Πρέπει ν’ αρχίσουμε με το να θυμηθούμε ότι στα Ελληνικά η
λέξη λόγος έχει δυο έννοιες, α) Σημαίνει λόγος, και β) σημαίνει σκέψη, και αυτές
οι δυο έννοιες είναι πάντοτε αλληλένδετες.
Στην Ιουδαϊκή σκέψη, μια λέξη ήταν κάτι παραπάνω από ένα ήχο
που έκφραζε ένα νόημα. Ο λόγος, στην ουσία έκανε πράγματα. Ο λόγος του Θεού δεν
είναι απλά ένας ήχος, είναι η ενεργός αιτία. Στην ιστορία της δημιουργίας, ο λόγος
του Θεού δημιουργεί. Ο Θεός είπε: «Γεννηθήτω
φως», και έγινε φως (Γέν.α:3)!
Ψαλμ.λγ:6 Με τον λόγον του Κυρίου έγειναν οι ουρανοί,
και διά της πνοής του στόματος αυτού πάσα η στρατιά αυτών.
Ψαλμ.λγ:9 Διότι αυτός είπε, και έγεινεν· αυτός
προσέταξε, και εστερεώθη.
Ψαλμ.ρζ:20 αποστέλλει τον λόγον αυτού και ιατρεύει
αυτούς και ελευθερόνει από της φθοράς αυτών.
Ης.νε:11 ούτω θέλει είσθαι ο λόγος μου ο εξερχόμενος
εκ του στόματός μου· δεν θέλει επιστρέψει εις εμέ κενός, αλλά θέλει εκτελέσει
το θέλημά μου και θέλει ευοδωθή εις ό,τι αυτόν αποστέλλω.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι στην Ιουδαϊκή σκέψη, ο λόγος του
Θεού δεν έλεγε μόνο πράγματα, αλλά και έκανε.
Ήρθε κάποια εποχή που οι Ιουδαίοι ξέχασαν την Εβραϊκή γλώσσα
και γλώσσα τους έγινε η Αραμαϊκή. Αναγκαστικά οι Γραφές τους μεταφράστηκαν στα
Αραμαϊκά. Αυτές οι μεταφράσεις ονομάζονται «Τάργκουμς».
Μέσα στην απλότητα της Παλαιάς Διαθήκης, ανθρώπινα συναισθήματα,
ενέργειες, αντιδράσεις και σκέψεις αποδίδονται στο Θεό (ανθρωπομορφισμοί).
Αυτοί που έκαναν τα «Τάργκουμς, σκέφτηκαν ότι αυτό ήταν πάρα
πολύ ανθρώπινο και γι’ αυτό σε τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποίησαν μια περίφραση
του ονόματος του Θεού. Δεν μιλούσαν πια για το Θεό, αλλά για τον «λόγο», τον
«Μέμρα» του Θεού.
Στην Έξ.ιθ:17 τα Τάργκουμς γράφουν ότι ο Μωυσής έφερε το λαό
έξω από το στρατόπεδο για να συναντήσουν τον Μέμρα, το λόγο του Θεού, αντί να
πουν απλά «το Θεό».
Στο Δευτ.θ:3, είναι ο λόγος του Θεού, ο Μέμρα, που είναι
«πυρ καταναλίσκον».
Στον Ης.μη:13 διαβάζουμε: «Και η χειρ μου εθεμελίωσε την γην και η δεξιά μου εμέτρησε με σπιθαμήν
τους ουρανούς· όταν καλώ αυτούς, παρίστανται ομού». Στα Τάργκουμς αυτό
γίνεται: «δια του λόγου μου, δια του Μέμρα μου, εθεμελίωσα την γην…».
Το αποτέλεσμα ήταν οι Ιουδαϊκές Γραφές στη λαϊκή μορφή τους
να γεμίσουν με τη φράση «Ο Μέμρα του Θεού» δηλαδή ο λόγος του Θεού.
Ας μην ξεχνάμε ακόμα ότι ο λόγος και η σκέψη είναι
αλληλένδετα.
Στην Ιουδαϊκή σκέψη υπάρχει μια άλλη έννοια, αυτή ης Σοφίας
κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στις Παροιμίες.
Παρ.γ:13-20 «….Διά της σοφίας εθεμελίωσεν ο Κύριος,
εστερέωσε τους ουρανούς εν συνέσει…..»
Παρ.η:1-9 Εδώ βλέπουμε ότι η σοφία είναι απ’ αιώνος,
πριν ακόμα υπάρξει η γη, ήταν με το Θεό την ημέρα της δημιουργίας.
Στον Εκκλ.α:1-10 υπάρχει μια εικόνα της σοφίας που
δημιουργήθηκε πριν απ’ οτιδήποτε άλλο και η οποία είναι αλληλένδετη με τη
δημιουργία.
Έτσι, μέσα στην Ιουδαϊκή σκέψη, έχουμε δύο μεγάλες έννοιες
πίσω από την ιδέα του Ιησού σαν λόγου του Θεού:
α) ο λόγος του
Θεού δεν είναι μόνο ομιλία αλλά και δύναμη.
β) είναι αδύνατο
να ξεχωρίσει κανείς τις έννοιες του λόγου και της σοφίας.
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε τι έκανε ο Ιωάννης όταν
διακήρυξε τη μεγαλειώδη φράση: «και ο
λόγος σαρξ εγένετο».
Έδινε μια νέα χριστολογία. Με το να ονομάσει τον Ιησού λόγο,
ο Ιωάννης είπε δύο πράγματα:
α) ότι ο Ιησούς
είναι η δημιουργός δύναμη του Θεού που δεν είχε σκοπό να μας πει μόνο πράγματα
αλλά και να κάνει.
β) ο Ιησούς είναι
ο ενσαρκωθείς νους του Θεού.
Θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τα λόγια του Ιωάννη έτσι: «Και
ο νους του Θεού έγινε άνθρωπος».
Ένας λόγος είναι πάντοτε
η έκφραση μιας σκέψης και ο Ιησούς είναι η τέλεια έκφραση της σκέψης του
Θεού για τον άνθρωπο.
|
Γεγονός πάντως είναι ότι πουθενά μέσα στην Παλιά Διαθήκη ή
στην αντίληψη του λαού, δεν υπήρχε η αίσθηση ότι ο λόγος του Θεού είναι μια
δεύτερη προσωπικότητα ή μια δεύτερη θεότητα ξεχωριστή από τον Πατέρα.
Με το ξεκίνημα όμως της εκκλησίας της Καινής Διαθήκης, μια
τέτοια ιδέα άρχισε να αιωρείται. Ήταν ο Νεοπλατωνισμός που διακήρυττε τέτοιες
θεωρίες που αργότερα διείσδυσαν μέσα στην εκκλησία.
Ο Πλάτων πίστευε στο γνωστικισμό που έλεγε ότι η ύλη είναι
πονηρή. Έλεγε λοιπόν ότι ο Θεός, ο Πατέρας, δεν είναι στην ουσία ο δημιουργός
του σύμπαντος αφού δεν ήρθε σε άμεση επαφή με την πονηρή ύλη. Δημιούργησε όμως
μια κατώτερη θεότητα που την ονόμασε «υπέρτατο νου», η οποία όπως έλεγε είναι η
αιτία όλων των υπάρξεων. Είναι αιθέρια σκέψη χωρίς αρχή και χωρίς τέλος και
μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με καθαρό νου.
Ο Φίλων, ήθελε να συμβιβάσει το μονοθεϊσμό των πατέρων με
τις φιλοσοφικές ιδέες του Πλατωνισμού, λέγοντας κι αυτός ότι ο Θεός δεν
μπορούσε να έρθει σε άμεση επαφή με την ύλη γιατί αυτό θα Τον μόλυνα. Για το
λόγο αυτό, ο Θεός χρησιμοποίησε σαν όργανα, ασώματες δυνάμεις ιδεών. Αυτές τις
δυνάμεις, τη «δεύτερη» ή «βασιλική δύναμη» όπως έλεγε, τις ονόμασε «Κύριο» ή
«πρωτόγονο υιό του Θεού» σαν «Αρχάγγελο μεταξύ των αγγέλων», «ύπαρχο του Θεού».
Από εδώ ξεκίνησε ο Ωριγένης, ο Άριος και σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αργότερα, εμφανίζεται στο προσκήνιο η θεωρία του
Νεοπλατωνισμού, ανάμειξη των ιδεών του Πλάτωνα, των Αιγυπτίων, του Φίλωνα, των
Περσών και των Βραχμάνων, που στη βάση της ήταν τριαδική, αφού έβλεπε τρεις
υποστάσεις, τρεις θεούς, τρεις οντότητες ίσες και συνυπάρχουσες. Άνθισε τους
πρώτους αποστολικούς χρόνους και πολλοί από τους μετέπειτα «πατέρες» είχαν ποτιστεί
απ’ αυτή τη θεωρία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας.
Ο Πλωτίνος, ο ηγέτης της Νεοπλατωνικής ιδέας, (205 μ.Χ.),
αφού επισκέφτηκε τους Βραχμάνους και επηρεάστηκε βαθιά από το ασκητικό πνεύμα
τους και την τριάδα του Βράχμα, Βίσνου, Σίβα, ήρθε στη γενέτειρά του Αίγυπτο
και διακήρυξε ότι ο Θεός είναι «το ον, το εν και το αγαθό» κι αυτά τα τρία
αποτελούν μία ενότητα. Ο «ένας» είναι το καθαρό φως, ο «νους» προέρχεται από
τον «ένα» και «η ψυχή του κόσμου» που προέρχεται από το «νου». Αυτή ήταν η
τριάδα του Πλωτίνου.
Ο Αμέλιος έβλεπε μέσα στον «ένα» που τον ονόμαζε «νου»
(πατέρα) τρεις υποστάσεις τις οποίες ονόμασε τρεις δημιουργούς ή τρεις βασιλείς,
τον «όντα», τον «έχοντα» και τον «ορώντα. Από αυτούς, ο δεύτερος μετείχε στην
ύπαρξη του πρώτου, και ο τρίτος στην ύπαρξη του δεύτερου, ενώ ταυτόχρονα
απολάμβαναν την όραση του πρώτου!
Ο Νουμέριος διαμόρφωσε περισσότερο την ιδέα της τριάδας,
διαχωρίζοντας τον πρώτο τέλειο νου αναλλοίωτο, αιώνιο και τέλειο Θεό, δεύτερο
το δημιουργό του κόσμου και τρίτο τον κόσμο που τους ονόμασε πατέρα, υιό και
εγγονό.
Αυτοί, και πολλοί άλλοι με τις ίδιες τριαδικές ιδέες,
υπέρμαχοι του Νεοπλατωνισμού, είδαν το «λόγο» σαν μια ξεχωριστή υπόσταση από
τον Πατέρα.
Η Εγκυκλοπαίδεια Βιβλικής, θεολογικής και εκκλησιαστικής
φιλολογίας του Mc Clintock
& Strong τόμος IV σελ.944 λέει:
«Ο
Νεοπλατωνισμός και ο Χριστιανισμός, παρόλο που ήταν αντίθετες δυνάμεις μέσα στη
θρησκευτική κίνηση της εποχής τους, αμοιβαία επηρέασαν η μία την άλλη. Αυτό το
γεγονός είναι φανερό όχι μόνο από μια εξέταση των επιμέρους συγγραφέων, αλλά
πολύ περισσότερο από μια σύγκριση της παράλληλης ιστορίας και των δύο. Τα έργα
του Ιουστίνου Μάρτυρα, του Κλήμεντα της Αλεξάνδρειας, του Ωριγένη, του Αυγουστίνου
και άλλων χριστιανών συγγραφέων των πρώτων χρόνων της εκκλησίας, αφθονούν σε
αποδείξεις της επιρροής του φιλοσοφικού πνεύματος».
Αδιάσειστη μαρτυρία για την επιρροή του Νεοπλατωνισμού στο
χριστιανισμό από τον δεύτερο αιώνα και μετά, είναι η φράση που περιέχεται στο
«πιστεύω» της συνόδου της Νίκαιας, όσο αφορά στη θεότητα του Ιησού Χριστού: «θεόν εκ θεού και φως εκ φωτός, θεόν αληθινόν εκ
θεού αληθινού». Αυτή η φράση πολύ απλά σημαίνει ότι από ένα αληθινό Θεό,
προέρχεται ή εξέρχεται ένας άλλος αληθινός θεός, άρα ΔΥΟ ΘΕΟΙ (Ης.μγ:10)!
Την ίδια μαρτυρία με την παραπάνω εγκυκλοπαίδεια, δίνει και
το «Νεότερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ηλίου» στο 5ο τεύχος, Το αρχαίο
Ελληνικό πνεύμα (σελ.129) σχετικά με τον Κλήμεντατον Αλεξανδρέα:
Δια του
Κλήμεντος αρχίζει ο χριστιανισμός να ενσωματώνει συστηματικώς εις την
διδασκαλίαν του τας αντιλήψεις εκείνας της ελληνικής φιλοσοφίας αίτινες ηδύνατο
να συμβιβασθούν με τα δόγματά του. Η ελληνική φιλοσοφία δεν πρέπει να θεωρηθεί
απορριπτέα. Είναι προκαταρκτική καθοδήγησις την οποίαν ήσκησεν ο Θεός διά σοφών
ανδρών επί των εθνικών δια να τους προπαρασκευάσει προς αποδοχήν της πίστεως.
«Επαιδαγώγει γαρ και αυτή (η φιλοσοφία) το ελληνικόν, ως ο νόμος τους Εβραίους».
Ο Κλήμης τοιουτοτρόπως αποδέχεται το περιεχόμενον της ελληνικής φιλοσοφίας,
εφόσον είναι συμβιβαστόν, με τα χριστιανικά δόγματα. Εκτιμά πολύ τον Πλάτωνα
τον οποίο παρομοιάζει με τους προφήτας «ο πάντα άριστος Πλάτων οίον
θεοφορούμενος…». Δια του Κλήμεντος επιχειρήται να διαμορφωθή κατά τρόπον
επιστημονικόν επί τη βάση της ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης το περιεχόμενον
της χριστιανικής διδασκλίας εν αρμονία πάντοτε προς τα θεμελιώδη δεδομένα της
πίστεως.
Είναι γεγονός
λοιπόν, ότι σχεδόν όλοι οι «πατέρες» των μεταποστολικών χρόνων, επηρεάστηκαν
από το φιλοσοφικό πνεύμα των εθνικών και κυρίως από τη θεοσοφία τους, την οποία
αντί να απορρίψουν τελείως, προσπάθησαν να συμβιβάσουν και να προσθέσουν στη
χριστιανική πίστη. Ο απόστολος Παύλος μιλώντας προφητικά στους επισκόπους της
Εφέσου τους είπε:
Πράξ.κ:28-30 Προσέχετε
λοιπόν εις εαυτούς και εις όλον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον
σας έθεσεν επισκόπους, διά να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν
απέκτησε διά του ιδίου αυτού αίματος. Διότι εγώ εξεύρω τούτο, ότι μετά την
αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου·
και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, διά να
αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών.
Η ιστορία μας
λέει ότι σηκώθηκαν «επίσκοποι» που άρχισαν να διατυπώνουν τις δικές τους
θεωρίες περί θεότητας, όλοι σχεδόν επηρεασμένοι από τις θεωρίες του
Γνωστικισμού και του Νεοπλατωνισμού.
Αυτό ακριβώς το
γεγονός προείδε το Άγιο Πνεύμα και προειδοποίησε τους επισκόπους στην Έφεσο
μέσω του Παύλου.
Κολ.β:6-9 Καθώς
λοιπόν παρελάβετε τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εν αυτώ περιπατείτε, ερριζωμένοι
και εποικοδομούμενοι εν αυτώ και στερεούμενοι εν τη πίστει καθώς εδιδάχθητε,
περισσεύοντες εν αυτή μετά ευχαριστίας. Βλέπετε μη σας εξαπατήση τις διά της
φιλοσοφίας και της ματαίας απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα
στοιχεία του κόσμου και ουχί κατά Χριστόν· διότι εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα
της θεότητος σωματικώς.
Υπήρχε την εποχή
του Παύλου η φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού από την οποία προσπαθεί να φυλάξει
την εκκλησία. Η αλήθεια είναι ότι «εν
αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς», κι όχι αυτά που
έλεγαν οι φιλόσοφοι και αργότερα οι «πατέρες».
Οι εθνικοί
φιλόσοφοι χώριζαν τη θεότητα σε τρία ή περισσότερα μέρη. Ξεχώρισαν το Λόγο από
τον Πατέρα και του έδωσαν μια άλλη υπόσταση, άλλο πρόσωπο, ουσιαστικά
δημιούργησαν άλλο θεό συνυπάρχοντα με τον Πατέρα.
Αυτή τη νοοτροπία
πήραν οι μεταποστολικοί επίσκοποι και την έφεραν μέσα στην εκκλησία, με
αποτέλεσμα «ολίγη ζύμη να κάνει όλον το φύραμα
ένζυμον» (Α’ Κορ.ε:6).
Ματθ.ιγ:33 Άλλην
παραβολήν είπε προς αυτούς· Ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με προζύμιον, το
οποίον λαβούσα γυνή ενέκρυψεν εις τρία μέτρα αλεύρου, εωσού έγεινεν όλον
ένζυμον.
Όταν ο Ιωάννης
έγραφε το Ευαγγέλιό του, δεν ήταν καθόλου επηρεασμένος από τις θεωρίες των
εθνικών φιλοσόφων. Το Πνεύμα του Θεού ήθελε να δώσει τη σωστή χριστολογία του
λόγου - σε αντίθεση με τις φιλοσοφικές θέσεις της εποχής - και να μας φανερώσει
ποιος είναι ο λόγος του Θεού.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ