Η κατάσταση στον
Ισραήλ (θ:1 – ια:36)
Για τους σύγχρονους αναγνώστες, αυτό το κομμάτι της προς
Ρωμαίους είναι μια παρένθεση, δεν φαίνεται να συνδέεται άμεσα με το κύριο θέμα
του βιβλίου. Για τους ανθρώπους των ημερών του Παύλου όμως, αυτό το τμήμα ήταν σε
άμεση συνάφεια, γιατί απαντούσε σε αντιρρήσεις για το Ευαγγέλιο. Αυτές οι
αντιρρήσεις προερχόταν από τη σχέση του Ισραήλ με το ευαγγέλιο και ιδιαίτερα από
την εξάλειψη κάθε διάκρισης μεταξύ Εβραίων και Εθνικών που προκύπτει από το
Ευαγγέλιο, καθώς και η σχεδόν καθολική Εβραϊκή απόρριψη του Ευαγγελίου. Η Ρωμ.γ:1-4
προλαμβάνει αυτές τις αντιρρήσεις.
Συγκεκριμένα, η Εβραϊκή απόρριψη του ευαγγελίου ανάγκαζε τους
ανθρώπους να αναρωτιούνται: (1) αν το δόγμα της δικαίωσης δια πίστεως δεν ήταν καινούριο,
αλλά βασιζόταν στην Παλαιά Διαθήκη και στον Εβραίο πατριάρχη Αβραάμ, γιατί δεν το
είχε ο Ισραήλ, ο εκλεκτός λαός του Θεού;
Μπορούμε να εκτιμήσουμε την ισχύ αυτής της αντίρρησης από
μια ανάλογη ερώτηση στις μέρες μας: αν η Αγία Γραφή πραγματικά διδάσκει το
βάπτισμα στο όνομα του Ιησού, το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος με το αρχικό
σημείο της γλωσσολαλιάς, και ότι ο Θεός είναι ΕΙΣ και όχι τρεις, γιατί δεν είναι
αυτές οι διδασκαλίες αποδεκτές από τη μεγάλη πλειοψηφία της ιστορικής
Χριστιανοσύνης; (2) γιατί ο Θεός, όπως φαίνεται, απέρριψε τον Ισραήλ, τον
εκλεκτό Του λαό, υπέρ μιας κυρίως Εθνικής εκκλησίας; (3) τι θα γίνει με τις
υποσχέσεις του Θεού στον Ισραήλ; Δεν θα εκπληρωθούν; Θα αποτύχει ο λόγος Του;
Επιπλέον, υπήρχε ο κίνδυνος οι Εθνικοί Χριστιανοί να δυσφημήσουν
τους Εβραίους, ακόμη και τους Εβραίους Χριστιανούς, εξαιτίας της φαινομενικής απόρριψης
του Ιουδαϊκού έθνους από το Θεό. Την ίδια στιγμή, υπήρχε ένας αντίθετος
κίνδυνος, οι Εβραίοι Χριστιανοί να αντιδράσουν στην κατάσταση αυτή, δίνοντας αδικαιολόγητα
έμφαση στις εβραϊκές παραδόσεις τους.
Τα κεφάλαια Ρωμ.θ-ια δίνουν τις ακόλουθες απαντήσεις στις παραπάνω
αντιρρήσεις, βάζοντας το Ισραήλ στη σωστή του διάσταση: (1) οι υποσχέσεις του
Θεού δεν ήταν ποτέ προορισμένες για όλο το φυσικό Ισραήλ αλλά μόνο για τα αληθινά
παιδιά του Θεού, δηλαδή, για εκείνους που βάδιζαν δια πίστεως. (2) ο Θεός είναι
απόλυτα κυρίαρχος στις ενέργειές Του, και δεν έχουμε δικαίωμα να αμφισβητούμε
τις αποφάσεις Του. (3) στην πραγματικότητα, η απόρριψη του Ισραήλ από το Θεό
δεν είναι αυθαίρετη, είναι λόγω της απιστίας και του πείσματος του Ισραήλ. (4) η
απόρριψη του Ισραήλ από το Θεό είναι μόνο μερική και προσωρινή. Ο Θεός
εξακολουθεί να έχει μια θέση για τους Εβραίους στο τέλειο σχέδιό Του.
Μερικοί χρησιμοποιούν αυτό το κομμάτι για να διδάξουν την Καλβινιστική
θεωρία του απόλυτου προορισμού ή της άνευ όρων εκλογής. Η θεωρία αυτή λέει ότι
ο Θεός αποφασίζει από μόνος Του και προορίζει ποιος θα σωθεί και ποιος θα χαθεί,
χωρίς αναφορά στην ανθρώπινη πίστη ή στην ανθρώπινη επιλογή. Αυτή η επιστολή
δεν διδάσκει κάτι τέτοιο. Αυτό το μέρος σαν σύνολο, ασχολείται με το εθνικό
καθεστώς, όχι με την ατομική σωτηρία. Διακηρύττει την απόλυτη κυριαρχία του Θεού,
αλλά και την ελεύθερη βούληση και ηθική ευθύνη του ανθρώπου.
Α. Οι υποσχέσεις του
Θεού δεν είναι για όλο το φυσικό Ισραήλ (θ:1-13)
Ρωμ.θ:1 Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, έχων
συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν Πνεύματι Αγίω,
Τα τρία πρώτα εδάφια αποτελούν μια πολύ προσωπική εισαγωγή
στην ενότητα, εκφράζοντας το μέγεθος του βάρους του Παύλου για το Ισραήλ. Ξεκινά,
εδραιώνοντας με έντονο τρόπο την ειλικρίνειά του. Θα μπορούσε να πει αυτά τα
πράγματα σαν Χριστιανός, με καθαρή συνείδηση και χωρίς καμία μομφή από το Άγιο
Πνεύμα.
Ρωμ.θ:2 ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην
εν τη καρδία μου.
Έζησε με μεγάλη θλίψη και αδιάλειπτη οδύνη. Αυτές οι λέξεις
αποκαλύπτουν την ένταση του βάρους του για τους μη σωσμένους Εβραίους που είχαν
απορρίψει το Μεσσία, Κύριο και Σωτήρα τους.
Ρωμ.θ:3 Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από
του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου,
Το βάρος του ήταν τόσο μεγάλο, που ευχόταν: αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού
υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου. Αυτό το συναίσθημα είναι
πολύ δύσκολο για μας να το κατανοήσουμε, επειδή ο νόμος της αυτοσυντήρησης
είναι πρώτιστος ενστικτωδώς στο μυαλό μας. Πρέπει να καταλάβουμε τα λόγια του Παύλου
σαν συναισθηματική έκφραση, όχι λογική. Δεν είπε ότι το επιθυμούσε στην
πραγματικότητα, απλά «ηυχόμην». Ούτε
είπε ότι θα μπορούσε στην πραγματικότητα να γίνει, γιατί δίδαξε ότι σωζόμαστε
μόνο με ότι έκανε ο Χριστός για μας. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να προσθέσει τίποτα
στο λυτρωτικό έργο του Χριστού, αλλά ήταν πρόθυμος να κάνει οποιαδήποτε θυσία,
προκειμένου να σώσει τους Εβραίους με το Ευαγγέλιο. Ένιωσε την απέραντη αγάπη
του Χριστού γι’ αυτούς. Ο Παύλος ήξερε, ότι δεν μπορούσε να πάρει στην
πραγματικότητα τη θέση τους, αφού την πήρε ο Χριστός γενόμενος γι’ αυτούς «κατάρα» πάνω στο σταυρό (Γαλ.γ:13), και
αισθάνθηκε την ίδια αγάπη που παρακίνησε το Χριστό.
Το βάρος του Παύλου για το λαό του μπορεί να συγκριθεί με τη
μεσιτική προσευχή του Μωυσή υπέρ των Ισραηλιτών μετά που λάτρευσαν το χρυσό
μόσχο: Έξοδ.λβ:32 πλην τώρα, εάν
συγχωρήσης την αμαρτίαν αυτών· ει δε μη, εξάλειψόν με, δέομαι, εκ της βίβλου
σου, την οποίαν έγραψας.
Από το παράδειγμα αυτών των δύο αντρών, μπορούμε να μάθουμε
πολλά για το βάρος της μεσιτείας και την αγάπη για τους αμαρτωλούς.
Άλλος ένας παράγοντας που αύξησε το προσωπικό ενδιαφέρον του
Παύλου ήταν ο δεσμός της φυσικής συγγένειας. Φυσικά, είχε μια ιδιαίτερη αγάπη
για τους ομοεθνείς του. Αυτό, φυσικά, δεν τον εμπόδισε να κηρύττει σε άλλα έθνη
και φυλές, στην πραγματικότητα, έγινε ο μεγαλύτερος ιεραπόστολος στους
εθνικούς.