωνία ανάμεσα στο λαό του Θεού και τη δουλειά μέσα σ’ ένα οργανωμένο σκελετό από το λαό του Θεού.

Από το ξεκίνημα της εκκλησίας ο Θεός οργάνωσε την εκκλησία Του. Ο Ιησούς προσωπικά διάλεξε και εκπαίδευσε τους δώδεκα αποστόλους για να είναι ηγέτες της εκκλησίας, και διόρισε τον Ιούδα να είναι ο πρώτος ταμίας αυτής της ομάδας (ΙΩΑΝ.ιγ:29). Καθώς διαβάζουμε το βιβλίο των Πράξεων, την ιστορία της εκκλησίας, βρίσκουμε πολλά παραδείγματα οργανωμένων προσπαθειών, αναγνώρισης της εξουσίας, λήψης αποφάσεων με πνεύμα ενότητας, και αμοιβαίας κοινωνίας.

Η οργάνωση στην πρώτη εκκλησία. Στις Πράξ.α:15-26 οι 120 πιστοί που υπήρξαν το θεμέλιο της εκκλησίας που δημιουργήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί για να εκλέξουν το διάδοχο του Ιούδα. Ο Πέτρος ήταν επικεφαλής αυτής της συνάντησης. Αφού τέθηκαν τα απαραίτητα προσόντα γι’ αυτή τη θέση, δυο άνδρες ήταν υποψήφιοι, και τελικά εκλέχθηκε ο Ματθίας. Μετά την έκχυση του Αγίου Πνεύματος, οι πιστοί <ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία> (Πράξ.β:42). Μ’ άλλα λόγια, αναγνώρισαν την εξουσία των 12 (συμπεριλαμβανομένου και του Ματθία που εκλέχθηκε από ανθρώπους) σε θέματα δογματικής διδασκαλίας και σε τρόπους κοινωνίας. Επιπλέον, αναγνώρισαν την αποστολική εξουσία για τη συγκέντρωση και διανομή των εσόδων της εκκλησίας (δ:35). Στις Πράξ.ς οι 12 συγκάλεσαν πάλι σύνοδο όλων των πιστών, αυτή τη φορά για να εγκαινιάσουν ένα σύστημα για τη φροντίδα των εσωτερικών πρακτικών θεμάτων της εκκλησίας. Η σύνοδος των πιστών εξέλεξε 7 άνδρες για να διαχειρίζονται αυτές τις υποθέσεις κάτω από την εξουσία των αποστόλων, ώστε οι τελευταίοι να μπορούν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην προσευχή και στο κήρυγμα. Πρώτα οι απόστολοι συμφώνησαν αυτοί οι άνδρες να είναι πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας. Μετά οι πιστοί εξέλεξαν τους 7 και οι απόστολοι προσευχήθηκαν και “επέθεσαν χείρας”. Η επίθεση των χειρών είναι μια από τις βασικές διδασκαλίες της εκκλησίας (Εβρ.ς:2), και εφαρμόζεται με σκοπό να ζητηθεί η ευλογία του Θεού, θεραπεία, ή να ξεχωριστεί κάποιος για ένα ιδιαίτερο σκοπό. Σ’ αυτή την περίπτωση, φάνηκε ότι ο Θεός έχοντας εξουσιοδοτήσει την ηγεσία της εκκλησίας, επιδοκίμασε την εκλογή αυτών των ανδρών. Ο Φίλιππος, ένας από τους επτά, αργότερα έφερε το ευαγγέλιο στη Σαμάρεια. Όταν ξεκίνησε η αναζωπύρωση σ’ αυτό το μέρος, οι απόστολοι έστειλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη να ερευνήσουν, να επιβλέψουν και να βοηθήσουν. Ήταν τότε που οι Σαμαρείτες άρχισαν να βαπτίζονται με Πνεύμα Άγιο (Πράξ.η:14-17).

Στις Πράξ.ια διαβάζουμε ότι οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι (η εξουσία και το πρεσβυτέριο) της Ιουδαίας κάλεσαν τον Πέτρο για να τους δώσει μια πλήρη αναφορά των δραστηριοτήτων του σχετικά με τον Κορνήλιο, ένα εθνικό, που ο Πέτρος μόλις του είχε κηρύξει το ευαγγέλιο και ο Θεός τον είχε βαπτίσει με το Πνεύμα Του. Ήθελαν να μάθουν αν οι πράξεις του ήταν έγκυρες ή όχι. Παρ’ όλο που ο Πέτρος ήταν ο πιο ξεχωριστός ηγέτης μέχρι αυτό το σημείο, είχε λάβει τα κλειδιά της Βασιλείας από τον Ιησού και απ’ ευθείας οδηγίες απ’ τον Κύριο να κηρύξει στον Κορνήλιο, ωστόσο υποτάχθηκε στην εξουσία της εκκλησίας. Εξετάστηκε, δέχτηκε κριτική από κάποιους σ’ αυτή τη συνάντηση, κι έπρεπε να απαντήσει σ’ αυτούς που ήταν σε θέση εξουσίας. Στο ίδιο κεφάλαιο, η εκκλησία της Ιερουσαλήμ έστειλε το Βαρνάβα στην Αντιόχεια να ερευνήσει για κάποια εκκλησία που είχαν ακούσει, αλλά δεν είχαν οι ίδιοι θεμελιώσει (ια:22-30). Η διακονία του ήταν να μάθει τί ακριβώς συμβαίνει, να τους δώσει διδασκαλία και να τοποθετήσει επισκόπους. Ο Βαρνάβας έμεινε στην Αντιόχεια και αργότερα έφερε και τον Παύλο σαν βοηθό του. Ακόμα, προφήτες ήρθαν από την Ιερουσαλήμ να βοηθήσουν. Μετά από λίγο καιρό, η εκκλησία της Αντιόχειας συγκέντρωσε μια προσφορά για τους φτωχούς στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ και την έστειλε στους πρεσβυτέρους στην Ιερουσαλήμ με το Βαρνάβα και τον Παύλο.

Η εκκλησία της Αντιόχειας αυξήθηκε και ανέδειξε η ίδια προφήτες και δασκάλους. Ο Θεός κάλεσε το Βαρνάβα και τον Παύλο στο έργο της διακονίας, και αποκάλυψε αυτή την κλήση όχι μόνο σ’ αυτούς τους ίδιους, αλλά και στην ηγεσία της εκκλησίας στην Αντιόχεια. Το πρεσβυτέριο της εκκλησίας της Αντιόχειας προσευχήθηκε γι’ αυτούς, επέθεσαν χέρια πάνω τους, και τους έχρισαν για το έργο που ο Κύριος τους είχε καλέσει (ιγ:1-4). Έφυγαν, ιδρύοντας εκκλησίες και τοποθετώντας πρεσβυτέρους που θα ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτές (ιδ:23).

Η επόμενη μεγάλη σύνοδος της εκκλησίας αναφέρεται στις Πράξ.ιε. Αυτή την περίοδο η εκκλησία έχει αυξηθεί τρομακτικά. Δεν ήταν πια μια τοπική συνάθροιση στην Ιερουσαλήμ αλλά είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και τα έθνη. Σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε “πρώτο γενικό συνέδριο” της εκκλησίας, ηγέτες και εργάτες από διάφορες εκκλησίες μαζεύτηκαν μαζί στην Ιερουσαλήμ για να συζητήσουν ένα φλέγον και αμφιλεγόμενο θέμα. Το ερώτημα ήταν αν οι Χριστιανοί που προερχόταν από τα έθνη έπρεπε να περιτέμνονται και να τηρούν το νόμο του Μωυσή. Είχε δημιουργηθεί μεγάλη διαμάχη γύρω απ’ αυτό, με τον Παύλο, το Βαρνάβα και τον Πέτρο να είναι της γνώμης ότι οι εθνικοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν αυτά τα πράγματα. Κάποιοι συγκεκριμένοι πιστοί από την τάξη των Φαρισαίων υποστήριζαν την αντίθετη άποψη. Ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, ήταν ο επικεφαλής της συνόδου και αυτός πήρε την τελική απόφαση με την υποστήριξη της πλειοψηφίας του συνεδρίου. Μετά τη λήψη της απόφασης, όλη η εκκλησία ενωμένη δέχτηκε αυτό το αποτέλεσμα και εξέλεξε αντιπροσώπους για να κοινοποιήσουν τη θεμελίωση της διδασκαλίας στις τοπικές εκκλησίες. Ξεκάθαρα η εκκλησία εξάσκησε την εξουσία της ν’ αποφασίζει τί θα ήταν δεμένο για τους εθνικούς σε σχέση με το νόμο του Μωυσή. Ειδικότερα, αποφάσισαν για 4 θέματα που οι εθνικοί έπρεπε να φυλάσσουν, γιατί σύμφωνα με τα λόγια τους <εφάνη εύλογον εις το Άγιο Πνεύμα και εις ημάς> (ιε:28-29).

Μετά απ’ αυτή τη σύνοδο, ο Παύλος αναδείχτηκε σαν η μεγαλύτερη φυσιογνωμία στο βιβλίο των Πράξεων. Παρ’ όλο που η θέση του είχε πλήρως δικαιωθεί, ο Παύλος ήρθε στην Ιερουσαλήμ μετά το τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι, για να δώσει μια πλήρη αναφορά στον Ιάκωβο και στους άλλους ηγέτες εκεί. Χάρηκαν όταν άκουσαν αυτά που είχε να τους πει, αλλά μετά τον συμβούλεψαν να ορκιστεί με κάποιους συγκεκριμένους Εβραϊκούς όρκους για να ικανοποιήσει την κοινότητα των Εβραίων Χριστιανών. Ακολούθησε τη συμβουλή τους για να καλλιεργηθεί η ενότητα, αλλά και για να υποταχθεί στην εξουσία τους (Πράξ.κα:18-26).

Στις επιστολές βρίσκουμε περισσότερα στοιχεία για ένα υγιή, σφιχτοδεμένο οργανισμό με σκοπό την αμοιβαία κοινωνία, τον καθορισμό κριτηρίων για τη διακονία και τη συγκέντρωση προσφορών. Ο Ιάκωβος, ο Πέτρος και ο Ιωάννης ήταν στύλοι, οι γενικοί επικεφαλής της εκκλησίας (Γαλ.β:9). Αυτό το γεγονός δεν εμπόδισε τον Παύλο να επιπλήξει τον Πέτρο και άλλους για υποκρισία και ψευδοδιδασκαλία (Γαλ.β:11-14). Το λάθος του Πέτρου ήταν ότι απομακρύνθηκε από την απόφαση της εκκλησίας στις Πράξ.ιε και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην βαδίζει <προς την αλήθεια του ευαγγελίου>. Ο Παύλος ήταν υπεύθυνος για κάποιες εκκλησίες που είχε ιδρύσει στα ιεραποστολικά του ταξίδια και στις οποίες έγραφε επιστολές με οδηγίες, προτροπές και προειδοποιήσεις. Όρισε υπεύθυνους και εργάτες να εργάζονται κάτω απ’ αυτόν όπως τον Τιμόθεο και τον Τίτο. Ο Τίτος ορίστηκε υπεύθυνος στην Κρήτη και του δόθηκε η εξουσία να χειροτονήσει πρεσβυτέρους σ’ αυτή την περιοχή (Τίτ.α:5).

Για να βοηθήσει αυτούς τους δυο εργάτες να οργανώσουν τις περιοχές που τους δόθηκαν, ο Παύλος τους έδωσε ένα κατάλογο με τα προσόντα που πρέπει να έχει ένας επίσκοπος (Α΄Τιμ.γ:1-7  Τίτ.α:5-16). Ο Παύλος χρησιμοποιεί τους όρους επίσκοπος και πρεσβύτερος εναλλάξ σ’ αυτά τα εδάφια και εννοεί εργάτης ή ποιμένας. Έδωσε ακόμα τα προσόντα του διακόνου (Α΄Τιμ.γ:8-13). Βλέπουμε ακόμα ότι ο Παύλος έγραψε μια συστατική επιστολή για τον Τίτο και κάποιο άλλο αδελφό και τους έστειλε σε διάφορες εκκλησίες για να λάβουν προσφορές για την εκκλησία της Ιερουσαλήμ (Β’ΚΟΡ.η:16-24). Ο Παύλος καθιέρωσε ένα σύστημα προσφορών κάθε Κυριακή και σε κάποια περίπτωση ζήτησε από την εκκλησία της Κορίνθου να συστήσει με γράμμα κάποιον που θα έφερνε την προσφορά στην Ιερουσαλήμ (Α΄Κορ.ις:1-3).

Ο απόστολος Ιωάννης έστειλε επίσης μια συστατική επιστολή για ένα ευαγγελιστή ονομαζόμενο Δημήτριο. Με την ίδια επιστολή προειδοποίησε την εκκλησία να μην δέχεται το Διοτρεφή σαν εργάτη του Ευαγγελίου (Γ΄ Ιωάν.9-12). Ο Ιησούς και ο Παύλος σκιαγράφησαν τις διαδικασίες για την τακτοποίηση διαφωνιών στην εκκλησία, για την κρίση των όσων αμαρτάνουν μέσα στην εκκλησία, και για την αποκοπή (μη συναναστροφή) μελών αν είναι αναγκαίο (Ματθ.ιη:15-18  Α΄Κορ.ε:1-13). Ο Παύλος προειδοποίησε τους πρεσβυτέρους στην Έφεσο σχετικά με ψευδοπροφήτες (Πράξ.κ:28-30) και ότι η εκκλησία έχει λάβει την εξουσία από τον Κύριο να διακρίνει και να δοκιμάζει τους ψευδοπροφήτες (Αποκ.β:2).

Όλα αυτά τα εδάφια μας δείχνουν ότι υπήρχε μια στενή σχέση μεταξύ των εκκλησιών και βρισκόταν τρόποι χειρισμού των προβλημάτων. Πέρα απ’ αυτό υπήρχε μια σαφής ιεραρχία στις εξουσίες μέσα στην εκκλησία. Κατ’ αρχήν υπήρχαν πρεσβύτεροι, (τοπικοί ποιμένες και βοηθοί) υπεύθυνοι για τις τοπικές εκκλησίες, μαζί με διακόνους που βοηθούσαν στα τοπικά εκκλησιαστικά θέματα. Μετά υπήρχαν επιβλέποντες (υπεύθυνοι) για περιοχές ή ομάδες εκκλησιών όπως ο Τίτος στην Κρήτη. Αντίστοιχα ο Παύλος ήταν πάνω από τον Τίτο και επέβλεπε πολλές εκκλησίες που ο ίδιος είχε ιδρύσει. Η ιδιαίτερη διακονία του ήταν να κατευθύνει το ιεραποστολικό έργο ανάμεσα στους εθνικούς, όπως ο Πέτρος κατεύθυνε το έργο ανάμεσα στους Ιουδαίους (Γαλ.β:7-8). Ο Πέτρος φαίνεται να υπήρξε ένας εξέχων κήρυκας και εκπρόσωπος της πρώτης εκκλησίας ενώ ο Ιάκωβος φαίνεται ότι ήταν ο κύριος υπεύθυνος στην Ιερουσαλήμ.

Έτσι, κάθε εκκλησία και κάθε εργάτης βρισκόταν κάτω από τη φροντίδα κάποιου ανώτερου στην ιεραρχία. Ακόμα και οι υψηλότερα ιστάμενοι ηγέτες όπως ο Πέτρος και ο Παύλος προέτρεπαν ο ένας τον άλλο και ήταν υποκείμενοι στην εκκλησία σαν σύνολο. Και οι δύο αυτοί ηγέτες έδωσαν αναφορές και δέχτηκαν συμβουλές από τη σύνοδο εργατών στην Ιερουσαλήμ. Αυτό δείχνει ότι η κυβέρνηση της εκκλησίας υπερβαίνει τη θέση κάποιου ατόμου ακόμα κι αν αυτή έχει δοθεί απ’ το Θεό.