Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Προς Ρωμαίους (005)



Ρωμ.α:13 Δεν θέλω δε να αγνοήτε, αδελφοί, ότι πολλάκις εμελέτησα να έλθω προς εσάς, εμποδίσθην όμως μέχρι τούδε, διά να απολαύσω καρπόν τινά και μεταξύ σας, καθώς και μεταξύ των λοιπών εθνών.

Πολλές φορές είχε προσπαθήσει να πάει στη Ρώμη, αλλά εμποδίστηκε για λόγους που εξηγεί καλλίτερα στο ιε:19-23. Σαν απόστολος των εθνών, ήθελε πνευματικό καρπό στην πιο μεγάλη Εθνική πόλη της εποχής, όπως είχε σε άλλες Εθνικές περιοχές. Χρησιμοποιεί εδώ μια χαρακτηριστική έκφραση για να τονίσει αυτά τα σχέδιά του: «Δεν θέλω να αγνοήτε»


Ρωμ.α:14 Χρεώστης είμαι προς Ελληνάς τε και βαρβάρους, σοφούς τε και ασόφους·
Γιατί ήταν ο Παύλος τόσο ταπεινός στις σχέσεις του προς αυτούς που υπηρετούσε; Γιατί είχε τόσο σφοδρή επιθυμία να υπηρετήσει του Ρωμαίους; Σ’ αυτό το εδάφιο εκφράζει τη μεγάλη υποχρέωση ή καθήκον να κηρύξει το ευαγγέλιο σ’ όλο τον κόσμο. Δεν θεωρούσε τη διακονία του σαν ένα μέρος κάποιου χαρίσματος, αλλά σαν πληρωμή χρέους.

Έλληνες, είναι όλοι αυτοί που η γλώσσα και η κουλτούρα τους ήταν Ελληνικά. Για τους Έλληνες, κάθε μη Έλληνας ήταν βάρβαρος. Σοφοί, είναι οι μορφωμένοι και νοήμονες. Με τον όρο «ασόφους» μάλλον αναφέρεται στον κοινό κόσμο. Έτσι, μ’ αυτά τα λόγια στο εδάφιο αυτό περικλείει όλο τον κόσμο.

Ρωμ.α:15 ούτω πρόθυμος είμαι το κατ' εμέ να κηρύξω το ευαγγέλιον και προς εσάς τους εν Ρώμη.

Εξαιτίας αυτού του Θεόδοτου σφοδρού βάρους να κηρύξει σ΄ όλο τον κόσμο, ο Παύλος ήταν βεβαίως έτοιμος από κάθε άποψη να κηρύξει στη Ρώμη. Ήθελε πάρα πολύ να μαρτυρήσει τον Κύριο στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της εποχής του, για το λόγο ακόμα ότι στη Ρώμη έμεναν άνθρωποι απ’ όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για κάποιον που έχει αυτό το βάρος για όλο τον κόσμο, αυτή η κοσμοπολίτικη πόλη που επηρέαζε τόσο πολύ, είχε μια ακαταμάχητη έλξη.

Γ. Το θέμα της επιστολής (α:16-17)

Αυτά τα δύο εδάφια συνοψίζουν το δογματικό επιχείρημα της επιστολής.

Ρωμ.α:16 Διότι δεν αισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού· επειδή είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν εις πάντα τον πιστεύοντα Ιουδαίόν τε, πρώτον και Έλληνα.

Το πρώτο πράγμα που διακηρύττει είναι ότι δεν ντρέπεται το ευαγγέλιο, τα καλά νέα της σωτηρίας δια Ιησού Χριστού (το κριτικό κείμενο παραλείπει το «του Χριστού»). Αυτή η αρνητική φράση χρησιμοποιείται μάλλον για να τονίσει ότι στην πραγματικότητα αγάλλεται στο ευαγγέλιο. Σίγουρα σημαίνει ότι δεν ήταν απογοητευμένος ή στεναχωρημένος ή σε αμηχανία, με το ευαγγέλιο. Δεν ντρεπόταν να κηρύξει ακόμα και στην διανοούμενη, παντοδύναμη, κοσμική Ρώμη. Είχε αυτή την πεποίθηση γιατί ήξερε από πείρα, πόσο δυνατό είναι το ευαγγέλιο. Το ίδιο κι εμείς δεν πρέπει να ντρεπόμαστε να κηρύττουμε και να διδάσκουμε όλη την αλήθεια κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, γιατί έχει τη δύναμη ν’ αποδείξει θαυμαστά αυτά που υπόσχεται, να υπερνικήσει κάθε εναντίωση και να μεταμορφώσει ζωές.

Ιδιαίτερα, το ευαγγέλιο είναι δύναμη Θεού προς σωτηρία. Έχει αφ’ εαυτού υπερφυσική δύναμη. Η σωτηρία καλύπτει όλο το ενδιαφέρον και την πρόνοια του Θεού για ολόκληρο τον άνθρωπο - σώμα, ψυχή και πνεύμα - στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Περιλαμβάνει τη δικαίωση, τον αγιασμό και τη δόξα. Το ευαγγέλιο είναι η λύση για όλα τ’ ανθρώπινα προβλήματα, η προμήθεια για κάθε ανθρώπινη ανάγκη.

Αυτή η σωτηριακή δύναμη του ευαγγελίου, έρχεται στον καθένα που πιστεύει. Ο ενεστώτας χρόνος δείχνει ότι η σωτηρία δεν είναι κάτι που βεβαιώνεται απλά και μόνο με μια στιγμιαία ομολογία πίστης, αλλά με τη συνεχή σχέση πίστης.

Πίστη δεν είναι η διανοητική αποδοχή μιας αλήθειας, αλλά μάλλον εκφράζει μια σχέση μ’ ένα θείο πρόσωπο, μια στάση εμπιστοσύνης, υποταγής και αγάπης. Το ρήμα πιστεύω έχει μια πολύ βαθιά σημασία: Πιστεύω στο περιεχόμενο του ευαγγελίου, είναι μόνο ένα μέρος αυτής την έννοιας. Περισσότερο σημαίνει εμπιστοσύνη ή προσωπική παράδοση, μέχρι το σημείο ότι εμπιστεύομαι τη ζωή μου στα χέρια κάποιου. Πιστεύω στο Χριστό, σημαίνει παραδίδω τον εαυτό μου σ’ Αυτόν. Εμπιστεύομαι το Χριστό σημαίνει εμπλέκομαι απόλυτα στην αιώνια αλήθεια που διδάσκει η Καινή Διαθήκη.

Το ευαγγέλιο κηρύχτηκε πρώτα στους Εβραίους και μετά στους Εθνικούς. Το κείμενο λέει «στους Έλληνες» εννοώντας αυτούς που μιλούσαν Ελληνικά. Για τους Εβραίους, την εποχή του Παύλου, αυτός ο όρος λίγο - πολύ σήμαινε «Εθνικός», γιατί τα Ελληνικά ήταν η γλώσσα του εμπορίου στον κόσμο τους. Ο προσδιορισμός ότι κηρύχτηκε πρώτα στους Εβραίους δεν δείχνει προτίμηση, γιατί ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης (β:11). Απλά δείχνει την ιστορική σειρά που έγινε το γεγονός. Η δικαίωση δια πίστεως ήρθε πρώτα στους Εβραίους, ο Χριστός ήρθε πρώτα στους Εβραίους, το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος ήρθε πρώτα στους Εβραίους. Όμως τώρα, μέσα στο σχέδιο του Θεού, το ευαγγέλιο έχει έρθει και στα Έθνη.

Ρωμ.α:17 Διότι δι' αυτού αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη του Θεού εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς είναι γεγραμμένον· Ο δε δίκαιος θέλει ζήσει εκ πίστεως.

Επαναλαμβάνει την αλήθεια ότι η σωτηρία είναι δια πίστεως. Το ευαγγέλιο φανερώνει τη δικαιοσύνη του Θεού σ’ αυτούς που πιστεύουν. «Η δικαιοσύνη του Θεού» έχει διπλή σημασία: (1) ότι ο Θεός προσωπικά είναι δίκαιος (2) τη δικαιοσύνη που ο Θεός απονέμει στον πιστό. Είναι το μόνο που ο Θεός απαιτεί απ’ τον άνθρωπο κι επίσης το μόνο που ο Θεός προμηθεύει στον άνθρωπο δια Ιησού Χριστού. Η αποκάλυψη της δικαιοσύνης του Θεού έχει επίσης δύο πτυχές: (1) η δικαιοσύνη του Θεού είναι αποδεδειγμένη και (2) ο άνθρωπος δικαιώνεται (γ:26). Αυτή η αποκάλυψη γίνεται «εκ πίστεως εις πίστην». Βασίζεται στην πίστη και αποκαλύπτεται σ’ αυτούς που έχουν πίστη. Απ’ την αρχή μέχρι το τέλός είναι προϊόν πίστης. Όλες οι πλευρές της σωτηρίας, απ’ την αρχική δικαίωση μέχρι το βαθμιαίο αγιασμό και την τελική δόξα προέρχονται απ’ την πίστη στο Θεό κι όχι από ανθρώπινα έργα. Η χριστιανική ζωή αυξάνει από πίστη σε πίστη. είναι μια ζωή συνεχούς πίστης.

Η απόδειξη ότι η δικαίωση είναι δια πίστεως δεν ήταν μια καινούρια ιδέα, ο Παύλος παραθέτει το εδάφιο απ’ τον Αβακκούμ β:4. «Δίκαιος» είναι αυτός που βρίσκεται σε σωστή και νόμιμη θέση μπροστά στο Θεό κι αυτή η στάση προέρχεται απ’ την πίστη κι όχι απ’ τα έργα. Ξανά, η έμφαση είναι ότι πρέπει να υπάρχει μια συνεχόμενη ζωή πίστης κι όχι μια στιγμιαία κατάσταση.

Ο προφήτης Αβακούμ έκραξε στον Κύριο για την καταπίεση που υπέφερε απ’ το έθνος του, τον Ιούδα. Ρώτησε το Θεό, πόσο ακόμα θα επιτρέπει να υποφέρει ο δίκαιος κι ο άδικος να ευημερεί. Ο Θεός ανταποκρίθηκε στην ερώτηση του Αβακούμ με τα λόγια του εδ.β:4. Ο δίκαιος, πρέπει να περιμένει υπομονετικά τον Κύριο, εμπιστευόμενος και υποτασσόμενος σ’ Αυτόν και τελικά η δικαιοσύνη του Θεού θα υπερισχύσει. Εν τω μεταξύ, ο δίκαιος ζει δια πίστεως, όχι δια της δυνάμεώς του ή κάποιων ευνοϊκών περιστάσεων.

Ο Παύλος πήρε το Αβακ.β:4 και χρησιμοποίησε την αρχή που εκφράζει σαν θέμα της επιστολής του. Στην πραγματικότητα, όλη η προς Ρωμαίους επιστολή είναι μια επεξεργασία αυτού του εδαφίου: Ο δε δίκαιος (κεφ.1-3) εκ πίστεως (κεφ.3-5) ζήσεται (κεφ.6-16). Στις επιστολές προς Γαλ.γ:11 και προς Εβρ.ι:38 αναφέρεται επίσης αυτό το εδάφιο. Το Ρωμα:17 τονίζει το «ο δίκαιος» σε αντίθεση με τον μη δικαιωμένο, η Γαλ.γ:11 τονίζει το «εκ πίστεως» σε αντίθεση με τα έργα του νόμου και η Εβρ.ι:38-39 τονίζει το «ζήσεται» σε αντίθεση με το θάνατο.

Η πίστη δεν διατηρεί τη ζωή μόνο εδώ στη γη όπως τονίζει ο Αβακούμ, αλλά η πίστη στο Θεό φέρνει αιώνια ζωή. Ο άνθρωπος που έχει δικαιωθεί εκ πίστεως - ο μόνος τρόπος που μπορεί κάποιος να είναι πραγματικά δίκαιος - θα έχει ζωή κι εδώ και στην αιωνιότητα.