Μέσα στην ιστορία, προσέγγισαν πολλοί άνθρωποι τον Ιησού με
την φαντασία τους και με μόνη τη λογική τους ικανότητα. Αν και μέσα στα
Ευαγγέλια, η εικόνα του Χριστού ξεπροβάλει τέλεια και μεγαλειώδης, σαν ο
αληθινός Θεός, εν τούτοις, ήδη από το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.
εμφανίζονται οι πρώτες οργανωμένες προσπάθειες αλλοίωσης του προσώπου του:
Οι Δοκήτες. Αυτοί
πίστευαν ότι ο Χριστός υπήρξε κυρίως πνεύμα, ότι διέθετε φαινομενικό σώμα, και
ότι η ύλη και η ιστορία έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης,
εκφράζοντας το πνεύμα της Εκκλησίας, γράφει:
Α’ Ιωάν.δ:3 και παν πνεύμα, το οποίον δεν ομολογεί ότι ο
Ιησούς Χριστός ήλθεν εν σαρκί, δεν είναι εκ του Θεού· και τούτο είναι το πνεύμα
του αντιχρίστου, το οποίον ηκούσατε ότι έρχεται, και τώρα μάλιστα είναι εν τω
κόσμω.
Με τη σειρά του ο Γνωστικισμός,
αρνήθηκε την ενσάρκωση, την αξία του σώματος και την πραγματική ανάσταση του
Χριστού. Τα γνωστικά «ευαγγέλια», προχωρημένη γραφίδα του αρχικού γνωστικισμού,
γραμμένα τον 2ο και 3ο αιώνα και με περιεχόμενο
αντι-αποστολικό και αντι-βιβλικό, διαχώριζαν τον σαρκικό Ιησού από τον
Χριστό-πνεύμα, ήταν γεμάτα από αποκαλυπτόμενα μόνο στους τέλειους, υποτίθεται μυστήρια,
χώριζαν τον κόσμο δυαλιστικά σε πνευματικά ανώτερο και κατώτερο και παρουσίαζαν
τον Χριστό σαν θεϊκό όν που θεληματικά κλείστηκε σε ανθρώπινο σώμα, μέχρις ότου
να οδηγήσει τους ανθρώπους στην απελευθέρωση του θεϊκού τους πυρήνα,
καταδικάζοντας το σώμα σε μελλοντική διάλυση, αφού έτσι κι αλλιώς το θεωρούσαν
προσωρινό και ευτελές. Ο Ιησούς ήταν πράγματι τέλειος άνθρωπος, αφού γεννήθηκε,
περιτμήθηκε, μεγάλωσε, μισήθηκε, υπέστη ατιμωτικά πάθη, σταυρώθηκε και
αναστήθηκε. Ήταν όμως και ο Θεός, ως προς την θεϊκή Του φύση, αφού «εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος
σωματικώς» (Κολ.β:9).
Δοκητικής μορφής και γνωστικής ήταν και το σύστημα του Μαρκίωνα. Αυτός απομακρύνθηκε σαν
κακόδοξος γνωστικός τόσο από τον πατέρα του, επίσκοπο Σινώπης του Πόντου, όσο
και από την Σμύρνη. Μορφωμένος και πλούσιος, εκκλησιαστικός θα λέγαμε «τυχοδιώκτης»,
κατόρθωσε και αναμείχθηκε στα θέματα της Εκκλησίας της Ρώμης το 140 μ.Χ., αφού
δώρισε και σημαντικό ποσό για τις ανάγκες της τοπικής Εκκλησίας. Διαχώριζε τον
καλό Θεό της Καινής Διαθήκης από τον κακό και κατώτερο Θεό, δημιουργό της
Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός, κατά τον Μαρκίωνα, απεστάλη από τον αγαθό Θεό της
αγάπης για να λυτρώσει τον άνθρωπο. Δεν σαρκώθηκε πραγματικά παρά φαινομενικά,
και δεν έπαθε, ούτε σταυρώθηκε, όπως ισχυρίζονταν οι ευαγγελιστές. Η «Εκκλησία»
του απέρριπτε την ύλη και τον Ιουδαϊσμό, συνέταξε κανόνα εκκλησιαστικών βιβλίων
και δεχόταν σαν γνήσιο μόνο το ευαγγέλιο του Λουκά (τμήμα αυτού) και τον
απόστολο Παύλο. Η διδασκαλία του επεκτάθηκε στην Αίγυπτο, Συρία, Μεσοποταμία
και Μικρά Ασία.
Στις Ιουδαϊζουσες αιρέσεις ανήκαν και οι Εβιωνίτες ή Εβιωναίοι. Οι οπαδοί της αίρεσης
θεωρούσαν τον Χριστό είτε σαν ένα απλό άνθρωπο που δικαιώθηκε στη συνέχεια από
τον Θεό και πρόκοψε ηθικά, είτε απέρριπταν τη θεϊκή του υπόσταση, δεχόμενοι όμως
την συνέργεια Αγίου Πνεύματος και Μαρίας για τη γέννησή του. Δεχόντουσαν και
την αναγκαία τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου για τη σωτηρία των ανθρώπων, ενώ έδιναν λιγότερη
σπουδαιότητα στα τέσσερα Ευαγγέλια και απέρριπταν τις διδασκαλίες του αποστόλου
Παύλου, τον οποίον θεωρούσαν προδότη της πίστης. Τηρούσαν μάλιστα όχι μόνο την
ημέρα του Σαββάτου, αλλά και την Κυριακή, την οποία τιμούσαν με το χριστιανικό της
περιεχόμενο
Ανάμεσα στις γνωστικές θρησκείες που προέκυψαν από ανάμειξη χριστιανισμού,
ινδουισμού, ζωροαστρισμού και βουδισμού υπήρξε και ο Μανιχαϊσμός.
Εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στη Μέση Ανατολή, με ιδρυτή
τον Μάνη, θρησκευόμενο ευγενή από την Περσία (216-277). Ο Μάνης δίδασκε ότι ο
ίδιος, ως απεσταλμένος του Αγίου Πνεύματος, ήταν η πλήρης φανέρωση και
αποκάλυψη του Θεού, μετά την κατ’ αυτόν αποτυχία των Ζαρατούστρα, Βούδα και Ιησού,
που προηγήθηκαν. Σαν γνωστικός ο Μάνης δίδασκε ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν
είναι παρά μια σπίθα φωτός που δι’ απορροής εξήλθε από την Θεότητα και
δεσμεύτηκε στην ύλη. Η σωτηρία είναι λοιπόν η επιστροφή του πνεύματος στη σφαίρα
του θείου φωτός και η απαλλαγή από τη δυναστεία του σώματος.