Κάποτε ο πάπας ήθελε να διώξει τους Εβραίους από τη Ρώμη. Η κοινότητα των Εβραίων ζήτησε να το κουβεντιάσουν, ο πάπας δέχτηκε, αλλά κανείς Εβραίος δεν τολμούσε να μιλήσει με τον πάπα.
Τελικά, κάποιος αμόρφωτος που κανείς δεν του έδινε σημασία, σκέφτηκε ότι δεν έχει να χάσει τίποτα αν πάει αυτός. Πήγε λοιπόν και είπε στον πάπα: θα κουβεντιάσουμε, αλλά όχι με λόγια, με νοήματα (φοβόταν ίσως ότι δεν θα τα κατάφερνε στα λόγια). Ο πάπας δέχτηκε, η συζήτηση άρχισε κι όταν τέλειωσε, είπε ότι οι Εβραίοι μπορούν να συνεχίσουν να μένουν στη Ρώμη.
Οι καρδινάλιοι τον πλησίασαν και τον ρώτησαν πώς έγινε αυτό κι αυτός τους απάντησε: δεν ξέρω, με το που ξεκινήσαμε του έδειξα τα τρία μου δάκτυλα, θέλοντας να του πω ότι ο Θεός είναι τριάδα. Αυτός τότε σήκωσε το ένα του δάκτυλο, θέλοντας προφανώς να πει ότι ο Θεός είναι είς. Κούνησα κυκλικά το χέρι μου προς τον ουρανό, εννοώντας ότι ο Θεός κατοικεί στον ουρανό κι αυτός μου έδειξε το έδαφος, ότι δηλαδή ο Θεός είναι εδώ στη γη. Η τελευταία μου κίνηση ήταν να του δείξω το ποτήρι με το κρασί και την οστία σαν τα μέσα συγχώρεσης της αμαρτίας και τότε αυτός έβγαλε ένα μήλο από την τσέπη του και κατάλαβα ότι ήθελε να μου πει ότι η αμαρτία ξεκίνησε απ’ τον κήπο της Εδέμ. Δεν μπόρεσα να τα βγάλω πέρα μαζί του, γι’ αυτό τους άφησα να μείνουν.
Όταν ο φτωχός Εβραίος γύρισε στους αδελφούς του με τα καλά νέα, έκπληκτοι τον ρώτησαν: πώς τα κατάφερες; Δεν ξέρω, τους απάντησε, μου είπε ότι σε τρεις μέρες πρέπει να φύγουμε και του απάντησα ότι ούτε ένας από μας δεν θα φύγει. Μου είπε ότι θα μαζέψει όλο το στρατό της Ρώμης για να μας διώξει και του είπα ότι θα μείνουμε εδώ και κανείς δεν θα μας κουνήσει. Τελικά, έβγαλε το φαΐ του να φάει κι έβγαλα κι εγώ το δικό μου. Μετά μου είπε ότι μπορούμε να μείνουμε εδώ!!!!