Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Τι μέλλει γενέσθαι λοιπόν;



Η εξομολόγηση της αμαρτίας είναι σπουδαία προϋπόθεση για θεραπεία. Υπάρχει όμως μία επιπλέον προϋπόθεση, χωρίς την οποία η πρώτη απομένει χωρίς κανένα αποτέλεσμα, κι αυτή είναι η παραίτηση ή εγκατάλειψη της αμαρτίας.

Η αληθινή μετάνοια «ομολογεί με ειλικρίνεια ότι λυπάται εκεί που πρέπει και κόβει κάθε δεσμό με την αμαρτία. Η αληθινή μετάνοια φέρνει αποτελέσματα στη ζωή και την όλη συμπεριφορά του πιστού», ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, «απλά μιλάμε για μία ψεύτικη και ανύπαρκτη μετάνοια».


Πίσω από όλα αυτά κρύβεται ένα επικίνδυνο σημείο, που ανατρέπει το μηχανισμό ίασης του Θεού, κι αυτό είναι η παγίδα να θεωρείται ως δήθεν “λαός του Θεού” ένα σύμμικτο πλήθος ανθρώπων που θέλουν να λέγονται “χριστιανοί” –είτε επειδή γεννήθηκαν σε μια “χριστιανική” χώρα είτε “κληρονομικώ δικαίω”– δεν θέλουν όμως να ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και τον υπογραμμό του Χριστού (Α΄ Πέτρ.β:21).

Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν, «Ουκ αν λάβης παρά του μη έχοντος», ο Ιώβ ομολόγησε πως δε μπορείς να βγάλεις «καθαρό από ακάθαρτο» (ιδ:4) και πάνω απ’ όλους ο ίδιος ο Χριστός είπε ότι, ο «άνθρωπος εκ του κακού θησαυρού της καρδίας αυτού εκφέρει το κακόν» (Λουκ.ς:45).

Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν κάποιοι συμφωνούν ότι μια πράξη ή μια διαγωγή είναι σωστή ή όχι, ούτε αν κάποιοι θέλουν να αλλάξουν διαγωγή και καταβάλουν καλές προσπάθειες, αλλά κατά πόσον υπάρχει μέσα τους ικμάδα ζωής και δεν είναι νεκροί «διά τας παραβάσεις και τας αμαρτίας» (Εφεσ.β:1).

Το πλήθος που συνωστίζεται στις εκκλησίες, δεν είναι κατ’ ανάγκην χριστιανοί επειδή έτσι δηλώνουν. Ο Ιούδας φανερώνει ήδη από την εποχή του ότι «εισεχώρησαν λαθραίως τινές άνθρωποι, οίτινες ήσαν παλαιόθεν προγεγραμμένοι εις ταύτην την καταδίκην, ασεβείς, μεταστρέφοντες την χάριν του Θεού ημών εις ασέλγειαν, και αρνούμενοι τον μόνον δεσπότην Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» (εδ.4).

Πολλοί παρασύρονται από την σκληρή γλώσσα του παραπάνω εδαφίου και νομίζουν ότι αναφέρεται μόνο σε σαρκικά αμαρτήματα. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Θεός με ΠΟΡΝΕΙΕΣ, ΜΟΙΧΕΙΕΣ και ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΕΣ παραλληλίζει και ταυτίζει όλους τους συμβιβασμούς μας.

Τέτοιους ανθρώπους ο Ιούδας δεν τους χαρακτηρίζει σαν χριστιανούς αλλά σαν «δένδρα φθινοπωρινά άκαρπα, δις αποθανόντα, εκριζωθέντα» (εδ.12) και δεν τους βλέπει έξω αλλά μέσα (εισεχώρησαν) στην εκκλησία, μια εκκλησία όμως που σύντομα έδιωξε τον ίδιο το Χριστό, που Τον ακούμε να λέει: «Ιδού, ίσταμαι εις την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, θέλω εισέλθει προς αυτόν και θέλω δειπνήσει μετ' αυτού και αυτός μετ' εμού» (Αποκ.γ:20).

Όσοι κόπτωνται για “αναζωπύρωση”, λοιπόν, οφείλουν να απαντήσουν πού υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι για τους οποίους είπε ο Χριστός στην Παραβολή του Σπορέα, ότι ο σπόρος «έπεσεν επί την πέτραν και αναφυέν εξηράνθη, διότι δεν είχεν ικμάδα» (Λουκ.η:6).

Όπως δήλωσε ο Χριστός: «Δεν δύναται δένδρον καλόν να κάμνη καρπούς κακούς, ουδέ δένδρον σαπρόν να κάμνη καρπούς καλούς. Παν δένδρον μη κάμνον καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. Άρα από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς» (Ματθ.ζ:18). Σε τέτοιες περιπτώσεις, συνεπώς, δεν απομένει “Αναζωπύρωση”, «αλλά φοβερά τις απεκδοχή κρίσεως και έξαψις πυρός» (Εβρ.ι:26-27).

Ο Θεός δεν εντυπωσιάζεται με διαφημίσεις. Δεν διαθέτει χώρο για υπερβολές. Οι μεγάλες ομιλίες δεν Τον επηρεάζουν. Οι εντυπωσιακοί ισχυρισμοί δεν Τον εξαπατούν. Νοιάζεται μόνο για την αλήθεια. Κι ενώ μπορούμε εύκολα να εξαπατήσουμε τους άλλους (και τους εαυτούς μας), ποτέ δεν μπορούμε να εξαπατήσουμε τον Κύριο.

Είναι «ο έχων τους οφθαλμούς Αυτού ως φλόγα πυρός», είναι «ο έχων την ρομφαίαν την δίστομον την οξείαν», Αυτός είναι «ο μάρτυς ο πιστός και αληθινός» (Αποκ.β:18,12, γ:14). Ποτέ δεν λέει: «Νομίζω». Λέει μόνο: «Ξέρω». Σε κάθε εκκλησία που απευθύνεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης, τα λόγια Του ήταν πάντα τα ίδια: «Εξεύρω...»

Οι πιστοί στις Σάρδεις είχαν ένα όνομα. Έχαιραν εκτίμησης στη βασιλεία. Ο Ιησούς όμως δεν συγκινούνταν. »Εξεύρω τα έργα σου, ότι το όνομα έχεις ότι ζης, και είσαι νεκρός». (Αποκ.γ:1). Αυτό που νόμιζαν οι άλλοι άνθρωποι ήταν τελείως λάθος.