Ρωμ.θ:7 ουδέ διότι είναι σπέρμα του Αβραάμ, διά
τούτο είναι πάντες τέκνα, αλλ' Εν τω Ισαάκ θέλει κληθή εις σε σπέρμα.
Μόνο και μόνο επειδή κάποιος είναι φυσικός απόγονος του
Αβραάμ δεν τον κάνει πνευματικό παιδί του Αβραάμ ή κληρονόμο των υποσχέσεων του
Θεού στον Αβραάμ. Όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κήρυξε, Λουκ.γ:8 Κάμετε λοιπόν καρπούς αξίους της μετανοίας,
και μη αρχίσητε να λέγητε καθ' εαυτούς, Πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· διότι σας
λέγω ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων να αναστήση τέκνα εις τον Αβραάμ.
Καταδεικνύοντας σαφέστατα ότι δεν είναι όλοι οι φυσικοί
απόγονοι του Αβραάμ αυτόματα και κληρονόμοι των πνευματικών υποσχέσεων, ο Παύλος
αναφέρεται στη Γέν.κα:12. Στη Γέν.κα:10-12 ο Θεός επέλεξε τον Ισαάκ σαν νόμιμο
κληρονόμο του Αβραάμ και ρητά εξαίρεσε τον Ισμαήλ από αυτή τη θέση.
Ρωμ.θ:8 Τουτέστι, τα τέκνα της σαρκός ταύτα δεν
είναι τέκνα Θεού, αλλά τα τέκνα της επαγγελίας λογίζονται διά σπέρμα.
Ο Ισμαήλ ήταν γιος του Αβραάμ από την υπηρέτρια της Σάρας,
την Άγαρ. Ήταν το αποτέλεσμα της συμφωνίας του Αβραάμ και της Σάρας, να φέρουν
γρηγορότερα την υπόσχεση του Θεού με φυσικά μέσα. Δεν ήταν ο γιος της νόμιμης συζύγου
του Αβραάμ και δεν ήταν η εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού, να δώσει στον
Αβραάμ και τη Σάρα κληρονόμο. Από την άλλη πλευρά, ο Ισαάκ γεννήθηκε σαν θαύμα
από τον Θεό. Ήταν η άμεση εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού. Κατά συνέπεια, οι απόγονοι
του Ισμαήλ ήταν μόνο απόγονοι του Αβραάμ κατά σάρκα, δεν είχαν δικαίωμα στις
ειδικές υποσχέσεις που έδωσε ο Θεός στους κληρονόμους του Αβραάμ. Ο Θεός σχεδίασε
οι υποσχέσεις Του προς τον Αβραάμ να είναι για τους απογόνους του Ισαάκ, που ήταν
ο αληθινός κληρονόμους.
Ρωμ.θ:9 Διότι ο λόγος της επαγγελίας είναι ούτος·
Κατά τον καιρόν τούτον θέλω ελθεί και η Σάρρα θέλει έχει υιόν.
Η Γέν.ιη:10 και ιη:14 αναφέρει την υπόσχεση του Θεού στη
Σάρα ότι θα γεννήσει το γιο που θα ήταν ο κληρονόμος του Αβραάμ. Ο Ισαάκ και
όχι ο Ισμαήλ, ήταν η εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης. Η επίπτωση απ’ όλα αυτά
είναι το εξής: ο Θεός, από την αρχή καθιέρωσε τη διχοτόμηση μεταξύ των φυσικών
απογόνων του Αβραάμ και των πνευματικών κληρονόμων του. Έτσι, δεν είναι άδικο
να κάνει την ίδια διάκριση και σήμερα.
Ρωμ.θ:10 Και ουχί μόνον τούτο, αλλά και η Ρεβέκκα,
ότε συνέλαβε δύο εξ ενός ανδρός, Ισαάκ του πατρός ημών·
Τα εδάφια 10-13 δίνουν ένα δεύτερο παράδειγμα αυτής της
αρχής: η ιστορία του Ιακώβ και του Ησαύ, που ήταν παιδιά του Ισαάκ και της Ρεβέκκας.
Όπως εξηγούν τα εδ.12-13, ο Θεός διάλεξε τον Ιακώβ σαν κληρονόμο αλλά απέκλεισε
τον Ησαύ.
Ρωμ.θ:11 διότι πριν έτι γεννηθώσι τα παιδία, και πριν
πράξωσί τι αγαθόν ή κακόν, διά να μένη ο κατ' εκλογήν προορισμός του Θεού, ουχί
εκ των έργων, αλλ' εκ του καλούντος,
Αυτό το εδάφιο είναι μια παρένθεση. Εξηγεί ότι η επιλογή του
Θεού να κάνει τον Ιακώβ κληρονόμο, δεν στηρίχθηκε στα καλά ή κακά έργα των δύο
αδελφών. Ο Θεός έκανε την επιλογή, πριν ακόμα γεννηθούν. Αυτό δείχνει ότι η
απόφαση στηρίζεται στην εξουσία του Θεού και όχι στις προσπάθειες των ανθρώπων.
Ρωμ.θ:12 ερρέθη προς αυτήν ότι ο μεγαλήτερος θέλει
δουλεύσει εις τον μικρότερον,
Όπως καταγράφεται στη Γέν.κε:23, ο Θεός αποκάλυψε στη Ρεβέκκα
ότι ο μεγαλήτερος θέλει δουλεύσει εις τον
μικρότερον. Αυτή η προφητεία κατά κύριο λόγο εφαρμόζεται στους απογόνους
τους αντί στα δύο αδέλφια, γιατί πουθενά
στη Γένεση δεν βλέπουμε τον Ησαύ να υπηρετεί πραγματικά τον Ιακώβ. Η πλήρης
προφητεία στη Γέν.κε:23 είναι: Δύο έθνη
είναι εν τη κοιλία σου· και δύο λαοί θέλουσι διαχωρισθή από των εντοσθίων σου·
και ο εις λαός θέλει είσθαι δυνατώτερος του άλλου λαού· και ο μεγαλήτερος θέλει
δουλεύσει εις τον μικρότερον. Ο Θεός επέλεξε οι απόγονοι του Ιακώβ να είναι
οι πνευματικοί κληρονόμοι αντί τους απόγονους του Ησαύ.
Ρωμ.θ:13 καθώς είναι γεγραμμένον· Τον Ιακώβ ηγάπησα,
τον δε Ησαύ εμίσησα.
Σαν περαιτέρω υποστήριξη, το εδ.13 παραθέτει το Μαλαχ.α:2-3.
Ο Μαλαχίας έγραψε αιώνες μετά τα γεγονότα της Γένεσης, έτσι και πάλι η αναφορά
είναι για δύο έθνη, όχι για δύο άτομα.
Η δήλωση, «Τον Ιακώβ
ηγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα» δεν σημαίνει ότι ο Θεός μισούσε τον Ησαύ, τον
απεχθανόταν ή έτρεφε προσωπική εχθρότητα προς αυτόν. Μάλλον, είναι μια
ιδιωματική έκφραση που δηλώνει επιλογή ή προτίμηση. Αυτό σημαίνει, «Έχω
επιλέξει τον Ιακώβ αντί τον Ησαύ». Στο Λουκ.ιδ:26 χρησιμοποιείται παρόμοια
γλώσσα: Εάν τις έρχηται προς εμέ και δεν
μισή τον πατέρα αυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους
αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ζωήν, δεν δύναται να ήναι
μαθητής μου. Ο Ιησούς δεν μας ζήτησε να περιφρονούμε την οικογένειά μας,
αλλά να Τον επιλέξουμε πρώτα και πάνω από την οικογένειά μας. Η αγάπη μας γι’ Αυτόν,
θα πρέπει να κάνει όλες τις άλλες αγάπες και σχέσεις μας, χλωμές σε σύγκριση.
Τα προηγούμενα παραδείγματα δεν διδάσκουν ότι ο Θεός
προκαθορίζει τη σωτηρία ή την καταδίκη του καθένα, αδιαφορώντας για την πίστη
του. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου η προσωπική σωτηρία, αλλά μάλλον η θέση των ατόμων αυτών και των απογόνων τους στο
σκοπό του Θεού για την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Θεός επέλεξε τους απογόνους
του Ιακώβ να είναι οι κληρονόμοι της διαθήκης που έκανε με τον Αβραάμ, να φέρει
το Μεσσία, αλλά αυτό δεν εγγυάται αυτόματα την προσωπική σωτηρία του Ιακώβ,
ούτε αποκλείει αυτόματα τον Ησαύ από τη σωτηρία. Επιπλέον, ενώ ο Θεός σχεδίασε
εκ των προτέρων τον ιστορικό ρόλο του Ιακώβ, ο Ιακώβ είχε ακόμα την ελευθερία
να αποδεχτεί ή να απορρίψει το θέλημα του Θεού για τη ζωή του.
Γιατί διάλεξε ο Θεός τον Ιακώβ αντί τον Ησαύ, όταν το
παραδοσιακό έθιμο της εποχής ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός να είναι ο κληρονόμος;
Σίγουρα, ο Θεός πρόβλεψε ότι ο Ιακώβ θα τιμούσε την πνευματική σημασία των
πρωτοτοκίων, ενώ ο Ησαύ θα την αντιμετώπιζε περιφρονητικά. Ο Ιακώβ ήταν δόλιος
και αμαρτωλός στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις του, ωστόσο, το Ρωμ.θ:11 λέει συγκεκριμένα
ότι ο Θεός δεν στήριξε την επιλογή Του στα έργα των δύο αδελφών. Ίσως μπορούμε
να διακρίνουμε μια τυπολογική σημασία στην επιλογή των κληρονόμων από τον Θεό. Κατ’
επανάληψη στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός αντέστρεψε το κανονικό μοτίβο και επέλεξε
τους νεότερους αντί τους πρεσβύτερους: Σηθ και Κάιν, Ισαάκ και Ισμαήλ, Ιακώβ και
Ησαύ, Ιωσήφ και τα αδέρφια του, Εφραίμ και Μανασσή, Δαβίδ και τα αδέλφια του,
Σολομώντα και τα αδέρφια του. Με τον ίδιο τρόπο, ο δεύτερος Αδάμ - Χριστός -
έχει αντικαταστήσει τον πρώτο Αδάμ σαν επικεφαλής της ανθρώπινης φυλής. Στον
αναγεννημένο πιστό, ο νέος άνθρωπος - με την αναγεννημένη φύση - έχει εξουσία
πάνω στον παλαιό άνθρωπο – με τον μη αναγεννημένο τρόπο ζωής που βρίσκεται κάτω
από την κυριαρχία της αμαρτίας. Τα παλαιότερα πρέπει να υπηρετούν τα νεότερα. Η
σάρκα πρέπει να υπηρετεί το Πνεύμα. Αντί να κληρονομούμε την αμαρτωλή φύση του
Αδάμ, κληρονομούμε το Χριστό διά Πνεύματος Αγίου.
Με λίγα λόγια, ο αληθινός λαός του Θεού είναι τα παιδιά της
υπόσχεσης. Οι ευλογίες δεν προέρχονται από φυσική γενεαλογία, αλλά από τις
υποσχέσεις του Θεού, και, όπως ήδη έχει εδραιώσει το δ:13-16, παίρνουμε τις υποσχέσεις
του Θεού μόνο δια πίστεως. Από την αρχή, ο Θεός δεν έχει δώσει ποτέ ευλογίες με
βάση τα ανθρώπινα έργα, αλλά πάντα από επιλογή και τη χάρη Του.
Η άμεση, συναφής εφαρμογή αυτής της αλήθειας είναι ότι
πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του φυσικού και πνευματικού Ισραήλ. Η συντριπτική
απόρριψη του Ευαγγελίου από τους Εβραίους δεν δυσφήμιση το Ευαγγέλιο. Μάλλον
καταδεικνύει ότι πολλοί Εβραίοι δεν είχαν την πίστη του Αβραάμ και δεν ήταν οι
πνευματικοί κληρονόμοι των υποσχέσεων του Θεού στον Αβραάμ.
Υπάρχει επίσης μία σημαντική εφαρμογή για την εκκλησία
σήμερα: η διάκριση μεταξύ της ορατής και αόρατης εκκλησίας. Η ορατή εκκλησία
αποτελείται από εκείνους που σχετίζονται με την ορατή εκκλησιαστική δομή πάνω στη
γη. Ωστόσο, όλοι αυτοί δεν έχουν αληθινή πίστη. Μέσα σ’ αυτή την ορατή
εκκλησία, βρίσκεται η αληθινή, η αόρατη εκκλησία των πιστών που πραγματικά
επιτρέπουν στο Πνεύμα του Θεού να βασιλεύει στη ζωή τους.
Κανείς δεν δικαιούται πνευματικά προνόμια, ευλογίες, ή
σωτηρία λόγω κάποιας εξωτερικής σχέσης με την ορατή εκκλησία ή λόγω φυσικής
γέννας. Για να κληρονομήσουμε πνευματικές υποσχέσεις, ευλογίες, και την αιώνια
ζωή, πρέπει να αναγεννηθούμε και να συνεχίσουμε να ζούμε δια πίστεως.