«Ο
καρπός του δικαίου είναι δένδρον ζωής· και όστις κερδίζει ψυχάς, είναι σοφός» (Παρ.ια:30).
«Όταν
λέγω προς τον άνομον, Εξάπαντος θέλεις θανατωθή, και συ δεν νουθετήσης αυτόν
και δεν λαλήσης διά να αποτρέψης τον άνομον από της οδού αυτού της ανόμου, ώστε
να σώσης την ζωήν αυτού, εκείνος μεν ο άνομος θέλει αποθάνει εν τη ανομία
αυτού· πλην εκ της χειρός σου θέλω ζητήσει το αίμα αυτού» (Ιεζ.γ:18).
«Επί
των τειχών σου, Ιερουσαλήμ, κατέστησα φύλακας, οίτινες ποτέ δεν θέλουσι σιωπά
ούτε ημέραν ούτε νύκτα· όσοι ανακαλείτε τον Κύριον, μη φυλάττετε σιωπήν» (Ης.ξβ:6).
«Διότι
εάν κηρύττω το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα· επειδή ανάγκη επίκειται
εις εμέ· ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω» (Α’ Κορ.θ:16).
«ας
εξεύρη ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν από της πλάνης της οδού αυτού θέλει σώσει ψυχήν
εκ θανάτου και θέλει καλύψει πλήθος αμαρτιών» (Ιάκ.ε:20).
«Διότι
όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την
ζωήν αυτού ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος θέλει σώσει αυτήν. Επειδή τι
θέλει ωφελήσει τον άνθρωπον, εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν
αυτού; Η τι θέλει δώσει ο άνθρωπος εις ανταλλαγήν της ψυχής αυτού; Διότι όστις
αισχυνθή δι' εμέ και διά τους λόγους μου εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και
αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει αισχυνθή δι' αυτόν, όταν έλθη εν τη
δόξη του Πατρός αυτού μετά των αγγέλων» (Μάρκ.η:35-38).
«εν
κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν πείνη και δίψη, εν νηστείαις
πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι»
(Β΄Κορ.ια:27).
«Διότι
δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού· επειδή είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν
εις πάντα τον πιστεύοντα Ιουδαίόν τε, πρώτον και Έλληνα» (Ρωμ.α:16).
«και
θέλετε είσθαι μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου· ο δε υπομείνας έως
τέλους, ούτος θέλει σωθή» (Ματθ.ι:22).
«Πας
λοιπόν όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλω ομολογήσει και εγώ αυτόν
έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.ι:32).
«ό,τι
σας λέγω εν τω σκότει, είπατε εν τω φωτί, και ό,τι ακούετε εις το ωτίον,
κηρύξατε επί των δωμάτων» (Ματθ.ι:27).
«Και
ότε ετελείωσεν ο Ιησούς διατάττων εις τους δώδεκα μαθητάς αυτού, μετέβη εκείθεν
διά να διδάσκη και να κηρύττη εν ταις πόλεσιν αυτών» (Ματθ.ια:1).
«Και
είπε προς αυτούς· Υπάγετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον εις
όλην την κτίσιν. Όστις πιστεύση και βαπτισθή θέλει σωθή, όστις όμως απιστήση
θέλει κατακριθή. Σημεία δε εις τους πιστεύσαντας θέλουσι παρακολουθεί ταύτα, Εν
τω ονόματί μου θέλουσιν εκβάλλει δαιμόνια· θέλουσι λαλεί νέας γλώσσας· όφεις
θέλουσι πιάνει· και εάν θανάσιμόν τι πίωσι, δεν θέλει βλάψει αυτούς· επί
αρρώστους θέλουσιν επιθέσει τας χείρας, και θέλουσιν ιατρεύεσθαι. Ο μεν λοιπόν
Κύριος, αφού ελάλησεν προς αυτούς, ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ
δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, συνεργούντος του
Κυρίου και βεβαιούντος το κήρυγμα διά των επακολουθούντων θαυμάτων. Αμήν» (Μάρκ.ις:15-20).
«Και
προσελθών ο Ιησούς, ελάλησε προς αυτούς, λέγων· Εδόθη εις εμέ πάσα εξουσία εν
ουρανώ και επί γης. Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες
αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος,
διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς· και ιδού, εγώ
είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ.κη:18).
«Πνεύμα
Κυρίου του Θεού είναι επ' εμέ· διότι ο Κύριος με έχρισε διά να ευαγγελίζωμαι
εις τους πτωχούς· με απέστειλε διά να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την
καρδίαν, να κηρύξω ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις
τους δεσμίους· διά να κηρύξω ενιαυτόν ευπρόσδεκτον του Κυρίου και ημέραν
εκδικήσεως του Θεού ημών· διά να παρηγορήσω πάντας τους πενθούντας· διά να θέσω
εις τους πενθούντας εν Σιών, να δώσω εις αυτούς ώραιότητα αντί της στάκτης,
έλαιον ευφροσύνης αντί του πένθους, στολήν αινέσεως αντί του πνεύματος της
ακηδίας· διά να ονομάζωνται δένδρα δικαιοσύνης, φύτευμα του Κυρίου, εις δόξαν
αυτού»
(Ης.ξα:1-3).
«Σύρθητε,
σύρθητε, εξέλθετε εκείθεν, μη εγγίσητε ακάθαρτον· εξέλθετε εκ μέσου αυτής·
καθαρίσθητε σεις οι βαστάζοντες τα σκεύη του Κυρίου» (Ης.νβ:11).
«Πόσον
ωραίοι είναι επί των ορέων οι πόδες του ευαγγελιζομένου, του κηρύττοντος
ειρήνην· του ευαγγελιζομένου αγαθά, του κηρύττοντος σωτηρίαν, του λέγοντος προς
την Σιών· Ο Θεός σου βασιλεύει» (Ης.νβ:7).
«Απορρίψατε
αφ' υμών πάσας τας ανομίας υμών, τας οποίας ηνομήσατε εις εμέ, και κάμετε εις
εαυτούς νέαν καρδίαν και νέον πνεύμα· και διά τι να αποθάνητε, οίκος Ισραήλ;
Διότι εγώ δεν θέλω τον θάνατον του αποθνήσκοντος, λέγει Κύριος ο Θεός· διά
τούτο επιστρέψατε και ζήσατε» (Ιεζ.ιη:31,32).
«Ιδού,
έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος ο Θεός, και θέλω εξαποστείλει πείναν επί την γήν·
ουχί πείναν άρτου ουδέ δίψαν ύδατος, αλλ' ακροάσεως των λόγων του Κυρίου» (Αμώς
η:11).