«διότι
ο τρώγων και πίνων αναξίως τρώγει και πίνει κατάκρισιν εις εαυτόν, μη διακρίνων
το σώμα του Κυρίου»
(Α’ Κορ.ια:29).
Τα ανησυχητικά αυτά λόγια γράφτηκαν από τον απόστολο Παύλο,
αφού προηγουμένως είχε υπενθυμίσει τους παραλήπτες της επιστολής την παράδοση
σχετικά με την καθιέρωση του Δείπνου του Κυρίου και την ερμηνεία που ο ίδιος ο
Ιησούς έδωσε, καθώς έκοβε τον άρτο και μοίραζε το ποτήρι τη νύχτα πριν από τη
Σταύρωση Του (ια:23-26).
Τα εδάφια αυτά διαβάζονται συνήθως πριν από την τέλεση του
Κυριακού Δείπνου στις εκκλησίες. Τα συναισθήματα που προκαλούν κάθε φορά δεν είναι
μόνο δέος και σοβαρότητα, αλλά και φόβος,
υπερβολικός φόβος μάλιστα. «Μήπως δεν διακρίνω, όπως θα έπρεπε, «το σώμα του Κυρίου;» Πώς είμαι σίγουρος ότι,
τρώγοντας από τον άρτο και πίνοντας από το ποτήρι, δεν θα είμαι ένοχος του σώματος
και αίματος του Κυρίου»; (Η προειδοποίηση αυτή γίνεται ακριβώς πριν από το εδάφιο
που εξετάζουμε, ενώ στη συνέχεια δίνεται
η προτροπή «Ας δοκιμάζη δε εαυτόν ο
άνθρωπος, και ούτως ας τρώγη εκ του άρτου και ας πίνη εκ του ποτηρίου».
Ο φόβος μήπως «τρώγω και πίνω κατάκριση» σε
περίπτωση που «δεν διακρίνω το σώμα του Κυρίου», κάνει κάποιες φορές, πιστούς ανθρώπους να
αποφεύγουν να λάβουν μέρος στο Δείπνο του Κυρίου ή να μην πάνε καθόλου στην εκκλησία.
Οι προειδοποιήσεις αυτές και οι νουθεσίες του αποστόλου χρησιμοποιήθηκαν κατά
καιρούς από διάφορους χριστιανικούς κύκλους
στο να αποκλείσουν ανθρώπους από το Δείπνο, επειδή είχαν διαπράξει ορισμένες αμαρτίες
που τους καθιστούσαν ανάξιους να λάβουν από τα στοιχεία του άρτου και οίνου.
Το κριτήριο του να θεωρείται ένας άξιος ή ανάξιος να μετέχει
στο Δείπνο είναι πραγματικά η ουσία της περικοπής που εξετάζουμε. Τι είναι
εκείνο που κάνει κάποιον άξιο, έτσι ώστε να λαμβάνει χωρίς να καταδικάζει τον
εαυτό του; Και αν η αξία κάποιου κρίνεται ανάλογα με την ηθική του τελειότητα ή την πνευματική
του ωριμότητα, θα μπορέσει κάποιος ποτέ να θεωρηθεί άξιος να συμμετάσχει; Τα
ερωτήματα αυτά είναι ιδιαίτερα δύσκολα, εφόσον προκύπτουν από ένα κείμενο που
αναφέρεται στη Σταύρωση, γεγονός που αποκαλύπτει την άνευ όρων αγάπη του Θεού
για τους αμαρτωλούς (ο Θεός… δείχνει τη δική του αγάπη σ’ εμάς με το ότι, ενώ
ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για χάρη μας- Ρωμ.ε:8).
Εγκύπτοντας με μεγαλύτερη προσοχή στο πρόβλημα αυτό που
υπήρχε στην εκκλησία της Κορίνθου, και εξετάζοντας τους όρους που ο Παύλος
χρησιμοποίησε, νοιώθει κανείς μεγάλη απελευθέρωση, όταν ανακαλύπτει ότι οι
φόβοι του είναι αβάσιμοι. Επειδή, με την τέλεση του Δείπνου γίνεται κάθε φορά
μια δυνατή υπενθύμιση ότι ο Χριστός θυσίασε τον εαυτό Του για αμαρτωλούς όπως
εγώ, ενώ αποτελεί συνάμα και μια πρόκληση, ώστε να διακρίνω ξανά και ξανά, τόσο
εγώ όσο και οι άλλοι που συμμετέχουν, τη σπουδαιότητα του θανάτου Του για τη
ζωή του καθενός από εμάς. Ας μελετήσουμε λοιπόν το περιεχόμενο αυτής της
περικοπής, καθώς και την ορολογία που
χρησιμοποιεί ο Παύλος, για να δούμε τι ήθελε να πει πραγματικά στους Χριστιανούς
της Κορίνθου αλλά και σε όλους εμάς σήμερα.
Το ευρύτερο περιεχόμενο του εδαφίου μας αρχίζει από το ια:17, και είναι σαφές, από τα εισαγωγικά λόγια του Παύλου, ότι αφήνει τη συζήτηση για το κάλυμμα των
γυναικών στη λατρεία (ια:3-16), για να
ασχοληθεί με ένα άλλο πρόβλημα που παρουσιαζόταν στις συναθροίσεις τους. Ποιο
ήταν αυτό το πρόβλημα; Ο Παύλος μπαίνει μάλλον κατευθείαν στο θέμα: «… δεν σας
επαινώ, γιατί συνέρχεστε όχι για το καλύτερο, αλλά για το χειρότερο». Έπειτα
προχωρεί για να περιγράψει τη φύση της ζημιάς που προκαλείται όταν συνέρχονταν
ως εκκλησία. Είχε ακούσει ότι υπήρχαν σχίσματα μεταξύ τους, τα οποία εκδηλώνονταν σ’ αυτές τούτες τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις
τους (ια:18,20).
Τι παράδοξο, αλήθεια!
Δεν ήταν, ως εκκλησίασμα, ο ναός του Πνεύματος του Θεού; (γ:16). Και δεν ήταν
το Άγιο Πνεύμα εκείνος που τους συσσωμάτωσε, ενώ ήταν μια ετερόκλητη ομάδα
ανθρώπων, «σε ένα σώμα … ώστε να μην
υπάρχουν σχίσματα στο σώμα, αλλά τα μέλη
να μεριμνούν το ίδιο το ένα για το άλλο; (ιβ:13, 25).
Το όραμα του Παύλου για την κοινωνία του λαού του Θεού στην
Κόρινθο μακράν απείχε από του να γίνει αντιληπτό. Πράγματι, ενώ τα κοινά τους
γεύματα ήταν η πιο ιδανική περίπτωση, όπου η
αμοιβαιότητα και η φροντίδα θα μπορούσαν να εκδηλωθούν με τον καλύτερο
τρόπο, οι Κορίνθιοι επιδείκνυαν μια αλαζονική, ατομικιστική αμέλεια για κάποιους από τους αδελφούς τους.
Στα εδάφια που ακολουθούν την εισαγωγική κριτική (ια:20-26), είναι προφανές ότι η περίπτωση κατά την οποία
τα σχίσματα αυτά εκδηλώνονταν ήταν ένα σύνηθες κοινό γεύμα, που περιλάμβανε
συμβολικές πράξεις και δήλωση σημαντικών λόγων. Τα γεύματα αυτά ακολούθως
έγιναν γνωστά ως «αγάπες», ή γεύματα αγάπης
(Ιούδ. 12 και Β’ Πέτρ.β:13).
Δυστυχώς όμως, εκείνο που θα΄πρεπε να ήταν το
κυριότερο χαρακτηριστικό σ’ αυτά τα
γεύματα, απουσίαζε εντελώς, δηλαδή η στοργική φροντίδα του ενός προς τον άλλον
με βάση τη θυσία του Χριστού: «Όταν
λοιπόν συνέρχησθε επί το αυτό, τούτο δεν είναι να φάγητε Κυριακόν δείπνον»
(ια:20). Απεναντίας, έτρωγαν και έπιναν μ’
έναν ατομικιστικό, εγωιστικό
τρόπο το δικό τους δείπνο (ια:21). Κάποιοι από αυτούς, οι πιο εύποροι προφανώς,
έφερναν τα φαγητά τους και, χωρίς να περιμένουν τους άλλους, άρχιζαν να τρώνε. Με τον τρόπο αυτό οι άποροι
αδελφοί τους, που είχαν φέρει λίγα ή καθόλου φαγητά, καταντροπιάζονταν και
περιφρονούνταν (ια:22). Αντί οι έχοντες να μοιραστούν τα αγαθά τους όπως είχαν
κάνει και οι Χριστιανοί στην Ιερουσαλήμ (δ:32), συμπεριφέρονταν ατομικιστικά
σαν να ήταν στο σπίτι τους, χωρίς να
νοιάζονται καθόλου για τους φτωχούς αδελφούς τους. Πράγματι, δεν έτρωγαν το
Δείπνο του Κυρίου αλλά το δικό τους!
Αφού εξέθεσε αυτή την παρεκτροπή, την οποία χαρακτηρίζει ως
ντροπή για την εκκλησία του Θεού (ια:22), ο απόστολος τούς υπενθυμίζει τα λόγια
που είπε ο Ιησούς στο τελευταίο δείπνο με τους μαθητές Του (ια:23-25). Με τα
λόγια εκείνα ο Κύριος τούς εξηγούσε τη σημασία της ζωής και του θανάτου Του,
που συμβολικά θα αναπαριστούσαν στο εξής ο άρτος και ο οίνος. Η θυσία Του ήταν
για χάρη τους (ια:24). Μια νέα διαθήκη
είχε εγκαινιαστεί «εν τω αίματί Του» (ια:25).
Είχαν ήδη γίνει μέτοχοι της εκκλησίας της Καινής Διαθήκης, όπως τους
είχε ήδη πει ο Παύλος προηγουμένως: «διότι
εις άρτος, εν σώμα είμεθα οι πολλοί· επειδή πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν»
(ι:17). Καθώς έτρωγαν και έπιναν και άκουγαν τα λόγια που είπε ο Κύριος, έπρεπε
να φέρνουν στο νου τους Εκείνον. Η βρώση του άρτου και η πόση του οίνου έπρεπε
να είναι αναγγελία και διακήρυξη του θανάτου Του μέχρις ότου έρθει (ια:26).
Ορισμένοι σχολιαστές αντιλαμβάνονται τις φράσεις «στη δική
μου ανάμνηση» και «το θάνατο του Κυρίου αναγγέλλετε» ως ειδικό κάλεσμα για
μαθητεία και μίμηση της αυτοθυσίας του Ιησού για χάρη μας. Υπό το φως άλλων
δηλώσεων του Παύλου, π.χ. «Γίνεστε, λοιπόν, μιμητές του Θεού ως τέκνα αγαπητά
και περπατάτε με αγάπη, καθώς και ο Χριστός μάς αγάπησε και παράδωσε τον εαυτό
του για χάρη μας ως προσφορά και θυσία στο Θεό για οσμή ευωδίας» (Εφ.ε:1),
καταλαβαίνουμε ότι σίγουρα αυτό είναι που ο Παύλος επιθυμούσε και για τους
πιστούς στην Κόρινθο. Αυτοί, ωστόσο, έτρωγαν από τον άρτο και έπιναν από το
ποτήρι του Κυρίου ανάξια (ια:27).
Έτσι, λοιπόν, το θέμα
που απασχολούσε τον Παύλο δεν ήταν το αν ένας ήταν άξιος να λάβει ή όχι σαν
άτομο. Επειδή, κανένας δεν θα γινόταν
ποτέ «άξιος» με την αυστηρή έννοια του όρου. Το φλέγον ζήτημα ήταν η κατακριτέα
στάση ορισμένων ευκατάστατων αδελφών, που συμμετείχαν στο δείπνο του Κυρίου ανάξια,
επειδή επιδείκνυαν έλλειψη σεβασμού προς την αδελφότητα σαν σύνολο, με
ενέργειες που δεν εμπνέονταν από αγάπη προς τους ενδεείς αδελφούς και αδελφές
τους.
Με τη συμπεριφορά τους αυτή ήταν ένοχοι αμαρτίας κατά «του
σώματος και αίματος Κυρίου» (ια:27). Η λέξη ένοχος χρησιμοποιείται κυρίως σαν
νομικός όρος και σημαίνει ότι κάποιος είναι υπόλογος για κάποια αμαρτία που
διέπραξε. Στην περίπτωση αυτή οι Κορίνθιοι ήταν ένοχοι, επειδή με την εγωιστική
συμπεριφορά τους αντιτίθονταν και εναντιώνονταν στο σκοπό για τον οποίο ο
Χριστός θυσιάστηκε, δηλαδή, για να δημιουργήσει την εκκλησία, η οποία θα λειτουργούσε
σαν πρότυπο αγάπης και υπηρεσίας που επιζητεί το καλό των άλλων, σ’ ένα κατακερματισμένο
κόσμο, όπου κυριαρχεί το ατομικό συμφέρον και ο φιλοτομαρισμός.
Πρέπει, επομένως, η
προτροπή του Παύλου «να εξετάζει ο καθένας τον εαυτό του» (ια:28) και να
διακρίνει, όπως του αρμόζει, «το σώμα του Κυρίου» (ια:29), να ιδωθεί υπό το φως αυτής της σημασίας που
είχαν οι «αγάπες», όπως ο ίδιος την αναλύει.
Οι Κορίνθιοι θα ΄πρεπε να εξετάζουν τον εαυτό τους για να δουν με ποιο
πνεύμα συμμετείχαν στο δείπνο: ήταν πνεύμα αλληλοσεβασμού και αλληλοϋπηρεσίας ή
πνεύμα εγωκεντρισμού και αδιαφορίας για τους άλλους;
Μερικά από τα αρχαιότερα και καλύτερα ελληνικά χειρόγραφα δεν
περιέχουν τη φράση «του Κυρίου», γι’ αυτό και είναι πολύ πιθανόν στην πρωτότυπη επιστολή του ο Παύλος να είχε
γράψει « … μη διακρίνων το σώμα».
Όπως και να ΄χει όμως, τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο απόστολος μιλάει γι’ αυτή
την πραγματικότητα την οποία αλλού καθορίζει είτε σαν «σώμα» είτε σαν «ένα σώμα» είτε σαν «το σώμα
του Χριστού» (Α’ Κορ.ι:17, ιβ:12-13,27,
Εφ.β:16, γ:6, δ:4,
Κολ.α:18).
Το να μη διακρίνει, λοιπόν, ένας το σώμα ή το σώμα του Κυρίου
σημαίνει ότι παρανοεί καίρια τη φύση της Χριστιανικής κοινότητας και ενεργεί με
τρόπους που υποσκάπτουν τη ζωτικότητά,
τη ζωή και τη μαρτυρία της. Αυτό είναι κάτω από την κρίση του Θεού, επειδή, βλάπτοντας το σώμα του Χριστού, σημαίνει εναντίωση στους σκοπούς του Θεού για
τους οποίους θυσιάστηκε το σώμα του Χριστού και χύθηκε το αίμα της ζωής Του, ως
«Αμνού αμώμου και ασπίλου» (Α΄ Πέτρ.α:19).