Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Δημόσια επίπληξη.



Υπάρχει κάποια κατάλληλη στιγμή για να επιπληχθεί κάποιος δημόσια; Γενικά το καλύτερο είναι να διδάσκει κανείς τους ανθρώπους συλλογικά, απ’ τον άμβωνα ή να χειρίζεται τα προβλήματα, ιδιωτικά, σε προσωπική βάση. Δεν είναι σχεδόν ποτέ ωφέλιμο για τον ποιμένα να επιπλήττει κάποιον δημόσια, με το όνομά του. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, που είναι αναγκαίο να επιπληχθούν μπροστά σ’ όλους αυτοί που έχουν αμαρτήσει για να το μάθουν κι οι υπόλοιποι. “Τους αμαρτάνοντας έλεγχε ενώπιον πάντων, δια να έχωσι φόβον και οι λοιποί” (Α’Τιμ.ε:20). Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε φορά που κάποιος κάνει ένα λάθος ή δεν κάνει ό,τι θα έπρεπε να κάνει ο ποιμένας πρέπει να τον επιπλήττει δημόσια. Στο Γαλ.ς:1, λέει, “Εάν άνθρωπος απερισκέπτως πέση εις κανέν αμάρτημα, σεις οι πνευματικοί διορθόνετε τον τοιούτον με πνεύμα πραότητας, προσέχων εις σεαυτόν, μη και συ πειρασθής”.  


Έχουμε επίσης δει, ότι δεν αρμόζει σ' έναν εργάτη, (ή σε οποιονδήποτε άλλο) να θυμώνει, ή να γίνεται μνησίκακος και πικρός εναντίον κάποιου. Η ανοιχτή επίπληξη είναι γι’ αυτούς που είναι ανοιχτά αμαρτωλοί και ανυπότακτοι. Είναι απαραίτητο σε συγκεκριμένες περιστάσεις, όταν ένα πρόσωπο έχει αποκοπεί ή πρόκειται ν’ αποκοπεί, εφόσον δεν μετανοεί. Για παράδειγμα, αν κάποιος χωρίζει την εκκλησία ή στέκεται εμπόδιο στην κίνηση του Θεού, η δημόσια επίπληξη μπορεί να δικαιολογηθεί. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει γνωστή αυτού του είδους η επίπληξη όταν ένα πρόσωπο πέσει σε αμαρτία και μετανοήσει. Μπορεί να ησυχάσει αν χρειάζεται, χωρίς να δοθεί κάποια δημόσια εξήγηση. Γενικά, ένας εργάτης δεν πρέπει να επιπλήττει δημόσια εκτός και αν σκεφθεί το θέμα με προσευχή για κάποιο διάστημα και αισθάνεται ότι είναι αναγκασμένος να το κάνει από το Άγιο Πνεύμα. Αυτού του είδους η ενέργεια έχει τη θέση της μέσα στην εκκλησία και είναι σημαντική. Είναι η πιο δύσκολη, εφόσον το άτομο είναι ανυπότακτο και πιθανότατα θα παραμείνει έτσι. Σ’ αυτή την περίπτωση οι οικογενειακοί δεσμοί και τα προσωπικά αισθήματα πρέπει να υποταχθούν στην κλήση του Θεού.

Η επανόρθωση και η επίπληξη είναι μέρη της διακονίας στο Β’ Τιμ.δ:2. Δες επίσης Ιωάν.ις:8, όπου λέει ότι το Πνεύμα του Θεού θα ελέγξει τον κόσμο περί αμαρτίας. Η λέξη “ελέγχω” περιλαμβάνει στο νόημά της το “εξετάζω, θέτω σε δοκιμασία, δοκιμάζω, καταδικάζω, αντικρούω, εκθέτω και ντροπιάζω αυτόν ο οποίος ελέγχθηκε”. Όπως φαίνεται από τις έννοιες αυτές αυτό είναι κάτι που γίνεται μερικές φορές κατ’ ιδίαν και μερικές φορές δημόσια. Εκτός από την δημόσια και ιδιωτική επίπληξη εξαιτίας αμαρτίας, μπορεί να είναι απαραίτητο για τον ποιμένα ή τον υπεύθυνο της συνάθροισης να επιπλήξει κάποιον που προκαλεί αναταραχή στις συναθροίσεις της εκκλησίας. Αυτό συχνά μπορεί να αντιμετωπιστεί με διπλωματία, αλλάζοντας τη σειρά της συνάθροισης, αλλά μερικές φορές το πρόσωπο που βρίσκεται εκτός ελέγχου πρέπει να επιπλήττεται άμεσα. Ο επίσκοπος σαν ποιμένας έχει την εξουσία να το κάνει αυτό, ώστε όλα να γίνονται “ευσχημόνως και κατά τάξη” (Α’Κορ.ιδ:33,40). Πρέπει να διασφαλίζει ότι η λατρεία είναι εν Πνεύματι και εν αληθεία - σε συμφωνία με την κίνηση του Πνεύματος - και σε συμφωνία με τη Γραφή. Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να υπάρχουν περισσότερα από τρία μηνύματα σε γλώσσες ή προφητεία και ερμηνεία σε μια μεμονωμένη συνάθροιση και ο υπεύθυνος πρέπει να προσέχει ώστε να κρατείται αυτή η διδασκαλία (Α’Κορ.ιδ:27-29).

Η επίπληξη συνδυάζεται και συνήθως είναι μέρος της κρίσης της εκκλησίας και της αποκοπής. Ο σκοπός όλων αυτών είναι να καθαριστεί η εκκλησία από αμαρτία και ανυπακοή και να αποτελέσει μάθημα για τους πιστούς.

Mη εγγίσητε τους κεχρισμένους μου και μη κακοποιήσητε τους προφήτας μου. (Α’ Χρον.ις:22)  Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό εδάφιο που έχει να κάνει με το θέμα της εξουσίας. Μας διδάσκει δύο πράγματα. Πρώτο, ότι πρέπει να σεβόμαστε τους ανθρώπους του Θεού. Όπως ήδη αναφέραμε, θα πρέπει να εκτιμούμε τη θέση που κάποιος κατέχει. Ο Θεός συχνά χρησιμοποιεί κάποιον με εξουσία για να εκπληρώσει το σχέδιό Του, ακόμα κι αν αυτός δεν κάνει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Ο Θεός διόρισε τον ειδωλολάτρη βασιλιά Κύρο να εκπληρώσει το σκοπό Του (Ησ.μδ:28 & με:3), και μίλησε στο λαό Του μέσω του Αιγύπτιου βασιλιά Νεχαώ (Β’ Χρον.λε:20-24). Ο Θεός έστειλε ένα πνεύμα προφητείας πάνω στον αποστατημένο βασιλιά Σαούλ (Α’ Σαμ.ιθ:23-24). Επίσης έδωσε λόγο προφητικό στον υποκριτή Αρχιερέα Καϊάφα λόγω της θέσης που κατείχε. Ο Καϊάφας στην πραγματικότητα σχεδίαζε να σκοτώσει τον Ιησού και δεν κατάλαβε το νόημα των ίδιων των λόγων του, αλλά ο Θεός μίλησε μέσα απ’ αυτόν σε πείσμα του (Ιωάν.ια:49-52). Αν ο Θεός χρησιμοποίησε αυτούς τους κακούς ανθρώπους εξ αιτίας της θέσης τους, πόσο πολύ περισσότερο μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα ειλικρινή, τίμιο και θεοσεβούμενο εργάτη, έστω και όταν εμείς νομίζουμε ότι κάνει λάθη;

Δεύτερο, αυτό το εδάφιο απαγορεύει την ατομική ενέργεια εναντίον κάποιου που είναι σε εξουσία πριν ο Θεός τον μετακινήσει. Δεν είναι καθόλου Γραφικό για κάποιον να συνωμοτεί η να επαναστατεί εναντίον κάποιου εργάτη που είναι σε εξουσία και έχει κληθεί από το Θεό. Ο Θεός επέβαλλε την εξουσία του Μωυσή στα μουρμουρητά του μεγαλύτερου αδελφού του και της αδελφής του, Ααρών και Μαριάμ, αλλά και στην επαναστατικότητα του Κορέ. Ακόμα κι όταν ο ηγέτης έχει λάθος, είναι επικίνδυνο για κάποιον που είναι κάτω από την εξουσία αυτού του ηγέτη να επαναστατήσει. Ο Σαούλ είχε αποστατήσει και ο Σαμουήλ είχε χρίσει το Δαβίδ να είναι ο επόμενος βασιλιάς, αλλά έστω κι έτσι ο Δαβίδ αρνήθηκε να αντιταχθεί στο Σαούλ. Από ζηλοτυπία, ο Σαούλ προσπάθησε να σκοτώσει το Δαβίδ κυνηγώντας τον συνέχεια. Σε δυο περιπτώσεις κατ’ αυτή την περίοδο ο Δαβίδ είχε την ευκαιρία να σκοτώσει το Σαούλ, αλλά δεν το έκανε, αν και φαινομενικά θα είχε εκπληρώσει το θέλημα του Θεού. Όσο ο Σαούλ ήταν βασιλιάς, ο Δαβίδ σεβόταν τη θέση του και το χρίσμα. Δεν έχει σημασία πόσο δίκιο νομίζεις ότι έχεις, είναι φοβερά επικίνδυνο να μουρμουρίζεις και να επαναστατείς ενάντια στην εξουσία που ο Θεός έχει βάλει πάνω σου.

Ωστόσο μερικοί ηγέτες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το εδάφιο για να εγκαθιδρύσουν ένα είδος δικτατορίας ή να αποφύγουν τον έλεγχο. Ξεχνούν ότι και αυτοί με τη σειρά τους (πρέπει να) έχουν κάποια εξουσία από πάνω τους δοσμένη από το Θεό. Όλοι πρέπει να υπακούμε σε μια ανώτερη εξουσία, όπως ήταν στην πρώτη εκκλησία (Ρωμ.ιγ:1). Σημειώστε και την ιστορία που αναφέρεται στο Α’ Βασ.β:13-27. Ο Σολομώντας είχε εκλεγεί από το Θεό να πάρει τη θέση του Δαβίδ. Ο μεγαλύτερος μισό-αδελφός του Αδωνίας σχεδίαζε να γίνει βασιλιάς αν και ο Σολομών ήταν ο κεχρισμένος. Ο Αδωνίας συνέχισε να συνωμοτεί μαζί με τον Αβιάθαρ τον ιερέα και τον Ιωάβ το στρατηγό. Ιδιαίτερα προσπάθησε να πάρει για γυναίκα του τη γυναίκα του Δαβίδ. Το έθιμο τότε ήταν, η γυναίκα του μονάρχη που πέθανε να παραμένει χήρα ή να δίνεται σαν γυναίκα στο διάδοχο. Έτσι, ο Αδωνίας προσπαθούσε να καταστήσει τον εαυτό του σαν πραγματικό διάδοχο στα μάτια του λαού. Ο Σολομών το κατάλαβε, και σκότωσε τον Αδωνία και τον Ιωάβ. Επίσης μετακίνησε τον Αβιάθαρ από τη θέση του σαν ιερέα, αλλά δεν τον σκότωσε λόγω των υπηρεσιών που είχε προσφέρει στο Θεό και τον Δαβίδ. Σεβάστηκε τη θέση του σαν ιερέα, αλλά τον μετακίνησε. Είχε σεβασμό, αλλά και κρίση.

Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι: Ο Σολομών είχε εξουσία να μετακινήσει τον Αβιάθαρ από το ιερατείο γιατί ο Αβιάθαρ είχε χάσει τα προσόντα του να είναι ιερέας ενεργώντας επαναστατικά. Ο Σολομώντας ήταν ο εκλεγμένος απ’ το Θεό ηγέτης του έθνους, κι έτσι είχε εξουσία να κρίνει τον Αβιάθαρ.

Μερικοί λένε ότι όταν ένας εργάτης τίθεται σε ησυχία, ή αποκόπτεται, ή κρίνεται κατά οποιοδήποτε άλλο τρόπο, η εκκλησία έρχεται σε σύγκρουση με το θέλημα και το χρίσμα του Θεού, κατά παράβαση του εδαφίου που αναφέραμε. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Βίβλο, αυτοί που είναι σε εξουσία, έχουν τη δύναμη να κρίνουν. Η εκκλησία δεν παίρνει το χρίσμα του Θεού, αλλά αυτό το άτομο με τις πράξεις του έκανε τον εαυτό του ακατάλληλο γι’ αυτή τη θέση. Στην πραγματικότητα ο Παύλος καταφέρθηκε κατά της εκκλησίας των Κορινθίων επειδή δεν έκριναν την αμαρτία σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Τους ρώτησε μήπως δεν υπήρχε κανείς αρκετά σοφός για να κρίνει, κι αν όχι, ήθελε να μάθει πώς θα έκριναν αργότερα τον κόσμο (Α΄Κορ.ε:1-13 & ς:1-5).

Μόνο και μόνο επειδή κάποιος έχει χριστεί από το Θεό για κάποια θέση, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να μετακινηθεί απ’ αυτή τη θέση. Βέβαια είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό μεμονωμένα, αλλά αυτή η εξουσία έχει δοθεί από το Θεό στην εκκλησία. Διαφορετικά, γιατί ο Θεός να δώσει προσόντα που απαιτούνται για κάποιες θέσεις όπως του ποιμένα και του διακόνου; Ο Ίδιος ο Θεός έθεσε κυβερνήσεις (Α΄Κορ.ιβ:28), και προϊσταμένους μέσα στην εκκλησία (Ρωμ.ιβ:8). Γιατί το έκανε αυτό ο Θεός αν αυτή η κυβέρνηση κι αυτοί που προίστανται δεν έχουν δύναμη και δεν μπορούν να εξασκήσουν την εξουσία τους; Καταλαβαίνουμε ότι χρειαζόμαστε να ακολουθήσουμε το χρονοδιάγραμμα και την οδηγία του Θεού. Ωστόσο πρέπει επίσης να καταλάβουμε ότι ο Θεός έχει ήδη αποκαλύψει το θέλημά Του σχετικά με το τί πρέπει να γίνει σε κάθε περίπτωση. Ιδιαίτερα έχει ήδη δηλώσει στη Βίβλο ότι όταν ένας ηγέτης αμαρτήσει ή αδυνατεί να κρατήσει τα προσόντα της διακονίας του, τότε είναι η ώρα γι’ αυτούς που είναι η εξουσία του να ενεργοποιηθούν. Οι πιστοί δεν έχουν δικαίωμα να επαναστατήσουν, αλλά μπορούν να ενημερώσουν αυτούς που είναι σε θέση εξουσίας για την κατάσταση, κι αυτοί έχουν το δικαίωμα να κρίνουν το θέμα. Έτσι, <Μη εγγίσητε τους κεχρισμένους μου> δεν δίνει το δικαίωμα σε κανένα ηγέτη ή εργάτη να αυθαιρετεί και να μην δέχεται έλεγχο ή μαθητεία. Αυτό δεν έσωσε τον Αβιάθαρ από το να εκδιωχθεί από το ιερατείο όταν επαναστάτησε. Ούτε εμπόδισε τον Έσδρα και το Νεεμία να μετακινήσουν από το ιερατείο ένα μεγάλο αριθμό ανδρών που δεν είχαν τ’ ανάλογα προσόντα (Εσδρ.β:61-63 & Νεεμ.ζ:63-65).