Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Προς Ρωμαίους (004)



Ρωμ.α:7 προς πάντας τους όντας εν Ρώμη αγαπητούς του Θεού, προσκεκλημένους αγίους, χάρις είη υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού.

Ο Παύλος απευθύνεται ιδιαίτερα στην εκκλησία της Ρώμης. Εξαιτίας του ότι είχαν καλεστεί ν’ ανήκουν στο Χριστό, ήταν αγαπητοί του Θεού κι επίσης είχαν καλεστεί να είναι άγιοι, ξεχωρισμένοι, αφιερωμένοι. Η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεί αυτό τον όρο για όλους τους πιστούς, κι όλοι οι πιστοί πρέπει να είναι ξεχωρισμένοι απ’ την αμαρτία και αφιερωμένοι στο Θεό, όλοι πρέπει να είναι ο άγιος λαός του Θεού.


Ο χριστιανικός χαιρετισμός του Παύλου είναι «χάρις και ειρήνη». Ο κλασικός Ελληνικός χαιρετισμός ήταν «χαίρειν», αλλά ο Παύλος χρησιμοποιεί το «χάρις». Ο κλασικός Εβραϊκός χαιρετισμός ήταν «Σαλώμ» κι ο Παύλος χρησιμοποιεί την αντίστοιχη Ελληνική λέξη (ειρήνη) έτσι ώστε σε μία χριστιανική φράση να συνδυάσει τον Ελληνικό κι Εβραϊκό τρόπο χαιρετισμού. Η χάρις (εύνοια που δεν την αξίζεις) είναι η αιτία, και η ειρήνη (αρμονία με το Θεό με συνέπεια την ηρεμία της ψυχής) είναι το αποτέλεσμα. Και τα δύο, προέρχονται απ’ το Θεό, τον Πατέρα μας, δια του Κυρίου Ιησού Χριστού, εξαιτίας του θανάτου, της ταφής και της ανάστασης - το μεσιτικό έργο - του ανθρώπου Ιησού Χριστού (Α’ Τιμ.β:5).

Αυτός είναι ένας τυπικός χαιρετισμός του Παύλου στις επιστολές του. Δεν είναι κάποια αναφορά σε τριάδα, γιατί τότε θα ρωτήσει κανείς, γιατί παραλείπει το Άγιο Πνεύμα; Μάλλον, ο χαιρετισμός δίνει έμφαση στο να μην βλέπει κανείς το Θεό μόνο σαν τον Δημιουργό και Πατέρα (πράγμα που έκαναν οι Ιουδαίοι και πολλοί ειδωλολάτρες), αλλά να βλέπει και την αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ γιατί το σχέδιο της σωτηρίας του Θεού είναι μόνο δια Ιησού Χριστού.

Το οριστικό άρθρο «του» δεν υπάρχει πριν απ’ τη φράση «Κυρίου Ιησού Χριστού», με αποτέλεσμα να έχει την έννοια ότι ο Θεός Πατέρας μας είναι και Κύριος Ιησούς Χριστός.

Όταν συγκρίνουμε το Ρωμ.α:7 με παρόμοιες φράσεις σ’ άλλες επιστολές του Παύλου, βρίσκουμε μια πολύ δυνατή ένδειξη ότι ο Παύλος είχε την πρόθεση να ταυτίζει τον Θεό Πατέρα με τον Ιησού Χριστό. Για παράδειγμα, η Β’ Θεσ.α:12,  Α’ Τιμ.ε:21,  Β’ Τιμ.δ:1 και Τιτ.β:13 δείχνουν το Θεό και τον Ιησού Χριστό ταυτισμένους σ’ ένα. Αυτό είναι ιδιαίτερα καθαρό, γιατί ο κανόνας του Granville Sharp λέει για περιπτώσεις όπως αυτά τα εδάφια: Αν δύο ουσιαστικά του ίδιου αριθμού, γένους και πτώσης συνδέονται με το «και» και αν το πρώτο ουσιαστικό έχει το οριστικό άρθρο ενώ το δεύτερο δεν το έχει, τότε και τα δύο ουσιαστικά αναφέρονται στο ίδιο πράγμα[1]. (Β’ Κορ.α:3  Εφεσ.ς:21  Εβρ.γ:1  Β’ Πετρ.β:20).

Β. Το προσωπικό ενδιαφέρον του Παύλου (α:8-15)

Ρωμα:8 Πρώτον μεν ευχαριστώ τον Θεόν μου διά Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, διότι η πίστις σας κηρύττεται εν όλω τω κόσμω.

Αφού έκφρασε τους χαιρετισμούς του, ο Παύλος περιέγραψε το μεγάλο ενδιαφέρον που είχε για την εκκλησία της Ρώμης και την επιθυμία του να τους επισκεφτεί, πράγμα που εξηγεί γιατί ήθελε να τους γράψει αυτό το γράμμα. Όπως στις περισσότερες επιστολές του, περιλαμβάνει μια ευχαριστία και προσευχή. Πρώτα ευχαρίστησε το Θεό για την καλή αναφορά ότι η πίστη τους κηρύττεται σ’ όλο τον κόσμο. Όπως ο Θεός πρόσφερε χάρη δια Ιησού Χριστού, έτσι κι ο Παύλος πρόσφερε ευχαριστία στο Θεό δια Ιησού Χριστού.

Ρωμ.α:9 Επειδή μάρτυς μου είναι ο Θεός, τον οποίον λατρεύω διά του πνεύματός μου εν τω ευαγγελίω του Υιού αυτού, ότι αδιαλείπτως σας ενθυμούμαι,

Μετά την ευχαριστία, ο Παύλος διαβεβαιώνει τους Ρωμαίους για το μεγάλο βάρος που έχει γι’ αυτούς όπως φαίνεται απ’ την προσευχή που κάνει γι’ αυτούς. Ο Θεός θα μπορούσε να μαρτυρήσει για την αδιάλειπτη προσευχή του Παύλου για τους πιστούς της εκκλησίας της Ρώμης. Αυτό το εδάφιο είναι μια δυνατή μαρτυρία για το πόσο απαραίτητη είναι η προσευχή της μεσιτείας. Αν και ο Παύλος δεν είχε ποτέ συναντηθεί με τους πιστούς στη Ρώμη, που σημαίνει ότι δεν τους είχε φέρει αυτός στο Χριστό, όμως το θεωρούσε απαραίτητο και άξιο λόγου να προσεύχεται γι’ αυτούς συνέχεια. Ο Παύλος λάτρευε το Θεό με το πνεύμα του, που σημαίνει με όλο του τον εαυτό κι όχι μόνο με το σώμα ή την ψυχή. Δεν λάτρευε το Θεό μόνο με την ανθρώπινη προσωπικότητά του, αλλά και μέσα απ’ τα ενδόμυχα της πνευματικής του ύπαρξης με ταπείνωση και κοινωνία. Λάτρευε το Θεό «εν τω ευαγγελίω του Υιού αυτού». Ο μόνος τρόπος που μπορούμε σήμερα να λατρεύσουμε πραγματικά το Θεό είναι υπακούοντας και μεταδίδοντας το ευαγγέλιο του Υιού Αυτού - τα καλά νέα ότι ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ο οποίος πέθανε για τις αμαρτίες του κόσμου.

Ρωμ.α:10 δεόμενος πάντοτε εν ταις προσευχαίς μου να αξιωθώ ήδη ποτέ διά του θελήματος του Θεού να έλθω προς εσάς.

Τον καιρό που έγραφε αυτό το γράμμα, ο Παύλος προσευχόταν ώστε με το θέλημα του Θεού να τα καταφέρει να πάει στη Ρώμη (ιε:32). Αυτό δεν μας δείχνει μόνο τη σπουδαιότητα της προσευχής, αλλά μάλλον τη σπουδαιότητα της προσευχής για να μάθουμε το θέλημα του Θεού. Όλες οι προσευχές πρέπει να είναι υποκείμενες στον όρο: «Ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης» (Λουκ.ια:2). Όλα τα σχέδια πρέπει να υπόκεινται στον όρο: «Αν ο Κύριος θελήση» (Ιακ.δ:15).

Ρωμ.α:11 Διότι επιποθώ να σας ίδω, διά να σας μεταδώσω χάρισμά τι πνευματικόν προς στήριξιν υμών,

Ο Παύλος ποθούσε να επισκεφτεί την εκκλησία στη Ρώμη για να τους μεταδώσει κάποιο πνευματικό χάρισμα. Δεν αναφέρεται σε κάποιο απ’ τα ιδιαίτερα χαρίσματα της Ρωμ.ιβ ή Α’ Κορ.ιβ., αλλά μάλλον στην επιθυμία του να τους μεταδώσει πληρέστερα την αλήθεια ώστε να την καταλάβουν και να στερεωθούν περισσότερο.

Ρωμ.α:12 τούτο δε είναι, το να συμπαρηγορηθώ μεταξύ σας διά της κοινής πίστεως υμών τε και εμού.

Με λεπτότητα τροποποιεί αυτό που είπε πριν, εκφράζοντας την επιθυμία του να ευλογηθεί απ’ αυτούς και να τους ευλογήσει, κάτι που το ξαναλέει στον επίλογο (ιε:32). Η αμοιβαία πίστη θα έδινε θάρρος σε όλους. Βλέπουμε εδώ την ανάγκη της χριστιανικής κοινωνίας και ταπείνωσης. Ο Παύλος δεν ήταν ταπεινός μόνο προς το Θεό (α:1,9), αλλά ήταν και προς αυτούς στους οποίους κήρυττε το ευαγγέλιο. Παρά τη μεγάλη σοφία του, πείρα και αποστολική κλήση, δεν τους μεταχειριζόταν σαν κατώτερους του σε καμιά περίπτωση, αλλά πίστευε ότι μπορούσαν να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλο. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική στάση για όλους τους ποιμένες και δασκάλους που πρέπει ν’ αποκτήσουν και να φανερώνουν. Μπορεί ο Θεός να τους έδωσε μια ιδιαίτερη διακονία, αλλά αυτό δεν τους δίνει το δικαίωμα να είναι αλαζόνες, ακατάδεκτοι και υπερήφανοι.


[1] H.E. Dana and J.R. Mantey, A Manual Grammar of the Greek New Testament,  (New York: Macmillan,1957), σελ.147