Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΕΝΑΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ



«Ήτο δε άνθρωπός τις εκ των Φαρισαίων, Νικόδημος ονομαζόμενος, άρχων των Ιουδαίων. Ούτος ήλθε προς τον Ιησούν διά νυκτός και είπε προς αυτόν· Ραββί, εξεύρομεν ότι από Θεού ήλθες διδάσκαλος· διότι ουδείς δύναται να κάμνη τα σημεία ταύτα, τα οποία συ κάμνεις, εάν δεν ήναι ο Θεός μετ' αυτού. Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε προς αυτόν· Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ίδη την βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν.γ:1-3).
Ο Νικόδημος αν και ήταν ένας πολύ θρησκευόμενος άνθρωπος δεν ήταν σωσμένος. Όλες οι περικοπές του Ευαγγελίου που μιλούν γι' αυτόν δεν αναφέρουν ούτε ένα κακό πράγμα γι' αυτόν. Μερικοί τον κατηγορούν για δειλία γιατί ήρθε στο Χριστό τη νύχτα. Ίσως όμως ήταν η μόνη κατάλληλη ώρα για να συνομιλήσει με το Χριστό. Από το πρωί ως το βράδυ ο Ιησούς βρισκόταν ανάμεσα σε πλήθη ανθρώπων και δεν υπήρχε κάποια ευκαιρία γι' αυτόν τον υπερθρησκευόμενο άνθρωπο να Τον δει.

Όμως, η μαρτυρία δείχνει ότι ο Νικόδημος ήταν ένας θαυμάσιος, ηθικός, θρησκευόμενος, μορφωμένος, νομοταγής άνθρωπος της Εκκλησίας. Δεν είχε όμως σωτηρία. Του έλλειπε ένα πράγμα: η νέα γέννηση, που είναι αποτέλεσμα της προσωπικής συνάντησης με το Σωτήρα, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ήταν Φαρισαίος, που σήμαινε ότι ανήκε στην ψηλά εκτιμώμενη θρησκευτική οργάνωση της εποχής του. Ήταν ακόμη μέλος του Συνεδρίου, που ήταν το διοικητικό θρησκευτικό σώμα της εποχής του. Παρ' όλα αυτά δεν ήταν σωσμένος. Όλοι τον εκτιμούσαν για την ευσέβεια και την καλοσύνη του. Τον τιμούσαν με το να τον δέχονται και αναγνωρίζουν σαν ηγέτη ανάμεσα στους Ιουδαίους. Ο Χριστός παραδέχτηκε την υψηλή θέση του όταν στην πορεία της συζητήσεως, του είπε: «Συ είσαι διδάσκαλος του Ισραήλ και δεν τα ξέρεις;» (Ιωάν.γ:10).

Ο ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΩΣΜΕΝΟΣ

Ο Νικόδημος ήταν Φαρισαίος, άνθρωπος που τον σεβόταν όλοι, άρχοντας και δάσκαλος του Ισραήλ και θρησκευόμενος άνθρωπος. Δεν ήταν όμως σωσμένος. Είχε θρησκεία αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος μ' αυτήν. Ήταν αγνός και ειλικρινής και τα έκανε όλα με την ελπίδα να βρει παρηγοριά και ικανοποίηση. Δεν είχε όμως βεβαιότητα και ειρήνη. Αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίζει να εργάζεται και να ελπίζει με μια καρδιά άδεια και μ' ένα μεγάλο φόβο για το μέλλον.
Μπροστά μας έχουμε έναν άνθρωπο που δεν ικανοποιείται μόνο με την θρησκεία. Χρειαζόταν το Χριστό. Ο Νικόδημος ήταν διαφορετικός από τον Κάιν και τον αμετανόητο ληστή στο σταυρό. Γνώριζε ότι όλη η καλοσύνη του, αν και μπορούσε να εντυπωσιάσει όλους εκείνους που ήταν τριγύρω του, δεν μπορούσε να τον κάνει κατάλληλο να σταθεί στην παρουσία του Θεού.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε τον ορισμό της θρησκείας ως εξής: «Θρησκεία είναι ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς και νόμων πράξεων, που βασίζονται πάνω στην αναγνώριση, την πίστη, το σεβασμό μιας υπεράνθρωπης δύναμης και ανώτερης εξουσίας».
Καθένας, λοιπόν, που πιστεύει σε μια ανώτερη δύναμη ή ανώτερο ον, είτε είναι προσωπικό αυτό ή απρόσωπο, είναι θρήσκος. Αυτή η υπεράνθρωπη δύναμη μπορεί να είναι ο ήλιος, η σελήνη, η ιερή αγελάδα ή ακόμη και το φίδι. Μπορεί να είναι ένα ποτάμι, ένας άνθρωπος, ένα άγαλμα ή κάποιο ξύλο ή μέταλλο!

Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Ο Χριστιανισμός διαφέρει από κάθε άλλη θρησκεία γιατί έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Ο Χριστός διδάσκει ότι μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό με βάση την ένωση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Αυτή η ένωση είναι ένα Πρόσωπο, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Επειδή είναι Θεός και άνθρωπος συνιστά τη μόνη προσέγγιση και τη μόνη ένωση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, κανείς δεν έρχεται εις τον Πατέρα παρά δι' εμού... Εκείνος που έχει ιδή εμέ, έχει ιδή τον Πατέρα... Εγώ και ο Πατήρ είμεθα ένα» (Ιωάν.ιδ:6,9, ι:30).
Ο Χριστιανισμός δεν είναι ένα σύστημα, είναι ένα Πρόσωπο: ο Χριστός· ο ίδιος ο Θεός. Ο Ιησούς Χριστός θέλει κάθε άνθρωπος να συμμεριστεί την ένωσή του με τον Πατέρα Θεό. Σ' αντίθεση μ' όλες τις άλλες θρησκείες μόνο ο χριστιανισμός προσφέρει αυτήν την ευκαιρία. Ο Χριστός όχι μόνο αποκαλύπτει τον αληθινό Θεό σε μας αλλά και ο ίδιος είναι ένα μ' Αυτόν. Ο Κύριος μας απάντησε στο ερώτημα του Νικόδημου με τα εξής σημαντικά λόγια: «Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ίδη την βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν.γ:3).
Η έκφραση «αναγέννηση» σημαίνει στην κυριολεξία «γεννημένος από πάνω» δηλ. από το Θεό. Ο Ιωάννης μας λέει: «Πας όστις πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, εκ του Θεού εγεννήθη» (Α' Ιωάν.ε:1).
Η γέννηση από το Θεό δεν είναι φυσική. Στην πραγματικότητα είναι μία υπερφυσική γέννηση. Η πρώτη γέννησή μας ήταν φυσική η δεύτερη είναι πνευματική. Η πρώτη γέννηση ήταν ανθρώπινη η δεύτερη είναι θεία. Η πρώτη γέννηση σ' έκανε μέλος της πεσμένης ανθρώπινης φυλής η δεύτερη γέννηση σε κάνει μέλος της λυτρωμένης φυλής. Η πρώτη γέννηση σου έδωσε μια διεφθαρμένη και αμαρτωλή φύση, σαν απόγονο του Αδάμ, η νέα γέννηση σου δίνει νέα ζωή και σε κάνει μέτοχο της θείας φύσης. Με την πρώτη γέννηση γεννήθηκες αμαρτωλός με τη δεύτερη άγιος. Οι δυο γεννήσεις στέκονται για πάντα χώρια και είναι διαφορετικές. Η παλαιά φύση έχει τη φύση του θανάτου και τελικά θα πεθάνει. Η νέα φύση έχει αιώνια ζωή γιατί είναι η ζωή του Θεού φυτεμένη από το Άγιο Πνεύμα με την πίστη στο αίμα του Χριστού που χύθηκε, και στο τελειωμένο έργο του Κυρίου Ιησού Χριστού.

Ο ΘΡΗΣΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΥΦΛΟΣ

Ο Νικόδημος στην αρχή είχε μεγάλη δυσκολία να πιστέψει τη δήλωση του Χριστού σχετικά με τη νέα γέννηση. «Πως δύναται άνθρωπος να γεννηθή γέρων ων; μήποτε δύναται να εισέλθη δευτέραν φοράν εις την κοιλίαν της μητρός αυτού και να γεννηθή;» (Ιωάν.γ:4).
Τότε ο Ιησούς αμέσως του εξήγησε, λέγοντάς του: «Απεκρίθη ο Ιησούς· Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, δεν δύναται να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν.γ:5).
Σημειώστε εδώ μια πρόοδο στην αποκάλυψη. Ο άνθρωπος πρέπει ν' αναγεννηθεί για να «δει» τη βασιλεία του Θεού. Η σωτηρία είναι από τον Κύριο και μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί ν' ανοίξει τα μάτια του αμαρτωλού, που είναι τυφλός και να του δείξει ότι χρειάζεται νέα ζωή από πάνω. Ως ότου το Άγιο Πνεύμα αποκαλύψει στον άνθρωπο ότι τα έργα και η θρησκεία είναι ανίκανα και άχρηστα να τον σώσουν, ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού. Στο εδάφιο 5 ο Χριστός μας λέει πως ο Θεός ενεργεί για να πραγματοποιηθεί η νέα γέννηση. Λέει: «εάν τις δεν γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος...» (Ιωάν.γ:5).

ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Ο Ιησούς Χριστός προσθέτει ακόμη ένα εδάφιο για να μιλήσει για την αναγκαιότητα της αναγέννησης: «Το γεγεννημένον εκ της σαρκός είναι σαρξ και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος είναι πνεύμα» (Ιωάν.γ:6).
Με την πρώτη γέννηση ο άνθρωπος είναι κληρονόμος της σάρκας του Αδάμ. Είναι διεφθαρμένος, αμαρτωλός και κάτω από κατάκριση. Τόσο κακή είναι η Αδαμική φύση ώστε άσχετα με το τι την ντύνουμε είτε είναι ηθική ή θρησκεία ή μόρφωση, ο Θεός δεν κάνει ούτε καν απόπειρα να τη διορθώσει ή να την καλυτερεύσει. Αντί γι' αυτό, αγνοεί την παλαιά φύση και τοποθετεί μέσα στον αμαρτωλό που πιστεύει, μια νέα φύση με την νέα γέννηση.

ΠΩΣ Θ' ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΕΑ ΖΩΗ

Το αποτέλεσμα αυτής της νέας φύσης είναι η αιώνια ζωή. Αιώνια ζωή είναι ατέλειωτη ύπαρξη. Ακόμη και ο αμαρτωλός την έχει αυτή. Δεν έχει όμως αιώνια ζωή. Η αιώνια ζωή όμως είναι σε ποιότητα και ποσότητα. Είναι το δώρο του Θεού και η ζωή του Ίδιου του Θεού. Γι’ αυτό ο Χριστός απαντώντας στο ερώτημα του Νικόδημου «Πως δύνανται να γείνωσι ταύτα;» (Ιωάν.γ:9) (δηλαδή πώς μπορεί να ν' αποκτηθεί αυτή η αιώνια ζωή;), είπε: «Και καθώς ο Μωϋσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτω πρέπει να υψωθή ο Υιός του ανθρώπου, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον. Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, διά να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν.γ:14-16).
Προσέξτε τη λέξη «αιώνια». Ο πιστός έχει μια αιώνια ζωή μακαριότητας και ευτυχίας. Όταν η Βίβλος μιλά για την ατέλειωτη διάρκεια των χαμένων χρησιμοποιεί μια άλλη λέξη. Στην επιστολή Ιούδα, π. χ. περιγράφεται η καταδίκη των πεσμένων αγγέλων και λέει ότι τους κράτησε «δεσμοῖς ἀϊδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν» (Ιούδα εδ.6). Η λέξη που χρησιμοποιείται εδώ είναι «αίδιος» και είναι εντελώς διαφορετική απ' αυτή που μεταφράζεται «αιώνια». Ποτέ δεν αναφέρεται σε σχέση με τον πιστό. Είναι ατελείωτη ύπαρξη, αλλά όχι όμως αιώνια ζωή.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ Ή ΧΡΙΣΤΟΣ

Οι περισσότερες θρησκείες πιστεύουν στη ζωή μετά θάνατο. Μόνο όμως η Βίβλος διδάσκει την αιώνια ζωή των πιστών, όχι μόνο με τη σημασία της συνεχιζόμενης ύπαρξης αλλά και της αιώνιας μακαριότητας. Αυτή είναι μια ακόμη διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία και τη σωτηρία του Χριστού. Η θρησκεία αφήνει τον αμαρτωλό να ελπίζει όχι όμως και να γνωρίζει. Να εύχεται αλλά ποτέ να μη είναι βέβαιος. Ο Χριστός δίνει θετική ελπίδα, βεβαιότητα και χαρά. Ο πραγματικός μαθητής του Χριστού δεν φοβάται το θάνατο. Μπορεί να φοβάται να πεθάνει δηλ. τα παθήματα και την αγωνία που προηγείται του θανάτου. Ο ίδιος όμως ο θάνατος δεν τον τρομοκρατεί. Δεν έχω δει ποτέ κανέναν άνθρωπο, χωρίς το Χριστό, άσχετα πόσο καλός, ηθικός και θρήσκος αν είναι, που δεν φοβάται το θάνατο. Ο πιστός όμως μπορεί ν' αναφωνήσει: «Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι, Άδη, η νίκη σου;» (Α' Κορ.ιε:55). Για το Χριστιανό ο θάνατος είναι η απελευθέρωση από αυτό το χωμάτινο σπίτι και προσδοκία για την παρουσία του Κυρίου στην ευλογημένη ελπίδα της αναστάσεως, όταν με νέα πια σώματα ποτέ δεν θα πεθάνουμε και ποτέ δεν θα υποφέρουμε ή κλάψουμε. Τι αντίθεση με τον μη αναγεννημένο, που δεν έχει ελπίδα και λαμπρό μέλλον!
Επίτρεψέ μου να σε ρωτήσω: «Φοβάσαι το θάνατο;» Δεν ρωτώ αν φοβάσαι να πεθάνεις; Όσο βρισκόμαστε σ αυτό το σώμα φυσικό είναι να φοβόμαστε τα παθήματα και τον πόνο, όχι όμως το θάνατο, που δεν είναι παρά ένας αποχαιρετισμός στη γη και την αμαρτία, για να ζήσουμε στη μακαριότητα του Ουρανού και στην ανέκφραστη χαρά μ' Εκείνον, για πάντα, αιώνια. Αυτή είναι η αιώνια ζωή, για την οποία η θρησκεία δεν γνωρίζει τίποτε. Κι' αυτή είναι στη διάθεσή μας μόνο με την πίστη σ' Εκείνον που είπε: «Εγώ είμαι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή» (Ιωάν.ιδ:6).