Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Βιβλικός Χριστιανισμός και ορθολογιστικός σκεπτικισμός (13)



12. Παρθενική γέννηση και ανάσταση του Ιησού: Λογοκλοπή από μύθους;

Κάποιοι νεοπαγανιστικοί και θρησκειολογικοί κύκλοι που αρέσκονται στους μύθους και στις μυθοπλασίες, ισχυρίζονται (προσοχή! ισχυρίζονται χωρίς να αποδεικνύουν), ότι η παρθενική γέννηση του Ιησού όπως αναφέρεται από το Ματθαίο και τον Λουκά, και οι αφηγήσεις των Ευαγγελιστών για την ανάσταση του Ιησού, προέρχονται από παγανιστικούς μύθους, γιατί τάχα υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της θαυματουργικής γέννησης του Ιησού, με τη θαυματουργική γέννηση του Ηρακλή από την Αλκμήνη που την επισκέφτηκε ο Δίας ή το μύθο της Δανάης κ.α., και συνεπώς, οι Ευαγγελιστές από αυτούς εμπνεύστηκαν! Βέβαια, πρώτος που υποστήριξε τέτοιες ιδέες δεν ήταν κανείς άλλος παρά ο Κέλσος, τον οποίον οι σύγχρονοι χριστιανομάχοι αντιγράφουν! (Ωριγένης, Κατά Κέλσου 1, 37), πρβλ. και Δ. Τσινικόπουλος, Ο Κέλσος και ο (αν)αληθής του λόγος.


Εδώ, βέβαια, ισχύει μάλλον το γνωστό ρητόν: «Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απωλέσαι» και, πολύ περισσότερο ταιριάζει, αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος σε κάποια περίπτωση: «Θέλοντας να είναι νομοδιδάσκαλοι, δεν γνωρίζουν ούτε τι λέγουν ούτε για τι πράγμα ισχυρίζονται (1 Τιμ.1:7).

Όποιος προβάλλει τέτοιους εξωφρενικούς ισχυρισμούς, οφείλει με την κοινή λογική και τους κανόνες αποδείξεως (όπως ακριβώς στη νομική επιστήμη υπάρχει «δίκαιον αποδείξεως», και αποδείξεις θεωρούνται οι: μάρτυρες, έγγραφα, ομολογία, αυτοψία, τεκμήρια κ.λπ) οφείλει, λέω, να μας αποδείξει: πού, πώς, πότε και γιατί, οι Ιουδαίοι συγγραφείς Ευαγγελιστές, του 1ου αι. μ.Χ., ήρθαν σε επαφή με τους παγανιστικούς μύθους, τους πίστεψαν και τους εγκολπώθηκαν, και τους σέρβιραν στους αναγνώστες τους, όντας οι ίδιοι αυστηροί μονοθεϊστές! Αλλά εδώ υπάρχει κάτι πολύ σπουδαιότερο που οι νεοπαγανιστές και άλλοι αρνητές, δεν υποψιάζονται καν. Σύμπασα η Βίβλος, ομιλεί και προϋποθέτει την παρθενική γέννηση του Μεσσία Ιησού (Γεν. 3:15, Ψαλμ. 2:7, 69:8, Μιχ. 5:2, Ησ. 7:14 . η νεαρά κόρη εδώ, εβρ. almach, μπορεί να μεταφραστεί θεμιτά και ως «παρθένος», όπως το έκαναν ορθώς οι Ο΄ και απ’ αυτούς παραθέτει ο Ματθαίος 1:22, 23 (βλ. J. McDowell, Ζητώ αποδείξεις, σελ. 376, 377).

Αλλά και ο απόστολος Παύλος αυτό εννοεί και προϋποθέτει, όταν λέει ότι ο Ιησούς Χριστός «εν μορφή Θεού υπάρχων ... εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. 2:5, 6) και «ότε δε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλε ο Θεός τον υιόν αυτού γενόμενον υπό γυναικός» (Γαλ. 4:4). Αλλού γράφει ότι ο Ιησούς είναι ο δεύτερος Αδάμ, «άνθρωπος εξ ουρανού», ο οποίος εγένετο μετά την ανάστασή του «εις πνεύμα ζωοποιούν» (1 Κορ. 15:45, 47). Κι αυτό το γράφει το 55 μ.Χ., μόλις 22 χρόνια μετά τον θάνατο του Ιησού! Πότε να προλάβουν να επιδράσουν στη διάνοιά του παγανιστικοί μύθοι και από πού κι ως πού; Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο αν η Καινή Διαθήκη είχε γραφεί από ημιπαγανιστές τον 2ο αι. μ.Χ. και όχι από χριστιανούς πιστούς τον 1ο αι. μ.Χ. Με άλλα λόγια, μόνο με την παρθενική γέννηση του Ιησού, με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, θα μπορούσε να γεννηθεί ως άνθρωπος αναμάρτητος, για να προσφέρει τη ζωή του λυτρωτική θυσία στο Θεό, και να εξασφαλιστεί έτσι η σωτηρία του ανθρώπου. Κανείς άλλος άνθρωπος καταγόμενος από τους πρώτους γονείς, δε θα μπορούσε να το επιτελέσει αυτό. Υπάρχει, λοιπόν, οργανική ενότητα στην διδασκαλία της Βίβλου για την θεία ενανθρώπιση του Ιησού, πολυμαρτυρημένη (Ιωάν. 1:1, 2, «ο Λόγος σαρξ εγένετο», κ.λπ.). Οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί των πολεμίων αποδεικνύονται για πολλοστή φορά αναπόδεικτες φαντασιοκοπίες ανθρώπων, που κυριολεκτικά δεν ξέρουν τι λένε...

Όσον αφορά τον έτερον ισχυρισμό, ότι οι Ευαγγελικές διηγήσεις περί αναστάσεως του Ιησού δεν αναφέρονται σε κάποιο ιστορικό γεγονός, αλλά πάρθηκαν από τους μύθους των μυστηριακών θρησκειών, π.χ., Όσιρις αναγεννώμενος, ο Άδωνις που πεθαίνει και επανέρχεται την Άνοιξη στη ζωή, Διονύσιος ο Ζαγρεύς των Ορφικών μυστηρίων, ο Άττις (φρυγική θεότης), που φέρεται ανιστάμενος από τους νεκρούς κ.λπ., εδώ, θα πρέπει και πάλι να πούμε ότι η προκατειλημμένη επιθυμία, προηγείται της γνώσης και της επιστημοσύνης!

Επιγραμματικά προχωρώ στην ανασκευή των επιχειρημάτων των αντιφρονούντων που αποδεικνύονται σαθρά.

1. Η πίστη στο θάνατο των θεών επανερχομένων στη ζωή, υπήρχε στην αρχαία Αίγυπτο, Βαβυλώνα, Συρία και Φοινίκη. Θεωρούνταν θεοί βλαστήσεως που αναγεννιόνταν την άνοιξη, ή το πρωί μαζί με τον ήλιο... Στον αυστηρό ιουδαϊκό μονοθεϊσμό και στον κύκλο των Ιουδαίων μαθητών του Ιησού, είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατον να είχαν επίδραση τέτοιες παγανιστικές ιδέες. Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία και ιστορική βάση που να βεβαιώνει ή να μαρτυρεί μια τέτοια έστω και έμμεση επίδραση μύθων στις διάνοιες των χριστιανών.

2. Οι μύθοι αυτοί των παγανιστών περί θανάτου-αναγεννήσεως των θεών τους, έχουν να κάνουν με τις δυνάμεις της φύσης. Πρόκειται συνήθως, περί ζεύγους θεοτήτων, και είναι αόριστοι, αισχροί στο περιεχόμενό τους, στερούμενοι ηθικής αξίας, σε αντίθεση με το θάνατο του Ιησού και την επιμαρτυρούμενη πολλαπλώς ανάστασή του, που έλαβε χώραν εντός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου—έξω από την Ιερουσαλήμ, στο Γολγοθά, στις 14 Νισάν του 33 μ.Χ. ο θάνατος, 16 Νισάν του 33 μ.Χ., η ανάστασις (πρβλ. Colin Duriez, Έτος 33. Η χρονιά που άλλαξε ο κόσμος, ιδίως σελ.169 επ.).

3. Η ανάσταση του Χριστού διαβεβαιώνεται και αναφέρεται όχι μόνο από τους 4 Ευαγγελιστές, αλλά και από τις επιστολές του Παύλου, και των άλλων συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, κείμενα του 1ου αι. μ.Χ. Αλλά οι μυστηριακές θρησκείες με τους, μύθους τους αναπτύχθηκαν αργότερα, και ήταν αδύνατον να επιδράσουν σε πιστούς του 1ου μ.Χ. αι.

4. Δεν γίνεται λόγος στους μύθους, συγκεκριμένη αναφορά εφ’ άπαξ αναστάσεως κάποιου θεού αλλά περί θεοποιήσεως π.χ. του Όσιρι, και τάχα ανασυνθέσεως του Διονύσου από την καρδιά του (!). Τα ίδια πρέπει να λεχθούν και για τον Άδωνι-Θαμμούζ. Οι παλιές εκδόσεις του μύθου του Άττεως δεν κάνουν λόγο για θάνατο και ανάστασή του. Ως προς τον Μίθρα, που είναι προσωποποίηση του ήλιου, η λατρεία του οποίου προσέλαβε μεγάλη έκταση στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ανάμεσα στους Ρωμαίους στρατιώτες τον 3ο μ.Χ. αι., δεν γίνεται λόγος για πάθος και ανάστασή του στον κύκλο των μύθων του. Οι προσκομιζόμενες αναλογίες δεν είναι πραγματικές και δεν έχουν σοβαρή ιστορική βάση (πρβλ. Κ. Τσομπάνη, Μιθραϊσμός και Χριστιανισμός, περ. Ιστορικά, τεύχος 61, 2007).

Καμία σχέση και αναλογία λοιπόν, δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ των αορίστων, ασαφών και αισχρών μύθων των συνεχώς αναγεννωμένων θεών της αρχαιότητας, και του μοναδικού γεγονότος του θανάτου και της αναστάσεως του ιστορικού Ιησού, που μαρτυρείται κατά την επιτυχή και ωραία έκφραση χριστιανού απολογητή από «λεγεώνα μαρτύρων» (πρβλ. 1 Κορ. 15), επιβεβαιούμενη από την συμμαρτυρία ολόκληρης της χριστιανικής γενεάς (βλ. Π. Τρεμπέλα, Ιησούς ο από Ναζαρέτ, 1955, σελ. 455 επ., 506 επ. και ιδίως 514. του ιδίου, Αρχαίες μυστηριακές θρησκείες και Χριστιανισμός και Joscelyn Godwin, Μυστηριακές θρησκείες του αρχαίου κόσμου. Επίσης, το περισπούδαστο έργο του Ronald H. Nash, Christianity and Hellenistic World [επανεκδώθη ως The Gospel and the Greeks: Did the New Testament Borrow from Pagan Thought?].

Για την ιστορικότητα και αξιοπιστία των ευαγγελικών αφηγήσεων για την ανάσταση του Ιησού βλ. μεταξύ άλλων, Frank Morison, Ποιος μετακίνησε την πέτρα; και, ιδίως, Δ. Τσινικόπουλος, Ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού: Γεγονότα ή μύθοι; Τοσαύτα και επ’ αυτού του θέματος.

 Συγγραφέας: Τσινικόπουλος, Δημήτρης