ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η
προς Ρωμαίους επιστολή έχει ονομαστεί το θεολογικό αριστούργημα της Καινής
Διαθήκης και ίσως ολόκληρης της Βίβλου. Αν κάποιος κατέχει τις ιδέες αυτής της
επιστολής, έχει ένα στερεό θεμέλιο για Βιβλική μελέτη.
Η
μελέτη αυτού του βιβλίου στηρίζεται στην προϋπόθεση, ότι η επιστολή προς
Ρωμαίους είναι ένα μέρος του θεόπνευστου λόγου του Θεού και κατά συνέπεια
αυθεντική και αλάνθαστη.
Αν
κι έχουν γραφτεί πολλά βιβλία πάνω στην επιστολή προς Ρωμαίους, πολύ λίγα είναι
αυτά που είναι γραμμένα από τη σκοπιά του μονοθεϊσμού που είναι η σωστή
αποστολική άποψη. Ο σκοπός πάντως αυτού του βιβλίου δεν είναι να υπερασπίσει
κάποια ονομασία ή κάποιο δόγμα, αλλά να εξηγήσει και να αναλύσει αυτή την
επιστολή. Την ίδια στιγμή όμως, γίνεται προσπάθεια να ενσωματωθούν αλήθειες που
παραβλέφτηκαν και γεγονότα που δεν εξετάστηκαν από άλλους συγγραφείς.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αυτή
η επιστολή είναι ένα απ’ τα πιο δυνατά βιβλία της Γραφής που επηρεάζουν έντονα
τον αναγνώστη. Κατατάσσεται πρώτο μεταξύ των γραπτών του Παύλου από άποψη
θεολογικού βάθους και σημασίας καθώς και μήκους. Περιγράφει τη χριστιανική διδασκαλία
σχετικά με τη σωτηρία με τόσες λεπτομέρειες όσο κανένα άλλο βιβλίο της Γραφής.
Οι θεολογικές του θέσεις είναι για τον καθένα, άσχετα από πολιτισμό, τόπο και
χρόνο.
Η αναγκαιότητα της θεολογίας
Πριν
αρχίσουμε να εξετάζουμε τα γεγονότα σχετικά μ’ αυτή την επιστολή, είναι
σημαντικό να εδραιώσουμε την ανάγκη να μελετάμε τη Βίβλο από θεολογική
άποψη. Με τον όρο «θεολογική», εννοούμε
τη συστηματική, λογική μελέτη των Βιβλικών διδασκαλιών.
Μελετώντας
έτσι τη Γραφή, αποκτούμε ένα οργανωμένο σύστημα συλλογισμών και συνειρμών
σχετικά με τη διδασκαλία. Αυτό με τη σειρά του μας ικανώνει (1) να
υπερασπιστούμε την πίστη με συνέπεια (2) να γνωρίζουμε όλο το Βιβλικό υλικό που
υπάρχει σχετικά με το ιδιαίτερο θέμα που εξετάζουμε. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε
(1) να εκπληρώσουμε τη Βιβλική νουθεσία που αναφέρεται στη Β’ Τιμ.β:15 αλλά και
(2) να χρησιμοποιήσουμε τις Γραφές σωστά και με όφελος όπως λέει στην Β’
Τιμ.γ:16. (3) Να είμαστε δυνατοί στην πίστη αντί να μεταφερόμαστε με κάθε άνεμο
διδασκαλίας (Εφεσ.δ:14) και (4) να μπορούμε να δίνουμε απάντηση στον καθένα που
ρωτά για την πίστη μας (Α’ Πετρ.γ:15).
Μερικοί
έχουν την λάθος εντύπωση ότι η θεολογία νεκρώνει την πνευματικότητα. Τίποτα δεν
θα μπορούσε να είναι πιο μακριά απ’ την αλήθεια. Μια ειλικρινής και γεμάτη προσευχή
μελέτη των διδασκαλιών της Γραφής θ’ αυξήσει την αληθινή πνευματικότητα. Στην
πραγματικότητα, η αληθινή πνευματικότητα, όπως αντιτάσσεται στο μυστικισμό και
τον υπαρξισμό, μπορεί ν’ αναπτυχθεί μόνο μέσα από μια στερεή κατανόηση του λόγου
του Θεού. Η αλήθεια μας ελευθερώνει πνευματικά (Ιωαν.η:32). Όσο πιο πολύ κατανοούμε τις Βιβλικές
αλήθειες, τόσο πιο πολύ η δύναμη του Θεού μπορεί να εργαστεί στη ζωή μας και
στην εκκλησία μας.
Ακόμα
είναι λάθος να αξιώνει κανείς ότι δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στις Βιβλικές
διδασκαλίες που πιστεύει κάποιος και στον τρόπο ζωής που ζει. Αντίθετα, αυτό
που πιστεύουμε προσδιορίζει οριστικά τη διαγωγή μας. Ανεπαρκής ή λάθος
διδασκαλία, επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο που ζούμε, τις πράξεις μας και τις
εκλογές μας. Όσο πιο πολύ αφομοιώνουμε τις Βιβλικές αρχές, τόσο πιο πολύ
μοιάζουμε στο Χριστό στην καθημερινή πρακτική μας ζωή.
Ο
σωστός τρόπος ν’ αυξηθούμε σε ωριμότητα και πίστη, είναι να διατηρούμε μια
ισορροπία ανάμεσα στη θεολογία και την πνευματικότητα. Πρέπει να είμαστε τόσο
ζηλωτές στο να μελετάμε και να συλλογιζόμαστε το λόγο του Θεού, όσο είμαστε στο
να Τον λατρεύουμε και να έχουμε κοινωνία με τους αδελφούς. Πρέπει να έχουμε
τόσο ζήλο για προσευχή και λατρεία, όσο και για μελέτη.
Σε
κάποιο μέτρο, κάθε εργάτης πρέπει να είναι ένας θεολόγος και κάθε θεολόγος
πρέπει να είναι ένα εργάτης. Για να υπηρετήσουμε, πρέπει να έχουμε μια στερεή
Βιβλική βάση. Το μυαλό μας πρέπει να είναι βουτηγμένο μέσα στο λόγο του
Θεού. Οι συμβουλές που δίνουμε και τα
κηρύγματα που κηρύττουμε πρέπει να φανερώνουν θείες αρχές κι όχι δικές μας
ιδέες. Βέβαια, απ’ την άλλη μεριά, κάθε μαθητής Βιβλικού Σχολείου θα πρέπει να
ανακατευτεί με την πρακτική διακονία και να μην μένει κλεισμένος στα παλάτια
της θεωρίας! Ο λόγος του Θεού γίνεται ζωντανός όταν εμείς τον βάζουμε σ’
ενέργεια. Μόνο όταν τον δοκιμάσουμε σ’ όλες τις πλευρές της ζωής μας, μπορούμε
να πούμε ότι τον καταλαβαίνουμε.
Θεοπνευστία και θέση μέσα στον κανόνα.
Επειδή
η επιστολή προς Ρωμαίους είναι ένα μέρος της Αγίας Γραφής, κάθε απαίτηση που
έχουμε γι’ αυτήν είναι ίδια με αυτή της Βίβλου, αν και περιέχει κάποιες
ιδιαίτερες απαιτήσεις Γραφικής εξουσίας.
Πρώτα
απ’ όλα, είναι γραμμένη από έναν απόστολο εκλεγμένο απ’ το Θεό (Ρωμ.α:1). Ο
συγγραφέας λέει ότι οι αυτά που γράφει είναι αληθινά (θ:1). Νουθετεί τους
αναγνώστες του να αποχωρίσουν τους εαυτούς τους από καθένα που αρνείται να
υπακούσει τις διδασκαλίες που έμαθαν και οι οποίες σίγουρα θα είναι ίδιες μ’
αυτές που τώρα τους γράφει (ις:17).
Αναγνωρίζοντας
ότι η προς Ρωμαίους επιστολή είναι θεόπνευστη, όλη η χριστιανοσύνη έχει
αναγνωρίσει τη δικαιωματική θέση της μέσα στον κανόνα της Κ. Διαθήκης. Απ’ την
πρώτη στιγμή η εκκλησία είχε αναγνωρίσει αυτή την επιστολή σαν κανονική
(θεόπνευστη). Ο Πέτρος αναφερόμενος στα γραπτά του Παύλου τα ονομάζει «Γραφές»
(Β’ Πετρ.γ:15-16). Πολλοί ηγέτες στην ιστορία της πρώτης εκκλησίας αναφέρονται
ή υπαινίσσονται στην προς Ρωμαίους σαν Γραφή.
Το κείμενο
Οι
μελετητές γενικά συμφωνούν ότι και τα 16 κεφάλαια του βιβλίου ανήκουν σ’ αυτή
την επιστολή κι ότι είναι γραμμένα απ’ τον ίδιο συγγραφέα. Όλα τα υπάρχοντα
Ελληνικά χειρόγραφα αυτής της επιστολής περιέχουν και τα 16 κεφάλαια. Στα πρώτα
χρόνια, μερικοί κυκλοφορούσαν το βιβλίο αυτό χωρίς το κεφ.ις ή ακόμα και χωρίς
το κεφ.ιε. Επειδή το κεφ. ις συνίσταται πρώτιστα από χαιρετισμούς σε αγίους της
Ρώμης, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί κάποιοι το παρέλειπαν όταν
κυκλοφορούσαν το βιβλίο σε άλλες εκκλησίες. Ξέροντας τώρα ότι το κεφ.ις δεν
περιέχει διδασκαλία, καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση από κανένα να
το περιλάβει αν δεν ήταν γνήσιο. Κανείς δεν θα είχε όφελος από το να
παραποιήσει ένα τέτοιο κεφάλαιο.
Η
παράλειψη του κεφ.15 από ορισμένους προφανώς οφείλεται στην επιρροή του
Μαρκίωνα, ενός αιρετικού του πρώτου αιώνα ο οποίος αποκήρυττε την Π. Διαθήκη.
Επειδή αυτό το κεφάλαιο περιέχει μια σειρά από εδάφια της Π.Δ. και περιγράφει
την Παλαιά Διαθήκη σαν να γράφτηκε για δική μας διδασκαλία (ιε:4), δεν
εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Μαρκίων το αφαίρεσε όπως και άλλα μέρη της Καινής
Διαθήκης. Το πρώτο μισό αυτού του κεφαλαίου περιέχει και βγάζει τα συμπεράσματα
των συλλογισμών του κεφαλαίου ιδ. Είναι λοιπόν καθαρό, ότι το κεφ.ιδ δεν είναι
πλήρες χωρίς το κεφ.ιε και δεν θα μπορούσε να είναι το τέλος του βιβλίου.
Ο συγγραφέας
Επειδή
αυτό το βιβλίο είναι μέρος του θεόπνευστου λόγου του Θεού, σε τελευταία ανάλυση
ο Θεός είναι ο πραγματικός συγγραφέας του. Ο Θεός χρησιμοποίησε ένα άνθρωπο για
να γράψει αυτό το βιβλίο και σύμφωνα με το Ρωμ.α:1 αυτός ο άνθρωπος είναι ο
Παύλος.
Ο
Παύλος, που το Εβραϊκό του όνομα ήταν Σαούλ, ήταν ένας πολύ θεοσεβής και
μορφωμένος Εβραίος (Πραξ.κβ:3
Φιλιπ.γ:4-6). Στην αρχή καταδίωξε τους χριστιανούς πάρα πολύ, αλλά μετά
από μια θαυμαστή εμπειρία μεταστροφής, άρχισε να κηρύττει το ευαγγέλιο που πριν
πολεμούσε. Πήρε την κλήση για αποστολικό έργο απ’ το Θεό και τη γνώση του για
το ευαγγέλιο από θεία αποκάλυψη (Γαλ.α:1
11-12). Έγινε ο μεγαλύτερος απόστολος των εθνών, ο πιο μεγάλος
ιεραπόστολος της πρώτης εκκλησίας, και συγγραφέας μεγάλου μέρους της Καινής
Διαθήκης. Στο θ και κβ κεφάλαιο των Πράξεων καταγράφεται η μεταστροφή του, ενώ
στις Πραξ.ιγ - κη η διακονία του.
Οι
σχολιαστές των Γραφών συμφωνούν ότι ο Παύλος έγραψε την προς Ρωμαίους επιστολή.
Μόνο μερικοί ριζοσπαστικοί κριτικοί έχουν προκαλέσει αυτή την άποψη, αλλά τα συμπεράσματά
τους δεν λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψη. Για τους πιστούς της Βίβλου, η δήλωση της
Ρωμ.α:1 είναι τελειωτική.
Ο
Παύλος υπαγόρευσε την επιστολή σ’ ένα χριστιανό γραφέα που ονομαζόταν Τέρτιος
(Ρωμ.ις:22). Προφανώς η Φοίβη, μια διάκονος της εκκλησίας των Κεχρεών μετέφερε
την επιστολή για τον Παύλο (Ρωμ.ις:1-2).