Σχετικά με την αγιοποίηση της
Ελένης την μητέρας του «μεγάλου» Κωνσταντίνου, το κοινό φαίνεται αγνοεί ότι:
• Ασκούσε το επάγγελμα της κοινής
γυναίκας στο πανδοχείο της, μέχρι την στιγμή που γνώρισε τον πατέρα του «μέγα»
Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο. (Ιστορία Αμβρόσιου Μεδιολάνων και εκκλησιαστική
ιστορία Φιλοστόργιου), και ο οποίος αργότερα την διαζεύχτηκε..
• Η Ελένη δεν ήταν χριστιανή,
αλλά βαπτίστηκε σε ηλικία 60 χρονών από προσκείμενους στον αρειανισμό (αφού ήταν ανάλογης θεολογίας), ενώ θεωρείται και ηθικός συναυτουργός στην δολοφονία της νύφης της
από τον γιό της Κωνσταντίνο. Η Ελένη και όλη η βασιλική οικογένεια επικρίθηκαν δριμύτατα από τους πραγματικούς χριστιανούς και ιδιαίτερα από τον επίσκοπο των μονοθειστών Ευστάθιο.
• Ο Άγγελος Βλάχος στις
αναμνήσεις του ως πρόξενου στα Ιεροσόλυμα («Μια φορά κι ένα καιρό»-εκδ. Εστία)
γράφει: «Όταν διαβάζει κανείς το χρονικό της ανακαλύψεως του «τιμίου σταυρού»
από την «αγία» Ελένη, φρικιά με τα απάνθρωπα βασανιστήρια που μεταχειρίστηκε
για να αναγκάσει τρεις Εβραίους να της αποκαλύψουν το μέρος όπου τον είχαν
κρύψει(!). Τρεις μέρες τους βασάνιζε και στο τέλος τους θανάτωσε όταν της είπαν
την αλήθεια(;), όχι βέβαια για να τους απαλλάξει ευσπλαχνικά από την ζωή, αφού
τους είχε σπάσει τα κόκαλα και τους είχε παντοιοτρόπως τσουρουφλίσει, αλλά για
να τους τιμωρήσει».
• Οι «διευκολύνσεις» και η
προνομιακή μεταχείριση που προσφέρθηκαν (αρχικά) στην τριαδική εκκλησία από τον
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ήταν αρκετά για να την αγιοποιήσουν. (Η συνέχεια είναι γνωστή. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα ο Κωνσταντίνος εξόρισε τους τριαδικούς και λίγο πριν πεθάνει βαπτίστηκε "χριστιανός" από τους αρειανιστές..).
• Το γεγονός ότι από τις αρχές
του 329 μ.Χ. σταματάει απότομα η κοπή νομισμάτων με τη μορφή της, μας οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της επήλθε στα τέλη του 328 ή στις αρχές του 329. "Ενταφιάστηκε" σε πορφυρή σαρκοφάγο όπως όλοι οι θεοποιημένοι ηγεμόνες των ειδωλολατρών της αρχαίας εποχής (σήμερα στο μουσείο του Βατικανού).
Το «ιερό σκήνωμα», για την
ακρίβεια είναι το ινιακό οστούν, το βρεγματικό οστούν, οι οφθαλμικές κόγχες,
ρινικά οστά, καθώς και άλλα θραύσματα της κεφαλής. Όλα αυτά είναι τοποθετημένα
σε μία λειψανοθήκη που έχει σχήμα ανθρωπόμορφης αργυρής κεφαλής με στέμμα, η
οποία παρουσιάζει το πρόσωπο κοιμισμένης γυναίκας. Ποιος μπορεί να βεβαιώσει
ότι τα συγκεκριμένα κοκαλάκια ανήκουν στη συγκεκριμένη γυναίκα;
Αφού, αυτά τα οστά δεν είναι τα
μοναδικά. Λείψανα της «αγίας Ελένης» αναφέρεται ότι υπάρχουν στη Ρεμς στη
Γαλλία και στο Τριέρ στη Γερμανία, με σοβαρές - είναι η αλήθεια - επιφυλάξεις
για τη γνησιότητά τους. Και στον ελλαδικό χώρο, όμως, υπάρχουν καταγραφές για
ύπαρξη τμημάτων του «ιερού λειψάνου». Στη Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους
υπάρχουν δύο λειψανοθήκες, με αποτμήματα λειψάνων των «αγίων Κωνσταντίνου και
Ελένης», ενώ στο ίδιο μοναστήρι σώζεται «κομμάτι από τον Τίμιο Σταυρό και τον
βράχο του Γολγοθά»! Επίσης μέρη του «ιερού λειψάνου της αγίας Ελένης» φέρεται
ότι βρίσκονται στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, στον Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στη
Νέα Ιωνία, στη Μονή Προυσού στην Ευρυτανία και στη Μονή Κύκκου στην Κύπρο.
Από τα παραπάνω στοιχεία
διερωτάται κανείς εάν, τελικά, τα «λείψανα» και η «αγιαστική χάρη τους»
υπάγονται στους νόμους της φυσικής και των μαθηματικών. Είναι περισσότερο
αγιασμένα τα λείψανα που έρχονται στην Ελλάδα από τη Βενετία από αυτά που
βρίσκονται στην Ελλάδα; Είναι πιο χαριτόβρυτη μια μεγαλύτερη ποσότητα αγίων
οστών από ό,τι ένα μικρότερο απότμημα του ίδιου -ίσως- ιερού λειψάνου που
βρίσκεται στη χώρα μας και είναι πιθανότατα πιο εύκολα προσβάσιμο;