Πρόλογος (α:1-17)
Το εισαγωγικό τμήμα της προς Ρωμαίους
επιστολής του Παύλου, αποτελείται από ένα εκτεταμένο χαιρετισμό, μια σύντομη
αναφορά στα σχέδιά του σχετικά με τα ταξίδια του και το σκοπό της συγγραφής
αυτού του γράμματος, καθώς και μια δυναμική δήλωση όσο αφορά το θέμα της
επιστολής.
Α. Χαιρετισμός
Η προς Ρωμαίους ξεκινάει μ’ ένα χαιρετισμό
όπως κάθε υποδειγματικό γράμμα εκείνης της εποχής. Αρχίζει με το όνομα του
αποστολέα, το όνομα του αποδέκτη κι ένα χαιρετισμό. Ο Παύλος έκτεινε
περισσότερο αυτό το μέρος και του έδωσε ένα χριστιανικό χαρακτήρα με τη
φρασεολογία του.
Ρωμ.α:1
Παύλος, δούλος Ιησού Χριστού, προσκεκλημένος απόστολος,
κεχωρισμένος διά το ευαγγέλιον του Θεού,
Ο Παύλος συστήνει πρώτα τον εαυτό του σαν
υπηρέτη του Ιησού Χριστού, μια φράση που θυμίζει κάτι ανάλογο που
χρησιμοποιούσαν οι προφήτες της Παλιάς Διαθήκης: «υπηρέτης του Γιάχβε». Η λέξη
που χρησιμοποιείται εδώ είναι «δούλος»
που η κυριολεκτική της έννοια είναι σκλάβος. Ο Παύλος θεωρούσε ύψιστο προνόμιο
και σημείο αναγνώρισης την κλήση του να είναι ένας σκλάβος του Ιησού Χριστού.
Μετά, ο Παύλος είπε για τον εαυτό του ότι
είναι καλεσμένος απ’ το Θεό να είναι απόστολος, ένας τίτλος που σημαίνει «αυτός
που έχει αποσταλεί». Ενώ ο Παύλος δεν απαιτούσε να είναι ένας απ’ τους Δώδεκα
(Α’ Κορ.ιε:5), είχε αποσταλεί από την εκκλησία και το Πνεύμα το Άγιο σαν απόστολος
των εθνών (Πραξ.ιγ:1-4 & ιδ:14
Γαλ.β:7-9). Είχε κληθεί να είναι απόστολος ξεχωρισμένος για το κήρυγμα
του ευαγγελίου του Θεού. Κανένας απλός θνητός δεν θα μπορούσε να του δώσει αυτή
τη διακονία, την πήρε κατ’ ευθείαν απ’ το Θεό (Γαλ.α:1 15-16).
Η σημασία της λέξης «ευαγγέλιο» είναι «τα
καλά νέα» σχετικά με τη σωτηρία. Η πηγή του ευαγγελίου δεν είναι άνθρωπος αλλά
ο Ίδιος ο Θεός. Τα καλά νέα είναι ότι ο Ιησούς Χριστός, που είναι η φανέρωση
του Θεού σε σάρκα, πέθανε για τις αμαρτίες μας, τάφηκε και αναστήθηκε (Α’
Κορ.ιε:1-4).
Ρωμ.α:2 το οποίον
προϋπεσχέθη διά των προφητών αυτού εν ταις αγίαις γραφαίς,
Αυτό το ευαγγέλιο δεν είναι καινούριο, ο Θεός
το είχε υποσχεθεί από παλιά μέσα απ’ τους προφήτες της Π. Διαθήκης. Στην
πραγματικότητα, η Π.Δ. προλέγει τη γέννηση του Χριστού (Ησ.ζ:14, θ:6), τα
παθήματα και τον θάνατο για τις αμαρτίες μας (Ησ.νγ), την ταφή (Ψαλμ.ις:10),
και την ανάσταση (Ψαλμ.ις:9-11, ρι:1), καθώς και για την Καινή Διαθήκη
(Ιερ.λα:31-34) και την έκχυση του Αγίου Πνεύματος (Ιωήλβ:28-29). Η προς
Ρωμαίους δίνει μεγάλη σημασία στο να βασίσει όλες αυτές τις βασικές διδασκαλίες
στην Παλαιά Διαθήκη. (Δες για παράδειγμα α:17 γ:10-21 δ:1-8).
Ρωμα:3 περί του
Υιού αυτού, όστις εγεννήθη εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα,
Το ευαγγέλιο έχει να κάνει με τον Υιό του
Θεού, τον Ιησού Χριστό, που είναι ο Κύριος πάντων. Ο όρος Υιός αναφέρεται στη φανέρωση του Θεού εν σαρκί. Σαν άνθρωπος, ο
Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού - η φανέρωση του Θεού εν σαρκί - γιατί το Πνεύμα
του Θεού είναι η αιτία της σύλληψης που έλαβε χώρα στη μήτρα της Μαρίας
(Λουκ.α:35). Έτσι λοιπόν, όσο αφορά τη θεία Του φύση, ο Ιησούς είναι ο ένας
Θεός που αποκαλύφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη. Όσο αφορά την ανθρώπινη φύση Του, ο
Ιησούς είναι το σπέρμα του Δαβίδ (Ματθ.α:1, Λουκ.γ:31) με γεννήτορα τον Πατέρα
μέσω της Μαρίας.
Ρωμ.α:4 και απεδείχθη Υιός Θεού εν δυνάμει κατά το πνεύμα της αγιωσύνης διά της
εκ νεκρών αναστάσεως, Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών,
Η ανάσταση του Χριστού απ’ τους νεκρούς
δήλωσε ή έκανε φανερό σ’ όλους, ότι ήταν πραγματικά ο Υιός του Θεού. Υπερφυσική
δύναμη, είχε σαν αποτέλεσμα την ανάσταση, ιδιαίτερα η δύναμη του Πνεύματος της
αγιοσύνης. Το Πνεύμα της αγιοσύνης δεν είναι άλλο από την άγια, θεϊκή φύση του
Χριστού, γιατί αυτή ανάστησε αυτόν απ’ τους νεκρούς (Ιωαν.β:19-21). Τα εδάφια
3-4 αντιπαραβάλλουν την ανθρώπινη φύση του Χριστού «το κατά σάρκα» με τη
θεότητά Του «κατά το Πνεύμα της αγιοσύνης». Το «Πνεύμα της αγιοσύνης» του
Χριστού είναι το Άγιο Πνεύμα - οι δύο εκφράσεις είναι γλωσσολογικά ισοδύναμες.
Στην πραγματικότητα «ο Κύριος είναι το Πνεύμα» (Β’ Κορ.γ:17). Η λέξη «νεκρών»
που είναι στον πληθυντικό, θέλει να δείξει ότι η ανάσταση του σώματος του
Χριστού, είναι μόνο η πρώτη πολλών φυσικών αναστάσεων που θα γίνουν με τη
δύναμη του Πνεύματός Του (Ρωμ.η:11, Α’ Κορ.ιε:20-23).
Ρωμ.α:5 διά του οποίου ελάβομεν χάριν και αποστολήν εις υπακοήν πίστεως πάντων των
εθνών υπέρ του ονόματος αυτού,
Δια του Χριστού ο Παύλος έλαβε «χάριν και αποστολήν», το οποίο
πιθανότατα να σημαίνει «τη χάρη της αποστολής». Χάρη, είναι η εύνοια του Θεού
σε κάτι που δεν την άξιζε. Ο Θεός έδωσε αυτή τη χάρη στον Παύλο με σκοπό να
κηρύξει υπακοή στην πίστη - την υπακοή της πίστης ή την υπακοή που προέρχεται
απ’ την πίστη. Ο όρος «πίστη» εδώ δεν αναφέρεται στη διδασκαλία, στο πιστεύω,
αλλά στην κυριολεκτική της έννοια, εμπιστοσύνη, διαβεβαίωση. Απ’ την αρχή, η
προς Ρωμαίους επιστολή ξεκαθαρίζει ότι η γνήσια πίστη πάντοτε δημιουργεί, και
δεν μπορεί να ξεχωριστεί, απ’ την υπακοή. Η δικαίωση δια πίστεως είναι αχώριστα
συνδεδεμένη με την υπακοή στο ευαγγέλιο. Αυτή η ιδέα επαναλαμβάνεται στο τέλος
της επιστολής (ιε:18, ις:26).
Ο Θεός θέλει υπάκουους πιστούς μέσα σ’ όλα τα
έθνη - τους Εθνικούς - υπέρ του ονόματός Του. Ο Θεός θέλει να υψώνεται απ’
όλους το όνομα του Ιησού. Μ’ αυτή τη δήλωση, αυτό το κομμάτι του χαιρετισμού
της επιστολής του Παύλου, έχει αγγίξει όλες τις βασικές θέσεις της σωτηρίας
κατά την Καινή Διαθήκη: το ευαγγέλιο, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, η φανέρωση του
Θεού εν σαρκί, η ανάσταση, το Πνεύμα, αγιοσύνη, χάρη, πίστη, υπακοή και το
όνομα του Ιησού. Αυτός ο χαιρετισμός μας φανερώνει το θέμα της επιστολής -
δικαίωση δια πίστεως, δηλαδή υπακοή - και αναγνωρίζει ότι αυτή η διδασκαλία
είναι η εκπλήρωση της Παλαιάς Διαθήκης.
Ρωμ.α:6
μεταξύ των οποίων είσθε και σεις προσκεκλημένοι
του Ιησού Χριστού,
Οι αναγνώστες της επιστολής είχαν προσκληθεί
ν’ ανήκουν στον Ιησού. Έτσι, αν και είναι ανάμεσα στους Εθνικούς, ονομάζονται
«προσκεκλημένοι του Ιησού Χριστού».