«Μη κρίνετε διά να μη κριθήτε, διότι με οποίαν κρίσιν κρίνετε, θέλετε κριθή και με όποιον μέτρον μετρείτε, θέλει αντιμετρηθή εις εσάς. Και διά τί βλέπεις το ξυλάριον το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε δοκόν την εν τω οφθαλμώ σου δεν παρατηρείς; Ή πώς θέλεις ειπεί προς τον αδελφόν σου, Αφες να εκβάλω το ξυλάριον από του οφθαλμού σου, ενώ η δοκός είναι εν τω οφθαλμώ σου; Υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε θέλεις ιδεί καθαρώς διά να εκβάλης το ξυλάριον εκ του οφθαλμού του αδελφού σου».
Ο Κύριος μας διδάσκει εδώ πώς να αντιδρούμε στα λάθη των άλλων.
Ίσως δεν υπάρχει πιο συνηθισμένη αμαρτία, απ' αυτή της κατάκρισης. Οι σύζυγοι βρίσκουν λάθη στις συζύγους τους, οι γυναίκες βρίσκουν λάθη στους συζύγους τους, τα παιδιά στους γονείς, οι γονείς στα παιδιά κ.ο.κ.
Ο Κύριος μας διδάσκει εδώ πώς να αντιδρούμε στα λάθη των άλλων.
Ίσως δεν υπάρχει πιο συνηθισμένη αμαρτία, απ' αυτή της κατάκρισης. Οι σύζυγοι βρίσκουν λάθη στις συζύγους τους, οι γυναίκες βρίσκουν λάθη στους συζύγους τους, τα παιδιά στους γονείς, οι γονείς στα παιδιά κ.ο.κ.
Ακόμα και μέσα στην εκκλησία, φαίνεται πως υπάρχουν εκείνοι που μόνιμα ψάχνουν για λάθη στους άλλους.
Στην εκκλησία έχουμε πολλούς χριστιανούς θεατές. Περιμένουν απ' τους ποιμένες, απ' τις χορωδίες, απ' τους δασκάλους κ.τ.λ. να παίζουν σωστά τους ρόλους τους ενώ εκείνοι κάθονται πίσω για να παρακολουθούν τα λάθη τους, να βρίσκουν τα σφάλματά τους και να τους κριτικάρουν.
Δικαιολογούν τους εαυτούς τους ότι σαν άνθρωποι μπορεί να κάνουν λάθη ή να είναι ακόμα ατελείς, αλλά όχι οι άλλοι. Αυτοί δεν έχουν αυτό το δικαίωμα.
«Μη γίνεσθε πολλοί διδάσκαλοι, αδελφοί μου, εξεύροντες ότι μεγαλητέραν κατάκρισιν θέλομεν λάβει» (Ιάκ.γ:1).
«Μη καταλαλείτε αλλήλους, αδελφοί. Όστις καταλαλεί αδελφόν και κρίνει τον αδελφόν αυτού, καταλαλεί τον νόμον και κρίνει τον νόμον και εάν κρίνης τον νόμον, δεν είσαι εκτελεστής του νόμου, αλλά κριτής» (Ιάκ.δ:11).
Ο Ιησούς είπε για τέτοιους ανθρώπους: «Αλλά με τι να ομοιώσω την γενεάν ταύτην; είναι ομοία με παιδάρια καθήμενα εν ταις αγοραίς και φωνάζοντα προς τους συντρόφους αυτών, και λέγοντα· Αυλόν σας επαίξαμεν, και δεν εχορεύσατε, σας εθρηνωδήσαμεν, και δεν εκλαύσατε. Διότι ήλθεν ο Ιωάννης μήτε τρώγων μήτε πίνων, και λέγουσι· Δαιμόνιον έχει. Ήλθεν ο Υιός του ανθρώπου τρώγων και πίνων, και λέγουσιν· Ιδού, άνθρωπος φάγος και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. Και εδικαιώθη η σοφία από των τέκνων αυτής.» (Ματθ.ια:16-19).
Αυτοί που ψάχνουν για λάθη, ποτέ δεν είναι λογικοί και συνεπείς. Έβρισκαν λάθος στον Ιωάννη επειδή ήταν άνθρωπος λιτοδίαιτος, μα εύρισκαν λάθος και στον Ιησού, επειδή έτρωγε κι έπινε.
Βέβαια, υπάρχουν άτομα στην εκκλησία (ποιμένας, πρεσβύτεροι), που η θέση τους δίνει το δικαίωμα κρίσης και διόρθωσης, αφού μόνο έτσι μπορεί να σωθεί μια ψυχή από το θάνατο.
Τι είναι κατάκριση;
Πρώτα απ' όλα δεν είναι η κριτική. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κριτική και την κατάκριση. Κάθε κριτική δεν είναι κακή γιατί μπορεί να είναι και εποικοδομητική. Η κατάκριση όμως σκοτώνει!
Η κατάκριση ευχαριστιέται να κρίνει, μόνο και μόνο για να κρίνει.
Συνήθως γίνεται πίσω από την πλάτη του κρινόμενου, σε ιδιωτικές «πνευματικές» συναντήσεις. Καταδικάζει κάποιον που έχει διαφορετική άποψη (Ρωμ.ιδ).
Κατάκριση είναι η καταχρηστική εφαρμογή της κρίσης στην υπηρεσία της σκοπιμότητας.
«Συ δε διά τι κρίνεις τον αδελφόν σου; ή και συ διά τι εξουθενείς τον αδελφόν σου; επειδή πάντες ημείς θέλομεν παρασταθή εις το βήμα του Χριστού» (Ρωμ.ιδ:10).
Η κατάκριση βάζει την προσωπική προκατάληψη στη θέση των αρχών του δικαίου. Ο Ιησούς είπε: «Μη κρίνετε κατ' όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (Ιωαν.ζ:24).
Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι αυτό που καταδικάζει κάποιον είναι το λάθος του ή η αμαρτία του κι όχι η δική μας προκατάληψη.
Είναι τόσο εύκολο να δικαιολογούμε αυτόν που συμπαθούμε και να καταδικάζουμε εκείνον που αντιπαθούμε, παρασυρόμενοι απ' τα προσωπικά μας και απομακρυνόμενοι απ' τις αρχές του δικαίου.
Η κατάκριση, διαμορφώνει μια εντύπωση χωρίς να έχει όλα τα στοιχεία. Δεν πρέπει να κρίνουμε χωρίς σωστή πληροφόρηση. Ακόμα πρέπει να γνωρίζουμε καλά τι λέει ο λόγος του Θεού σχετικά με το θέμα που θέλουμε να κρίνουμε.
Η κατάκριση κατηγορεί τα κίνητρα. Δεν είναι πάντα εύκολο σ' εμάς να γνωρίζουμε τις διαθέσεις που υπάρχουν πίσω από μια πράξη «Τις των ανθρώπων γινώσκει τα του ανθρώπου, ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ;» (Α' Κορ.β:11). Ωστόσο, η ανθρώπινη συμπεριφορά ποτέ δεν μπορεί να εκτιμηθεί σωστά χωρίς να υπολογιστούν τα ελατήρια.
Κατάκριση δεν συμβαίνει όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε ή να δείξουμε έλεος, αλλά όταν καταδικάζουμε το πρόσωπο αντί την πράξη, τον αμαρτωλό αντί την αμαρτία.
Τι είπε ο Ιησούς για την κατάκριση;
Μην ασχολείσαι να βρίσκεις λάθη. «Μη κρίνετε δια να μη κριθήτε» (Ματθ.ζ:1). Μπορεί να φαίνεται απλό και λογικό, αλλά αυτό σημαίνει ότι θα πάρουμε πίσω εκείνο που δίνουμε.
Συνήθως εκείνοι που πάντοτε βρίσκουν λάθη στους άλλους ενοχλούνται περισσότερο όταν δέχονται κριτική. Τους αρέσει να δείχνουν τα λάθη των άλλων, όχι όμως οι άλλοι να δείχνουν τα δικά τους λάθη.
«επειδή πάντες ημείς θέλομεν παρασταθή εις το βήμα του Χριστού» (Ρωμ.ιδ:10).
Όλοι, και οι δύο πλευρές θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του Χριστού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η κρίση και η διόρθωση που είναι καθήκον μας, αφού μόνο έτσι μπορούμε να σώσουμε μια ψυχή από το θάνατο.
Τα εδάφια που αναφέραμε στην αρχή, δεν απαγορεύουν κάθε κρίση. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε απ' τα συμφραζόμενα. Στο αμέσως παρακάτω εδάφιο (6), λέει: «Μη δώσητε το άγιον εις τους κύνας». Για να πει κανείς ποιοι είναι «κύνες» πρέπει να κάνει κρίση και διάκριση. Το ίδιο ισχύει για το εδάφιο 15 όπου λέει: «Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών». Αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν εξασκηθεί κάποιου είδους κριτική, όπως και για το εδάφιο 20 όπου λέει: «από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς».
Αυτό που κατακρίνεται είναι η πράξη που παρακινείται από ένα πνεύμα αυτοδικαίωσης και που κρύβει μέσα της ένα αίσθημα υπεροχής, μια τάση να βλέπουμε τους άλλους περιφρονητικά. «Ο Θεός αντιτάσσεται εις τους υπερηφάνους εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν» (Α' Πετρ.ε:5).
Μην προσπαθείς να κάνεις τους άλλους να διορθώσουν τα λάθη τους, όταν έχεις λάθη όμοια ή μεγαλύτερα απ' αυτά «Και διά τί βλέπεις το ξυλάριον το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε δοκόν την εν τω οφθαλμώ σου δεν παρατηρείς; Ή πώς θέλεις ειπεί προς τον αδελφόν σου, 'Αφες να εκβάλω το ξυλάριον από του οφθαλμού σου, ενώ η δοκός είναι εν τω οφθαλμώ σου; Υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου και τότε θέλεις ιδεί καθαρώς διά να εκβάλης το ξυλάριον εκ του οφθαλμού του αδελφού σου» (Ματθ.ζ:3,5).
Δεν μπορούν όλοι να κάνουν αυτή τη δουλειά. Εδώ δεν απαγορεύεται να βοηθούμε τον αδελφό μας να διορθώσει τα λάθη του, αλλά μάλλον η διάθεση που μας κάνει να βρίσκουμε λάθη. Ο απόστολος Παύλος λέει ότι είναι έργο των πνευματικών να βοηθούν αυτούς που έχουν πέσει σε παραπτώματα, αλλά αυτό να γίνεται με πνεύμα πραότητας και προσοχή (Γαλ.ς:1).
Ακόμα θα πρέπει αφού εξετάσουν τον εαυτό τους και τη ζωή τους, να θυμούνται ότι κι ίδιοι έχουν πέσει σε λάθη. Να έχουν πρώτα αφαιρέσει το δοκάρι από το δικό τους μάτι, ώστε να μπορούν να δουν καθαρά για να βγάλουν την ακίδα απ' το μάτι του αδελφού τους. Βλέπετε, υπάρχουν βαθμοί αμαρτίας: «Ακίδα-Δοκάρι».
Ο διάβολος τυφλώνει. Μας κρύβει την ανάγκη μετάνοιας και αποκατάστασης. Μας δίνει τέτοια αυτοπεποίθηση ώστε να μπορούμε να λέμε: «Μα, βλέπω....».
«Ιδού, συ επονομάζεσαι Ιουδαίος και επαναπαύεσαι εις τον νόμον και καυχάσαι εις τον Θεόν, και γνωρίζεις το θέλημα αυτού και διακρίνεις τα διαφέροντα, διδασκόμενος υπό του νόμου, και έχεις πεποίθησιν εις σεαυτόν ότι είσαι οδηγός τυφλών, φως των εν σκότει, παιδευτής αφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, έχων τον τύπον της γνώσεως και της αληθείας εν τω νόμω. Ο διδάσκων λοιπόν άλλον σεαυτόν δεν διδάσκεις; ο κηρύττων να μη κλέπτωσι κλέπτεις; ο λέγων να μη μοιχεύωσι μοιχεύεις; ο βδελυττόμενος τα είδωλα ιεροσυλείς; ο καυχώμενος εις τον νόμον, ατιμάζεις τον Θεόν διά της παραβάσεως του νόμου;» (Ρωμ.β:17-23).
Ήταν χαρακτηριστικό των Φαρισαίων: Καταπατούσαν το Νόμο, και την ίδια στιγμή έκριναν όσους έτρωγαν με άπλυτα χέρια!
'Ασχετα από τα κίνητρα εκείνων που βρίσκουν λάθη, εμείς μπορούμε να επωφεληθούμε απ' αυτούς. Ακόμα κι αν οι προθέσεις τους δεν είναι καλές ή ο τρόπος και ο χρόνος που διάλεξαν να εκφράσουν τις διαπιστώσεις τους δεν είναι ο πιο κατάλληλος, αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς δεν μπορούμε να μάθουμε από τα σχόλιά τους. Είναι πολύ πιθανόν να υπάρχει αλήθεια σ' εκείνο που μας έκριναν. Μπορούμε να εξασκηθούμε ώστε να διδασκόμαστε από δυσάρεστες αλήθειες που προέρχονται από εκείνους που μας κρίνουν.
Οι Φαρισαίοι κατέκριναν τον Ιησού επειδή έτρωγε κι έπινε με τους αμαρτωλούς (Ματθ.θ:10-13). Ο Πέτρος θεώρησε λάθος ότι ο Κύριος επέτρεψε σε μια αμαρτωλή γυναίκα να Τον αγγίξει (Λουκ.ζ:36-39). Αν ο Ιησούς, ο αναμάρτητος Γιος του Θεού, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την κατάκριση των ημερών Του, θα το καταφέρουμε εμείς σήμερα;
Ο πρώτος κανόνας που πρέπει να μάθει κανείς αν θέλει ν' αντιμετωπίζει την κατάκριση, είναι να παραδεχτεί πως είναι αναπόφευκτη. Στην πραγματικότητα η Βίβλος προειδοποιεί να μην προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τον καθένα (Λουκ.ς:26). Αναγνώρισε ότι είναι αναπόφευκτο οι άλλοι να βρίσκουν λάθη σ' εσένα όταν ακολουθείς το Χριστό, επειδή «πάντες οι θέλοντες να ζώσιν ευσεβώς εν Χριστώ Ιησού, θέλουσι διωχθή» (Β'Τιμ.γ:12).