Εβρ.δ:3 Διότι
εισερχόμεθα εις την κατάπαυσιν ημείς οι πιστεύσαντες, καθώς είπεν· Ούτως
ώμοσα εν τη οργή μου, δεν θέλουσιν εισέλθει εις την κατάπαυσίν μου· αν και τα
έργα αυτού ετελείωσαν από καταβολής κόσμου.
Ιερ.θ:5 Και
θέλουσιν απατά έκαστος τον πλησίον αυτού και δεν θέλουσι λαλεί την αλήθειαν·
εδίδαξαν την γλώσσαν αυτών να λαλή ψεύδη, αποκάμνουσι πράττοντες ανομίαν.
Ρωμ.ζ:23-24 βλέπω
όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου,
και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας, τον όντα εν τοις μέλεσί μου.
Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ· τις θέλει με ελευθερώσει από του σώματος του
θανάτου τούτου;
Ματθ.ια:28 Έλθετε
προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει.
Ρωμ.ε:1-2 Δικαιωθέντες
λοιπόν εκ πίστεως, έχομεν ειρήνην προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, διά του οποίου ελάβομεν και την είσοδον διά της πίστεως εις την
χάριν ταύτην, εις την οποίαν ιστάμεθα και καυχώμεθα εις την ελπίδα της δόξης
του Θεού.
Εβρ.δ:10 Διότι
ο εισελθών εις την κατάπαυσιν αυτού και αυτός κατέπαυσεν από των
έργων αυτού, καθώς ο Θεός από των εαυτού.
Φιλ.γ:9 και
να ευρεθώ εν αυτώ μη έχων ιδικήν μου δικαιοσύνην την εκ του νόμου, αλλά την
διά πίστεως του Χριστού, την δικαιοσύνην την εκ Θεού διά της πίστεως,
Ησ.κη:12 προς
τον οποίον είπεν, Αύτη είναι η ανάπαυσις, με την οποίαν δύνασθε να
αναπαύσητε τον κεκοπιασμένον, και αύτη είναι η άνεσις· αλλ' αυτοί δεν
ηθέλησαν να ακούσωσι.