Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ - Α' Προς Τιμόθεο (1)



Τις Α’ & Β’ επιστολές προς Τιμόθεο και την προς Τίτο συνηθίζουν να τις ονομάζουν «ποιμαντορικές επιστολές» του αποστόλου Παύλου. Βρίσκουμε εδώ ένα σύνολο οδηγιών προς τον Τιμόθεο και τον Τίτο σχετικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να χειρίζονται τα διάφορα προβλήματα, που συναντούσαν κατά την επίβλεψη των εκκλησιών, που ήταν υπεύθυνοι και τις περιφρουρούσαν.
Κεντρικό εδάφιο είναι το γ:15 “διά να εξεύρεις πώς πρέπει να πολιτεύεσαι εν τω οίκω του Θεού”. Η υγιής πίστη και η καλή συμπεριφορά στην εκκλησιαστική ζωή είναι πολύ σημαντικό θέμα.
Επικρατεί η γνώμη ότι γράφτηκαν από τον Παύλο στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη φυλάκισή του (63 & 67 μ.Χ.). Αυτή η επιστολή γράφτηκε σε μια περίοδο που ο Παύλος ταξίδευε στη Μακεδονία και ο Τιμόθεος βρισκόταν στην Έφεσο (Α’ Τιμ.α:3), ίσως την άνοιξη του 63 μ.Χ.
Όταν ο Παύλος αποχαιρέτησε τους πρεσβύτερους στην Έφεσο, τους είπε ότι δεν θα ξανάβλεπαν το πρόσωπό του (Πραξ.κ:25). Αλλά φαίνεται ότι άλλαξαν τα σχέδιά του και έξη ή εφτά χρόνια μετά την αποφυλάκισή του στη Ρώμη, επισκέφθηκε ξανά την Έφεσο. Περνώντας στη Μακεδονία άφησε τον Τιμόθεο στην Έφεσο να τον περιμένει εκεί, γιατί σχεδίαζε να επιστρέψει σύντομα (Α’ Τιμ.α:3, δ:14). Καθυστέρησε όμως στη Μακεδονία περισσότερο απ’ ότι υπολόγιζε (γ:15) κι έγραψε στον Τιμόθεο αυτή την επιστολή για να τον βοηθήσει και να του δώσει οδηγίες σχετικά με το έργο και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Τον συμβουλεύει να φέρεται αυστηρά στους ψευδοδιδάσκαλους προσέχοντας τις αρνητικές επιρροές που μπορεί να έχουν στην εκκλησία, να κατευθύνει με χάρη τη δημόσια λατρεία, να εκλέγει διακόνους και να εργάζεται με όλες τις τάξεις που υπήρχαν στην εκκλησία. Αλλά το πιο σπουδαίο απ’ όλα, πρέπει να ζήσει μια ζωή που θα ήταν παράδειγμα σε όλους.
Ένας απλός σκελετός της επιστολής είναι ο εξής:
I.     Διδασκαλία και προσευχή - Κεφάλαια α & β
II.  Διακονία και αποστασία - Κεφάλαια γ & δ
III.Ποιμενικές υπευθυνότητες - Κεφάλαια ε & ς

Β. Ο ΤΙΜΟΘΕΟΣ
Ήταν παιδί ενός μεικτού γάμου. Η μητέρα του Ευνίκη ήταν Ιουδαία και ο πατέρας του Έλληνας (Πραξ.ις:1). Επειδή δεν αναφέρεται τίποτα για τον πατέρα του, είναι πιθανό να πέθανε όταν ο Τιμόθεος ήταν πολύ νέος. Την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του και η γιαγιά του Λωίδα που του διάβαζαν καθημερινά τις Γραφές (Β’ Τιμ.α:5 γ:15). Είναι το παράδειγμα κάποιου που δέχεται το Χριστό όσο είναι παιδί, επειδή έχει ανατραφεί σ’ ένα σπίτι που διδάσκεται η Αγία Γραφή. Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν με “παιδεία και νουθεσία Κυρίου” ώστε να μη χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να δώσουν την καρδιά τους στο Χριστό και τη ζωή τους στο έργο Του. Επειδή ο Τιμόθεος ήταν νέος, μπορούμε να βρούμε σ’ αυτά τα γραπτά του αποστόλου Παύλου, πολύτιμες συμβουλές για όλους εκείνους τους νέους που θέλουν να ζήσουν χριστιανικά.
Γεννήθηκε στα Λύστρα, τη Ρωμαϊκή επαρχία της Γαλατίας. Ο Παύλος ήρθε στα Λύστρα και τη Δέρβη στο πρώτο του ιεραποστολικό ταξίδι (Πραξ.ιδ:6-22) και τότε πίστεψε ο Τιμόθεος (Α’ Τιμ.α:2). Εκεί οι άνθρωποι στην αρχή θέλησαν να προσκυνήσουν τον απόστολο και μετά να του αφαιρέσουν τη ζωή. Πόσο προσεκτικά ο Τιμόθεος θα είχε ακούσει το Ευαγγέλιο να κηρύττεται από τον Παύλο! Τον είδε να θεραπεύει το χωλό, τον άκουσε να μιλάει στα πλήθη και μετά τον είδε λιθοβολημένο και μισοπεθαμένο. Την επόμενη όμως μέρα, ο Παύλος ήρθε πάλι στην πόλη. Ανάμεσα στους πιο ενθουσιώδεις πιστούς, ήταν η Ευνίκη και ο γιος της Τιμόθεος.
Έκανε τόσο μεγάλα βήματα σαν Χριστιανός, ώστε, όταν ο Παύλος ξαναπέρασε (περίπου το 51 μ.Χ.) στο δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του, εντυπωσιάστηκε και αποφάσισε να πάρει μαζί του τον Τιμόθεο. Προφανώς για να αναπληρώσει τον Ιωάννη Μάρκο. Υπήρχε μαρτυρία από το Θεό (Α’ Τιμ.α:18) αλλά και καλή μαρτυρία για το ζήλο και την πίστη του από τους αδελφούς (Πραξ.ις:2).
Ο Παύλος μαζί με τους πρεσβύτερους της εκκλησίας “επέθεσαν χείρας” και έχρισαν τον Τιμόθεο στο έργο της διακονίας (Α’ Τιμ.δ:14 Β’ Τιμ.α:6). Οι πρεσβύτεροι λοιπόν της τοπικής εκκλησίας τον απέστειλαν επίσημα και του έδωσαν την ευλογία τους. Απ’ αυτή τη στιγμή, ο Τιμόθεος έγινε ο μόνιμος, αφοσιωμένος, έμπιστος και πολυαγαπημένος σύντροφος του Παύλου. Πριν τον χρίσουν, ο Παύλος έκανε περιτομή στον Τιμόθεο. Αν και ήταν αντίθετος σ’ αυτό το θέμα σαν όρο για τη σωτηρία των εθνικών και αρνήθηκε να περιτέμνει τον Τίτο (Γαλ.β:3). Όμως, επειδή ο Τιμόθεος ήταν από τη μεριά της μητέρας του Ιουδαίος και θα κήρυττε στους Εβραίους, ο Παύλος για να αφαιρέσει κάθε πρόσκομμα “λαβών αυτόν περιέτεμε” (Πραξ.ις:3).
Ο Τιμόθεος όχι μόνο ταξίδεψε με τον Παύλο και συνεργάστηκε μαζί του σε πολλές από τις επιστολές του, αλλά ενεργούσε συχνά και σαν απεσταλμένος του στις εκκλησίες. Έμεινε πίσω στη Βέροια για να στερεώσει και να συνεχίσει το έργο του Παύλου εκεί και στη Θεσσαλονίκη. Στάλθηκε στην Κόρινθο, όταν ο Παύλος έμαθε για τα προβλήματα στην εκεί εκκλησία - μια καθόλου εύκολη αποστολή. Την εποχή που ο Παύλος του έγραφε, βρισκόταν στην Έφεσο, εποπτεύοντας τις εκεί συναθροίσεις σαν υπεύθυνος για τον καταρτισμό των πρεσβυτέρων των εκκλησιών. Ήταν πραγματική τιμή για το νεαρό Τιμόθεο, ν’ απολαμβάνει τη φιλία του αποστόλου Παύλου. Ήταν όπως τον ονομάζει ο Παύλος, “τέκνον αγαπητόν και πιστόν εν Κυρίω” (Α’ Κορ.δ:17). Ο Παύλος τον αγαπούσε και αισθανόταν μοναξιά χωρίς αυτόν. Αυτός και ο Λουκάς ήταν οι πιο σταθεροί σύντροφοί του.
Η παράδοση λέει ότι μετά το θάνατο του Παύλου, ο Τιμόθεος αφιερώθηκε στο έργο της εκκλησίας της Εφέσου και πέθανε μαρτυρικά επί του Νέρβα ή του Δομιτιανού. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε πρέπει να συνεργάστηκε με τον απόστολο Ιωάννη.
Ο Τιμόθεος δεν ήταν απ’ τη φύση του γενναίος όπως ίσως ο Τίτος και συχνά αισθανόταν αδιάθετος (Α’ Τιμ.ε:23). Ήταν όμως πάντα παράδειγμα για την πνευματική του ζωή.
Ο Παύλος είχε κερδίσει ένα μεγάλο πλήθος στο Χριστό κατά την παραμονή του στην Έφεσο. Στα επόμενα χρόνια ο αριθμός των πιστών αυξήθηκε πολύ. Μέσα στα επόμενα 50 χρόνια τόσοι πολλοί ειδωλολάτρες επέστρεψαν στο Χριστό, που οι ναοί τους σχεδόν εγκαταλείφθηκαν.
Κάτι που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι δεν υπήρχαν εκκλησιαστικά κτίρια, αλλά οι χριστιανοί κατ’ ομάδες συναντιόταν σε σπίτια. Δημόσια κτίρια άρχισαν να έχουν περίπου 200 χρόνια μετά την εποχή του Παύλου και αφού ο Μ. Κων/νος σταμάτησε τους διωγμούς των Χριστιανών. Αυτό σημαίνει ότι θα υπήρχαν εκατοντάδες μικρές συναθροίσεις που η κάθε μια είχε τον ποιμένα της.

Γ. ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Α’Τιμ.α:1,2
Στο χαιρετισμό του ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι είναι αυτός ο συγγραφέας της επιστολής και διακηρύττει την αποστολική του εξουσία. Είναι απόστολος κατά διαταγή Θεού.
Καθώς απευθύνεται στον Τιμόθεο, αυτό που καταλαβαίνει κανείς να βγαίνει από τον Παύλο είναι τρυφερότητα και αγάπη. Μπορεί ο Τιμόθεος να είναι πνευματικό παιδί του Παύλου, όμως αυτός τον βλέπει και σαν φυσικό του παιδί - ίσως το είχε ανάγκη λόγω έλλειψης οικογένειας.
Η έκφραση “Θεού του Σωτήρος ημών” ευρίσκεται μόνο στις ποιμαντορικές επιστολές. Είναι άλλη μια απόδειξη της Θεότητας του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς, ο Σωτήρας μας, είναι ο Θεός!  (Ματθ.α:21)

Δ. Η ΑΝΑΓΚΗ ΥΓΙΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
α:3-7
Δεν υπήρξε εποχή που η εκκλησία να ήταν απαλλαγμένη από ψευδοδιδάσκαλους, οι οποίοι πάντοτε αρέσκονται να παρουσιάζουν νέες και παράξενες διδασκαλίες. Είναι δύσκολο να τους πολεμήσει κανείς, γιατί στηρίζουν τις διδασκαλίες τους σε μέρη του Λόγου του Θεού, τον οποίο βέβαια παρερμηνεύουν και δεν τον δέχονται σαν ένα ενιαίο σύνολο. Σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό που χρειάζεται η εκκλησία είναι οδηγία στις βασικές αλήθειες.
Αυτοί οι άνθρωποι ανακάτευαν τη χριστιανική διδασκαλία με διάφορους μύθους τους οποίους θεωρούσαν το ίδιο σημαντικούς. Σχετικά με τις γενεαλογίες, αυτές είχαν αξία όσο οι Εβραίοι περίμεναν το Μεσσία. Αφού ο Χριστός γεννήθηκε, δεν υπήρχε πλέον λόγος να ασχολείται κανείς μ’ αυτό το θέμα.
Γι’ αυτό ο Παύλος προτρέπει τον Τιμόθεο να παραγγείλει στην εκκλησία να κηρύττει μόνο υγιή διδασκαλία. Η έννοια του “να παραγγείλεις εις τινας...” φαίνεται να σημαίνει περισσότερα απ’ ότι εμείς σήμερα ίσως καταλαβαίνουμε. Αν αναφερόταν σε μια απλή οδηγία ή εντολή, θα μπορούσε να το είχε κάνει και ο Παύλος όταν ήταν εκεί. Αλλά φαίνεται ότι αναφέρεται σε μια συνεχή προσπάθεια, επαγρύπνησης και φρούρησης της εκκλησίας απ’ αυτούς τους ψευδοδιδάσκαλους. Όταν πριν από 7 χρόνια περίπου ο Παύλος έφυγε από την Έφεσο, τους είχε προειδοποιήσει ότι λύκοι βαρείς θα έπεφταν πάνω στο χριστιανικό ποίμνιο (Πραξ.κ:29-30). Οι λύκοι αυτοί είχαν κάνει τώρα την εμφάνισή τους και αποτελούσαν το κυριότερο πρόβλημα της εκκλησίας και κατ’ επέκταση του Τιμόθεου. Φαίνεται ότι οι λύκοι της Εφέσου ήταν όμοιοι με τους λύκους της Κρήτης, με τους οποίους είχε να κάνει ο Τίτος, γιατί κι αυτοί τις παράξενες διδασκαλίες τους τις στήριζαν σε Ιουδαϊκούς μύθους και τις γενεαλογίες της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν ξέρουμε ακριβώς ποιοι ήταν αυτοί, αλλά αυτό που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ότι ήταν Ιουδαίοι.
Στο εδάφιο 6 το κριτικό κείμενο χρησιμοποιεί τη λέξη “αστοχήσαντες” αντί “αποπλανηθέντες” που μας ερμηνεύει καλύτερα τί είχε συμβεί σ’ αυτούς τους ανθρώπους και είχαν εκτραπεί στη ματαιολογία, είχαν χάσει το στόχο τους, το σκοπό τους. Επρόκειτο για μια λάθος προσέγγιση του Νόμου και ο Τιμόθεος έπρεπε να σταματήσει την εξάπλωσή τους. Ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση λαθεμένων ιδεών, είναι η διδασκαλία της αλήθειας.
Το χριστιανικό μήνυμα, η υγιής διδασκαλία, θα οδηγήσει σε πίστη, σε αγάπη και καθαρή συνείδηση - όχι σε ματαιολογία. Πάντα φαινόταν πολύ πιο συναρπαστικό να συζητούν πάνω σε αφηρημένα θέματα, παρά να ζουν τη χριστιανική ζωή. Άνθρωποι φιλόδοξοι που επιθυμούσαν να κάνουν τους δασκάλους του Νόμου.
Ο Παύλος αφού δίνει τις οδηγίες του στον Τιμόθεο, του λέει “ούτω πράττε” προφανώς γιατί αισθάνθηκε ότι έπρεπε να τον παρακινήσει, να τον “κεντήσει”.

Ε. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
α:8-13
Ο Παύλος ξεκαθαρίζει ότι ο Νόμος δεν ήταν για τον δίκαιο, αλλά για τον άνομο και τον ανυπότακτο. Δεν είχε σκοπό να βαρύνει αυτούς που ήταν δίκαιοι και θέλανε με τη ζωή τους να ευχαριστήσουν το Θεό. Κάνει ένα κατάλογο από κατηγορίες ανθρώπων για τους οποίους έγινε ο Νόμος. Στο εδάφιο 8 ομολογεί ότι ο Νόμος είναι καλός, για να μην παρεξηγηθεί η στάση του απέναντί του.
Ο Παύλος ήταν Χριστιανός για περισσότερα από 30 χρόνια. Ταξίδευε κηρύττοντας το ευαγγέλιο για 20 χρόνια. Όμως, ποτέ δεν ξεχνούσε ότι κάποτε είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να καταστρέψει αυτή την πίστη (Πραξ.η:1-3, θ). Ποτέ δεν έπαψε να θαυμάζει το γεγονός ότι ο Κύριος πήρε ένα άνθρωπο σαν κι αυτόν στην υπηρεσία Του. Ομολογεί ότι πριν τη μεταστροφή του ήταν βλάσφημος και διώκτης. Ωστόσο βρήκε έλεος γιατί ό,τι έκανε το έκανε από απιστία και αγνωσία. Αυτά τα λόγια του Παύλου θα πρέπει να τα συγκρίνουμε με την ασυγχώρητη αμαρτία που βλέπουμε στο Ματθ.ιβ:31-32. Ήταν η αγνωσία του που του επέτρεψε να βρει έλεος και συγχώρεση. Σίγουρα είναι διαφορετικό να είναι κανείς βλάσφημος σκόπιμα και με πλήρη συνείδηση.

Ζ. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΡΧΟΜΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
α:14-16
Μία από τις πιο καθαρές αναφορές του λόγου του Θεού σχετικά με το σκοπό του ερχομού του Χριστού στον κόσμο δίνεται εδώ από τον Παύλο. Ο Ιησούς υπηρέτησε του αρρώστους και τους πάσχοντας, αλλά ο κύριος λόγος για τον οποίο γεννήθηκε στη φάτνη της Βηθλεέμ ήταν για να σώσει τους αμαρτωλούς. Κάθε κήρυκας του ευαγγελίου πρέπει να έχει αυτό το εδάφιο πάνω από κάθε τι μέσα στο μυαλό του.
Εδώ βλέπουμε ένα άνθρωπο που έκανε τόσα για το Χριστό, σκυμμένο στα γόνατα με το συναίσθημα της αναξιότητάς του. Παρόλο που ήταν κάποτε βλάσφημος, τώρα η χάρις του Θεού τον έκανε απόστολο και μολονότι Τον είχε διώξει, τώρα μπορούσε να κηρύττει την αγάπη Του. Όσο πιο κοντά πηγαίνουμε στην καρδιά του Χριστού, τόσο πιο πολύ συναισθανόμαστε την αμαρτωλότητά μας. Ο Παύλος έβλεπε την επιστροφή του στο Χριστό σαν κάτι που έκανε ο Θεός για να το παραδώσει αιώνιο παράδειγμα της μακροθυμίας Του στους σκληροτράχηλους ανθρώπους.

H. ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΙΟΣ ΘΕΟΣ
α:17
Ο Παύλος εδώ εκρήγνυται σε δοξολογία και λατρεία επειδή αν και ο πρώτος των αμαρτωλών τώρα είναι σωσμένος και δηλώνει ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός. Ο μόνος Θεός που ο Παύλος λατρεύει είναι αιώνιος, αόρατος, άφθαρτος και πάνσοφος.

Θ. ΑΝΑΓΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ
α:18-20
Ο Παύλος παραγγέλλει στο πνευματικό του παιδί “να στρατεύσει την καλήν στρατείαν”. Να κρατάει την πίστη και να έχει αγαθή συνείδηση γιατί αυτά σώζουν τους ανθρώπους από πνευματικά ναυάγια. Είναι συγκλονιστικό θέαμα να βλέπεις ένα πλοίο να παρασύρεται από τα κύματα και τελικά να βυθίζεται. Άλλο τόσο λυπηρό είναι να βλέπεις ένα χριστιανό που ξεκινάει το ταξίδι της ζωής να ναυαγεί!
Ο Παύλος μιλάει για δύο ταραχοποιούς από τους ψευδοδιδάσκαλους της Εφέσου, τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο, που απομακρύνθηκαν από την πίστη και την αγαθή συνείδηση και ναυάγησαν. Βλασφήμησαν επειδή αντιτάχθηκαν στην υγιή διδασκαλία. Πρόκειται για τον ίδιο Αλέξανδρο που αργότερα πήγε στη Ρώμη για να καταθέσει σαν μάρτυρας εναντίον του Παύλου (Β’Τιμ.δ:14) αν και ήταν φίλος του πριν (Πραξ.ιθ:33). Ακόμα βλέπουμε τις ψευδοδιδασκαλίες του Υμέναιου στη Β’Τιμ.β:17. Αυτοί οι άνθρωποι παραδόθηκαν στο Σατανά όχι για καταδίκη αλλά για παιδεία (Α’Κορ.ε:5). Αυτή η παιδεία σημαίνει ότι αποκόπηκαν από την κοινωνία της εκκλησίας κι έτσι δεν ήταν πια κάτω από την ασφάλεια και την προστασία της. Έτσι ήταν ανοιχτοί στις επιθέσεις του Σατανά μέχρι να καταλάβουν και να μετανοήσουν.
Ακόμα και σ’ αυτή την εκκλησία του πρώτου αιώνα, υπάρχει ανάγκη προειδοποίησης κατά της ψευδοδιδασκαλίας που μοιάζει πολύ μ’ αυτή του 20ου αιώνα. Η παραγγελία του Παύλου στον Τιμόθεο περιλάμβανε κάτι περισσότερο από την υγιή διδασκαλία. Ήθελε υγιή ζωή. Ήξερε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να πιστεύει στο Λόγο του Θεού απόλυτα κι όμως να ζει μια ζωή μακριά απ’ τις αλήθειες του. Ο καλύτερος τρόπος για να καταπολεμήσεις την πλάνη, είναι κατ’ αρχή μια ζωή που μετριέται με τα μέτρα του Λόγου του Θεού. Πολλοί από μας είμαστε οι μοναδικές Γραφές που οι άλλοι διάβασαν ποτέ. Ο Παύλος θέλει τον Τιμόθεο να ζει μια ζωή που θα επισφραγίζει την αλήθεια που κηρύττει.

Ι. ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ
β:1-8
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Παύλος συνεχίζει τις προτροπές δίνοντας οδηγίες για προσευχή και λατρεία. Έγραψε ότι οι άνδρες πρέπει να προσεύχονται οπουδήποτε σηκώνοντας καθαρά χέρια χωρίς οργή και δισταγμό. Η εκκλησία έχει μια μεγάλη κλήση. Δεν καλούμαστε μόνο να παρακαλούμε τους ανθρώπους να επιστρέψουν στο Θεό, αλλά να παρακαλούμε το Θεό για τους ανθρώπους. Ας θυμόμαστε όταν προσευχόμαστε ότι ο Θεός “θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι...” που σημαίνει ότι θέλει να προσευχόμαστε για όλους, δίκαιους και άδικους. Η εκκλησία οδηγείται να προσεύχεται για την κυβέρνηση κι όλους αυτούς που είναι σε εξουσίες. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό τον καιρό αυτοκράτορας στη Ρώμη είναι ο Νέρων, αυτός που έβαλε φωτιά στην πόλη και ενοχοποίησε τους χριστιανούς με αποτέλεσμα μεγάλο διωγμό. Κάτω απ’ αυτό τον κακό άρχοντα ο Παύλος ήταν αιχμάλωτος και μάλλον που ήξερε ότι θα τον αποκεφάλιζαν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσευχόμαστε για καλούς και κακούς άρχοντες.
Η βάση κάθε προσευχής και λατρείας είναι ότι υπάρχει ένας Θεός, και ένας Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός. Εξαιτίας αυτού ξέρουμε ότι ο Θεός ακούει και δέχεται τις προσευχές και τις ευχαριστίες μας.

Κ. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ
β:9-15
Στο δεύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου βρίσκουμε μερικές πολύ σημαντικές διδασκαλίες σχετικά με τη θέση των γυναικών στη λατρεία.
Δίνονται οδηγίες στον Τιμόθεο σχετικά με τη σωστή, ιεροπρεπή συμπεριφορά και εμφάνιση των γυναικών. Γυναίκες που επαγγέλλονται θεοσέβεια δεν χρειάζονται κοσμήματα και στολίδια. Ο στολισμός τους είναι τα καλά τους έργα. Είναι σωστό να ντύνονται σεμνά και συνετά με τα κατάλληλα ρούχα.
Δεν είναι μόνο η εξωτερική εμφάνιση που πρέπει να είναι άγια, αλλά πρέπει να υπάρχει το σωστό πνεύμα και συμπεριφορά.
Το χριστιανικό μήνυμα αναβάθμισε τη θέση των γυναικών (Γαλ.γ:28). Όμως ο Θεός δεν σκόπευε να πάρουν αυτές τα ηνία. Όπως ο Παύλος κατέκρινε την υπερβολή και την επίδειξη στο ντύσιμο των γυναικών, το ίδιο κατακρίνει την τάση να μιμούνται τους άνδρες. Στον ουρανό δεν θα υπάρχει διάκριση φύλων (Ματθ.κβ:30) αλλά άνδρες και γυναίκες θα είναι ίσοι στα μάτια του Θεού. Σ’ αυτόν όμως τον κόσμο, υπάρχει η φυσική διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα, που καλό είναι να μην παραβλέπεται γιατί οι ρόλοι τους στη ζωή δεν είναι ταυτόσημοι.
Οι γυναίκες πρέπει να είναι υποταγμένες στους άνδρες. Δεν έχουν εξουσία να πουν στους άνδρες με διδακτικό και εξουσιαστικό πνεύμα τί είναι σωστό και τί είναι λάθος.
Στα εδάφια 11 & 12 το σκεπτικό δεν είναι να πάρει κανείς από τη γυναίκα το δικαίωμα να λατρέψει ή να χρησιμοποιηθεί από το Θεό, αλλά ότι πρέπει να ξέρει τη θέση της και να μην σφετερίζεται εξουσία πάνω από τον άνδρα.
Στα εδάφια 13 & 14 ο απόστολος Παύλος εξηγεί γιατί η γυναίκα πρέπει να έχει αυτή τη θέση.
Για το εδάφιο 15 υπάρχουν δύο ερμηνείες. Η πρώτη είναι ότι ένα μέρος της κατάρας στο γυναικείο φύλο ήταν οι λύπες και οι πόνοι κατά τη γέννα κι εδώ έχουμε μια υπόσχεση ότι αυτές που μένουν στην πίστη με αγιασμό, αγάπη και σωφροσύνη δεν θα διατρέχουν κίνδυνο κατά τη γέννα. Η άλλη αναφέρεται στη γέννηση του Ιησού Χριστού. Αν και η αμαρτία ήρθε στον κόσμο με τη γυναίκα, από γυναίκα γεννήθηκε και ο Σωτήρας μας, Αυτός που βάσταξε τις αμαρτίες μας.