Υπάρχει μια κίνηση, σύμφωνα με την οποία στη γη διαδραματίζεται ένας παράξενος “πνευματικός πόλεμος”, στον οποίο καλούνται να πάρουν μέρος οι πιστοί με διάφορους τρόπους.
Ως εδώ δεν υπάρχει κάτι καινούργιο, αφού και η Βίβλος και η Εκκλησία ανέκαθεν μιλούσαν για μια τέτοια “μάχη” που γίνεται με επίκεντρο τον πιστό και την πνευματική του ζωή.
Το καινούργιο στην υπόθεση είναι ότι οι νέοι αυτοί “δάσκαλοι” μεταθέτουν το επίκεντρο αυτού του πολέμου από το άτομο στην κοινωνία, και καλούν τους μαθητές τους να ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΝ το Διάβολο και τις δυνάμεις του στον κόσμο.
Στην αντίληψή τους, κάθε κακό οφείλεται σε κάποιο δαιμόνιο και επίσης το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν αποδέχονται μαζικά το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι ζήτημα κατοχής τους από διάφορα πονηρά πνεύματα, τα οποία οι οπαδοί καλούνται να πολεμήσουν με διάφορους τρόπους – ανάλογα με την δογματική της κάθε ομάδας.
Χωρίς αμφιβολία, πάντα βρίσκονται κάποια εδάφια τελικά, που δήθεν υποστηρίζουν –ή κάποιοι επιτήδειοι “τα κάνουν” να υποστηρίζουν– τις απόψεις και ιδέες όλων των αιρετικών. Το ίδιο ισχύει και στην προκειμένη διδασκαλία, που για να την αναλύσουμε θα χρειάζονταν πολλές σελίδες, όσες ίσως και τα πολυάριθμα βιβλία που κυκλοφορούν για τη διάδοσή της και τα ποικιλώνυμα κινήματα που τη διαδίδουν.
Σ’ αυτό το σημείωμα περιοριζόμαστε να ελέγξουμε στο φως της Βίβλου μόνο ένα σημείο. Στο Δανιήλ ι, μνημονεύονται «ο άρχων της βασιλείας της Περσίας», οι «βασιλείς της Περσίας» και «ο άρχων της Ελλάδος» και επίσης αναφέρεται ότι υπήρξε αντίσταση προς τον άγγελο Γαβριήλ και την αποστολή που είχε λάβει, και χρειάστηκε η επέμβαση του αρχαγγέλου Μιχαήλ για να μπορέσει να συνεχίσει το έργο του.
Από αυτή την περικοπή και τα συμφραζόμενά της, κάποιοι καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι για κάθε λαό και έθνος υπάρχει κάποιος αγαθός άγγελος διορισμένος από το Θεό για να επιβλέπει τις υποθέσεις Του, ενώ παράλληλα ο Διάβολος –ως άρχων και θεός του κόσμου τούτου (Ιωάν.ιβ:31, ιδ:20, ις:11, Β’ Κορ.δ:4)– έχει τοποθετήσει δικά του όργανα για να αντιστρατευτεί στο έργο του Θεού.
Διδάσκεται, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι, οι πόλεις και οι χώρες, βρίσκονται κάτω από την κατοχή πονηρών πνευμάτων, τα οποία οι χριστιανοί καλούνται “να πολεμήσουν, να επιτιμήσουν και τελικά να εκδιώξουν”, ώστε οι περιοχές αυτές “να απελευθερωθούν” και οι άνθρωποί τους στη συνέχεια να γίνουν αποδέκτες του Ευαγγελίου.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ για να αναλύσουμε τα υπέρ και κατά αυτής της άποψης, μόνο σημειώνουμε πόσο θυμίζει τη διαρχία της ζωροαστρικής θρησκείας (Δυαδισμός=φιλοσοφική θεωρία της θρησκείας του Ζωροάστρη, που δέχεται την ύπαρξη δύο αρχών που διέπουν τον κόσμο). Την χρησιμοποιούμε απλά για τις ανάγκες της παρούσας συζήτησης και ρωτάμε: Από πού προκύπτει ότι οι χριστιανοί έχουν καθήκον να πολεμήσουν με τέτοιες δυνάμεις και να “πάρουν” από αυτές την εξουσία που έχουν πάνω στους λαούς της γης;
Ο πιστός δεν έλαβε εντολή επιθετικού πολέμου
Από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, ΠΟΥΘΕΝΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΟ δεν αναφέρεται κάποια σχετική εντολή. Πουθενά ο λόγος του Θεού δεν μας καλεί σε εκστρατεία κατά των δυνάμεων του σκότους που εξουσιάζουν αυτή τη γη και τους λαούς της.
Σε όλες τις “στρατιωτικές” περικοπές της Καινής Διαθήκης, ο πιστός καλείται να πολεμήσει μια μάχη προσωπική, ο ίδιος με τον πνευματικό του εχθρό. Αν και χρησιμοποιούνται ρήματα πληθυντικού αριθμού –π.χ. «η μάχη ημών», «αντιστάθητε εις τον διάβολον», «μη δίδετε τόπον εις τον διάβολον», «δεν αντεστάθητε έτι μέχρις αίματος» κ.λ.π.– σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι φανερό ότι κάθε πιστός θα πρέπει να ενεργήσει ατομικά, όπως και ατομικά θα πρέπει να προχωρήσει σε θετικές ενέργειες που προτείνονται και οι οποίες είναι αδύνατο να γίνουν συλλογικά.
Επίσης στη μάχη αυτή ο χριστιανός ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΙΘΕΜΕΝΟΣ αλλά ΑΜΥΝΟΜΕΝΟΣ. Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί από τη διδασκαλία του Παύλου τη σχετική με την πανοπλία του Χριστιανού (Εφεσ.ς), ότι εκείνο που ο Θεός περιμένει από τον πιστό δεν είναι να κατατροπώσει τον εχθρό αλλά ΝΑ ΣΤΑΘΕΙ. Μάλιστα η έκφραση αυτή επαναλαμβάνεται στην ίδια περικοπή τέσσερις φορές: «Ενδύθητε την πανοπλίαν του Θεού, διά να δυνηθήτε να σταθήτε εναντίον εις τας μεθοδείας του διαβόλου» (εδ.11), «Διά τούτο αναλάβετε την πανοπλίαν του Θεού, διά να δυνηθήτε να αντισταθήτε εν τη ημέρα τη πονηρά και αφού καταπολεμήσητε τα πάντα, να σταθήτε» (εδ.13) και «Σταθήτε λοιπόν περιεζωσμένοι την οσφύν σας με αλήθειαν και ενδεδυμένοι τον θώρακα της δικαιοσύνης» (εδ.14).
Όταν ο λόγος του Θεού λέει «σταθήτε» δεν εννοεί ριχτείτε στη μάχη αλλά παραγγέλλει σταθείτε εκεί που βρίσκεστε, μείνετε στη θέση σας, μην τραπείτε σε φυγή, μην εγκαταλείψετε! Ένας που κάνει επίθεση δεν μένει στη θέση του αλλά εισχωρεί στις θέσεις του εχθρού. Εδώ όμως ο πιστός καλείται να διατηρήσει τη θέση του ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ σταθερός εκεί που τον έβαλε ο Θεός.
Αν ο σκοπός του πιστού ήταν να επιτεθεί και να εφορμήσει ενάντια στον εχθρό, νομίζει κανείς ότι ο Παύλος δεν θα έγραφε το σωστό ρήμα; Οπωσδήποτε θα το έκανε. Όμως διάλεξε άλλη λέξη, αμυντική και όχι επιθετική, για να ταιριάζει στον πραγματικό χαρακτήρα της μάχης του πιστού.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι είναι λάθος η απόδοση του Βάμβα –και όσων τον ακολουθούν– που μεταφράζει τη λέξη «κατεργασάμενοι» του αρχαίου κειμένου με το «καταπολεμήσητε». Αντίθετα είναι σωστή η απόδοση του Βέλλα και άλλων, που έχουν «αφού εκτελέσετε όλα» καθώς και η ερμηνεία του Τρεμπέλα «αφού εκτελέσετε επακριβώς όλα τα καθήκοντά σας».
Ο Θεός δεν δίνει στο λαό Του όπλα επιθετικά αλλά μόνο αμυντικά
Αν προσέξουμε ποια είναι τα εξαρτήματα της πανοπλίας που ο Θεός δίνει στους χριστιανούς, δεν υπάρχει σ’ αυτήν ούτε ένα όπλο επιθετικό, όπως π.χ. ακόντιο, τόξο, βέλος, λόγχη, δόρυ, ξίφος, σφενδόνη κ.λπ., αλλά μόνο αμυντικά: ζώνη, θώρακας, υποδήματα, ασπίδα, περικεφαλαία, μάχαιρα.
Υπάρχει μεγάλη παρεξήγηση όσον αφορά τη λέξη «μάχαιρα» του κειμένου, την οποία κάποιοι λανθασμένα εκλαμβάνουν ως “ξίφος”. Το ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιεί δύο σχετικές λέξεις: μάχαιρα και ρομφαία.
1) Η μάχαιρα αναφέρεται σε ένα κοντό μαχαίρι, που χρησιμοποιούταν για διάφορες καθημερινές χρήσεις και πολεμικά μόνο σε μάχη σώμα προς σώμα. Σε μια χώρα υπό ρωμαϊκή κατοχή, όπως ήταν το Ισραήλ, δεν επιτρεπόταν στους υποτελείς να οπλοφορούν, πολύ περισσότερο δεν θα ήταν δυνατό να πωλούνται πολεμικά όπλα, όμως ο Κύριος σύστησε στους μαθητές Του «όστις δεν έχει ας πωλήση το ιμάτιον αυτού και ας αγοράση μάχαιραν» (Λουκ.κβ:36).
Παρατηρούμε όμως ότι στη συγκεκριμένη στιγμή οι μαθητές του Χριστού είχαν στη διάθεσή τους «δύο μαχαίρας» (εδ.38) και ο Πέτρος τη νύχτα της Γεθσημανή είχε μαζί του «μάχαιρα» με την οποία έκοψε το αυτί του δούλου (εδ.49). Το μικρό μήκος της μάχαιρας εθεωρείτο αυτονόητο, γι’ αυτό και στην περίπτωση του αναβάτη του ερυθρού ίππου στην Αποκάλυψη σημειώνεται ότι «εδόθη εις αυτόν μάχαιρα μεγάλη» (ς:4).
(2) Η ρομφαία, αντίθετα, ήταν πολύ μακρύ, φαρδύ και δίκοπο ξίφος. Αξίζει εν προκειμένω να σημειώσουμε ότι ο Χριστός και λόγος του Θεού στο κεφ. ιθ της Αποκάλυψης, δεν φέρει μάχαιρα αλλά «εκ του στόματος αυτού εξέρχεται ρομφαία κοπτερά, διά να κτυπά με αυτήν τα έθνη» (εδ.15). Η διαφορά είναι προφανής και εξηγείται από το διαφορετικό έργο που έχει να εκτελέσει στην περίπτωση αυτή, που δεν είναι έργο πρόσκλησης σε σωτηρία αλλά επιβολής τιμωρίας.
Αφού, λοιπόν, ούτε η «μάχαιρα» ήταν όπλο επιθετικό, είναι αδύνατο να λέμε ότι ο Χριστός θα καλούσε τους οπαδούς Του να διεξάγουν επιθετικό πόλεμο χωρίς να τους παρέχει τα ανάλογα μέσα. Ο Παύλος ρωτάει το αυτονόητο: «Τις ποτέ εκστρατεύει με ίδια αυτού έξοδα;» (Α’ Κορ.θ:7). Κι αν αυτό είναι αναμενόμενο από τους γήινους στρατολόγους, θα μπορούσαμε ποτέ να υποθέσουμε ότι ο ουράνιος Στρατολόγος μας θα είναι λιγότερο δίκαιος; Μη γένοιτο!
Η σωτηρία δεν γίνεται με εξαναγκασμό
Όμως είναι λάθος και η επιμονή που δείχνουν κάποιοι να επικεντρώνουν την προσοχή τους σε κάποιο συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο!
Ας θυμηθούμε εδώ τη συμβουλή που έδωσε ο Κύριος Ιησούς όταν έστειλε τους μαθητές Του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της Βασιλείας. Προβλέποντας το ενδεχόμενο να μην γίνει δεκτό το κήρυγμά τους, είπε: «Και όσοι δεν σας δεχθώσιν, εξερχόμενοι από της πόλεως εκείνης αποτινάξατε και τον κονιορτόν από των ποδών σας διά μαρτυρίαν κατ’ αυτών» (Λουκ.θ:5). Επίσης όταν μετά την ανάστασή Του ο Κύριος έστειλε τους αποστόλους στον κόσμο, τους είπε: «Υπάγετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον εις όλην την κτίσιν», για να προσθέσει ευθύς αμέσως «Όστις πιστεύση και βαπτισθή θέλει σωθή, όστις όμως απιστήση θέλει κατακριθή» (Μάρκ.ις:15-16).
Αν ο Κύριος είχε στο νου Του αυτά που σήμερα λένε οι ξενόφερτοι “δάσκαλοι”, θα έπρεπε να συμβουλεύσει ή να διατάξει τους αποστόλους “να κηρύξουν πόλεμο” ενάντια στα πονηρά πνεύματα της κάθε περιοχής, ώσπου τελικά να επιβληθεί το Ευαγγέλιο σε όλα τα άτομα.
Αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του Θεού. Ο Ιησούς Χριστός από την αρχή τόνισε ότι «Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου» (Ματθ.ις:24) και «Εάν τις θέλη να κάμη το θέλημα αυτού» (Ιωάν.ζ:17). Αν ο άνθρωπος θέλει, θα γίνει δεκτός από το Θεό. Κανένας δεν βιάζεται και σε κανένα δεν επιβάλλεται η χάρη του Θεού. Για τούτο και ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος ατομικά για τη στάση του απέναντι στη θεία δωρεά.
Η σωτηρία είναι έργο Θεού και όχι ανθρώπινο
Αν η υπόθεση της σωτηρίας των συνανθρώπων μας εξαρτιόταν όχι από την προσωπική τους ελεύθερη επιλογή αλλά από την επίδραση των πονηρών πνευμάτων ή τη δική μας προσευχή, τότε αφενός μεν κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος για την πνευματική του εξέλιξη, αφετέρου δε όλοι οι πιστοί θα ήταν ένοχοι επειδή δεν έκαναν το “καθήκον” τους.
Ωστόσο, πάνω από κάθε συμπέρασμα που μπορεί να φαίνεται λογικό με το δικό μας νου, υπάρχει ο λόγος του Θεού και η σαφής διδασκαλία που μάς παρέχει. Και από όσο εμείς καταλαβαίνουμε αυτή τη διδασκαλία, καμία εντολή, παραίνεση ή προτροπή δεν υπάρχει ώστε οι χριστιανοί να αναλάβουν “έργο” τέτοιας μορφής, μετατοπίζοντας την ευθύνη από τους συνανθρώπους μας είτε στο Θεό –ο Οποίος ως παντοδύναμος και φιλάνθρωπος ασφαλώς και θα έκανε εκείνο που μπορούσε ώστε να ελευθερώσει τους ανθρώπους άσχετα από τη δική μας “δράση”–κι αλίμονο αν ο Θεός της αγάπης άφηνε τους ανθρώπους στον αιώνιο θάνατο επειδή κάποιοι άλλοι άνθρωποί αμέλησαν, καθ’ υπόθεση, να κάνουν το χρέος τους–, είτε στους ίδιους τους πιστούς οι οποίοι θα έπρεπε να νιώθουν ατέλειωτη ενοχή επειδή “δεν κατάφεραν” να σώσουν τον κόσμο “με την προσευχή τους”.
Ουδέ του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος
Δεν είναι, λοιπόν, ο Θεός Σωτήρας της ανθρωπότητας, μέσω του Χριστού, ο Οποίος, είναι δηλωμένο ότι «θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας», ή το έργο ανήκει σε μια μερίδα ανθρώπων που εμποδίζουν το Θεό, επειδή αυτοί αμέλησαν “να διώξουν τα πονηρά πνεύματα” από κάποιο τόπο; Αυτό είναι και ανακόλουθο και παράλογο και εξωβιβλικό.
Σύμφωνα με τη διδαχή του Παύλου, το ζήτημα της σωτηρίας των ανθρώπων δεν εξαρτάται από τη θέληση ή την προσφορά ή την οικονομική δαπάνη των συνανθρώπων τους. Ο απόστολος του Χριστού θα γράψει: «Δεν είναι του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού» (Ρωμ.θ:16). Πώς λοιπόν έρχονται οι άνθρωποι αυτοί και εξαρτούν τη σωτηρία του κόσμου από τις δικές τους προσευχές και προσφορές; Και πώς μπορούν να συνταιριάξουν όλα αυτά τα καινά δόγματα με το λόγο του Κυρίου, που είπε για τους μαθητές Του ότι: «εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι θέλουσι φωνάξει» (Λουκ.ιθ:40);
Όχι! Το έργο του Θεού δεν εξαρτάται ούτε δεσμεύεται από τους ανθρώπους. Αν μάλιστα ο Κύριος είναι σε θέση να ανατρέψει τα σχέδια των αμαρτωλών, αφού «ο λόγος του Θεού δεν δεσμεύεται» (Β’ Τιμ.β:9), πώς είναι δυνατόν να εμποδιστεί από τη δήθεν αμέλεια ή οκνηρία των πιστών;
Το παράδειγμα των αποστόλων
Αλλά υπάρχει και ένα άλλο σοβαρό ερώτημα: Βλέπουμε πουθενά στην Καινή Διαθήκη τους αποστόλους και μαθητές του Χριστού να κάνουν κάτι σαν αυτό που προτείνουν τούτοι οι σύγχρονοι “ιεραπόστολοι”; Κάθε άλλο! Αντίθετα, μάλιστα, παρακολουθούμε τον απόστολο Παύλο, για τον οποίο έχουμε και τα περισσότερα στοιχεία, όχι μόνο να μην επιχειρεί “να διεκδικήσει” το κράτος του εχθρού αλλά να φεύγει από τον ένα τόπο στον άλλο, αποφεύγοντας να έρθει σε άμεση σύγκρουση με το πνευματικό κατεστημένο της κάθε περιοχής.
Ως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα παραθέτουμε την περίπτωση στους Φιλίππους, όπου ο Παύλος και ο Σίλας αντιμετώπισαν κατά μέτωπο επίθεση του πονηρού στο πρόσωπο της μάντισσας δούλης, και αξίζει να προσέξουμε εδώ πώς αρχικά ο Παύλος δεν έδωσε προσοχή στην παρουσία της κοπέλας, και η επέμβασή του έγινε μόνο μετά από «πολλάς ημέρας», όταν αυτό πια έγινε ιδιαίτερα κουραστικό («διαπονηθείς» εδ.18).
Η πράξη εκείνη είχε ως αποτέλεσμα τον ξυλοδαρμό και εγκλεισμό τους στη φυλακή, όταν όμως ο Θεός τους ελευθέρωσε με θαυμαστό τρόπο, ο Παύλος και η συνοδεία του δεν έμειναν στην πόλη εκείνη για να “πολεμήσουν” με τον Διάβολο, αλλά «εξελθόντες εκ της φυλακής, υπήγον εις τον οίκον της Λυδίας, και ιδόντες τους αδελφούς, παρηγόρησαν αυτούς και ανεχώρησαν» (Πράξ.ις:40).
Το ίδιο έκανε ο Παύλος σε όλες τις περιπτώσεις. Εφάρμοζε ακριβώς εκείνο που είχε διδάξει ο Χριστός και μόλις ο λόγος του συναντούσε αντίσταση πήγαινε σε άλλη πόλη. (Πράξ.θ:25,30, ιγ:13,51, ιδ:6,20, ις:7,40, ιζ:14, ιη:1).
Μήπως θέλει να ισχυριστεί κανείς από αυτούς τους “δασκάλους” ότι ο Παύλος ήταν δειλός ή άσοφος και εκείνοι είναι ανώτεροι από τον απόστολο των εθνών; Ή πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Παύλος δεν έκανε σωστά το έργο του Θεού; Μη γένοιτο!
Επιτέλους ο Παύλος μάς καλεί να τον μιμηθούμε, όπως ο ίδιος μιμήθηκε τον Χριστό. Οι εν λόγω “καινοδιδάσκαλοι” όμως τίνος την εντολή και το παράδειγμα ακολουθούν; Οπωσδήποτε όχι του Χριστού και των αποστόλων Του...
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τους νεοφανείς αυτούς δασκάλους να ασχολούνται με τα “τεχνάσματά” τους και ας κάνουμε το πραγματικά δικό μας καθήκον, όπως μάς το δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός: «Σεις είσθε το φως του κόσμου· πόλις κειμένη επάνω όρους δεν δύναται να κρυφθή· ουδέ ανάπτουσι λύχνον και θέτουσιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ' επί τον λυχνοστάτην, και φέγγει εις πάντας τους εν τη οικία. Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, διά να ίδωσι τα καλά σας έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.ε:16). Αμήν.
Πού μπορεί να βρίσκεται το κακό πίσω από αυτή τη διδασκαλία; Μπορεί να ρωτήσει κάποιος.
Μια πρώτη απάντηση είναι ότι τουλάχιστον αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο, ώστε αντί να προσέχει τη δική του ανάγκη, ψάχνει τον “εχθρό” στους άλλους και στο περιβάλλον, και αντί να φροντίζει για τη δική του πνευματική οικοδομή, χάνει την ευκαιρία να γνωρίσει το Χριστό και τη δύναμη της αναστάσεως Αυτού μέσα στην προσωπική του ζωή, αερομαχεί και φθείρεται εκεί που δεν υπάρχει λόγος.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι ασχολούμενοι με το "σπορ" της εκβολής δαιμονίων, συνήθως κατηγορούν τους ορθόδοξους ότι διδάσκουν τους πιστούς τους ότι μόνο δια μέσου του ιερέως μπορούν να σωθούν, να μετανοήσουν, να συγχωρεθούν κτλ, κτλ.
Αυτό όμως που κάνουν οι ίδιοι είναι πολύ χειρότερο. Αναδεικνύουν τους εαυτούς τους απαραίτητους στην εκκλησία για την "απελευθέρωση" των "πιστών"!
Έτσι παίρνουν θέση εξουσίας (και τους αρέσει πολύ αυτό) βασανίζοντας τις ψυχές που βρίσκονται σε άγνοια.
Είναι τρομερό να πηγαίνεις στην εκκλησία για να λατρέψεις το Θεό και να αναλώνεται όλη η ώρα με τους "απελευθερωτές" να ουρλιάζουν πάνω από το θύμα!!
Με το να ρίχνουμε τις ευθύνες στο διάβολο και τα δαιμόνια, είναι σαν να λέμε: εγώ δεν φταίω, το δαιμόνιο φταίει.... Έτσι ο πιστός δεν αγωνίζεται (μετάνοια, προσευχή, εκζήτηση του προσώπου του Ιησού) αλλά επαναπαύεται ότι θα πάει στον/στην "απελευθερωτή" και θα τον ελευθερώσει (!;).
Αν αυτός ήταν ο τρόπος απελευθέρωσης δεν θα είχαμε έστω μία τέτοια αναφορά στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης;
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι ασχολούμενοι με το "σπορ" της εκβολής δαιμονίων, συνήθως κατηγορούν τους ορθόδοξους ότι διδάσκουν τους πιστούς τους ότι μόνο δια μέσου του ιερέως μπορούν να σωθούν, να μετανοήσουν, να συγχωρεθούν κτλ, κτλ.
Αυτό όμως που κάνουν οι ίδιοι είναι πολύ χειρότερο. Αναδεικνύουν τους εαυτούς τους απαραίτητους στην εκκλησία για την "απελευθέρωση" των "πιστών"!
Έτσι παίρνουν θέση εξουσίας (και τους αρέσει πολύ αυτό) βασανίζοντας τις ψυχές που βρίσκονται σε άγνοια.
Είναι τρομερό να πηγαίνεις στην εκκλησία για να λατρέψεις το Θεό και να αναλώνεται όλη η ώρα με τους "απελευθερωτές" να ουρλιάζουν πάνω από το θύμα!!
Με το να ρίχνουμε τις ευθύνες στο διάβολο και τα δαιμόνια, είναι σαν να λέμε: εγώ δεν φταίω, το δαιμόνιο φταίει.... Έτσι ο πιστός δεν αγωνίζεται (μετάνοια, προσευχή, εκζήτηση του προσώπου του Ιησού) αλλά επαναπαύεται ότι θα πάει στον/στην "απελευθερωτή" και θα τον ελευθερώσει (!;).
Αν αυτός ήταν ο τρόπος απελευθέρωσης δεν θα είχαμε έστω μία τέτοια αναφορά στην εκκλησία της Καινής Διαθήκης;