Γένεση
κθ:1-30
Οι μεγάλοι ηγέτες
συχνά έχουν ξοδέψει πολλά χρόνια στα οποία τα χαρίσματα τους δεν τα πρόσεξε
κανένας, χρόνια στα οποία οι ίδιοι ήταν στο περιθώριο, πριν να γίνουν μεγάλοι.
Το ίδιο βλέπουμε
να συμβαίνει πάλι και πάλι στην Αγία Γραφή. Οι ηγέτες που χρησιμοποιεί ο Θεός
γίνονται ηγέτες μετά από μια μακρά περίοδο προετοιμασίας στην έρημο, ή στην
εξορία, οπουδήποτε μακριά από «τα φώτα της δημοσιότητας», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Αυτό το μοντέλο υπάρχει στον Αβραάμ, τον οποίο ο Θεός καλεί όταν γίνεται 75
χρονών. Το ακολουθεί ο Μωυσής, ο οποίος βοσκούσε τα πρόβατα του πεθερού του για
40 χρόνια πριν τον καλέσει ο Κύριος στα 80 χρόνια του. Θυμηθείτε το Δαβίδ.
Από τη στιγμή που τον έχρισε ο Σαμουήλ στο σπίτι του πατέρα του, μέχρι τη
στιγμή που έγινε βασιλιάς, πέρασαν χρόνια στα οποία ζούσε κυνηγημένος από το Σαούλ,
τα περισσότερα τουλάχιστον. Ο Παύλος πέρασε τρία χρόνια στην Αραβία, και μετά
επέστρεψε στη διακονία.
Αντίθετα, πρόσωπα
που χρησιμοποιήθηκαν λιγότερο από το Θεό δεν είχαν μακρόχρονη
προετοιμασία. Ίσως γι’ αυτό ο Ισαάκ, ο λιγότερο σημαντικός από τους
πατριάρχες έζησε μια σχετικά άνετη, ήσυχη ζωή, σε σχέση με τους υπόλοιπους. Δεν
υπήρχε κάποια αμφιβολία μετά τη γέννα του Ισαάκ για το ποιος ήταν ο γιος της
υπόσχεσης. Ήταν ξεκάθαρο. Τη γυναίκα του, του την έφεραν έτοιμη μέσω της πιστής
υπηρεσίας του Ελιέζερ, του δούλου του πατέρα του. Τα πιο σημαντικά σημεία της
ζωής του Ισαάκ ήταν να γεννηθεί και να προσφερθεί σαν θυσία, γεγονότα στα οποία
ήταν παθητικός, δεν είχε ο ίδιος να κάνει κάτι. Όταν θα έπρεπε να κάνει ο ίδιος
κάτι σωστά, να ευλογήσει τον Ιακώβ, δεν θα το έκανε.
Με τον Ιακώβ,
όμως, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Η ζωή του χαρακτηρίζεται από πάλη και μάχη από
την πρώτη κιόλας στιγμή. Στο κεφάλαιο που εξετάζουμε τον βρίσκουμε μόνο του να
τρέχει για να γλιτώσει τη ζωή του, χωρίς να είναι προετοιμασμένος πνευματικά. Ξέρουμε
σε τι οικογένεια μεγάλωσε, σ’ ένα περιβάλλον όπου οι ελιγμοί, οι συνομωσίες, η
προσωποληψία των γονιών ήταν στο προσκήνιο καθημερινά. Ο κόσμος, όμως, στον
οποίο έμπαινε ο Ιακώβ θα δοκίμαζε το αν είχε πραγματικά τις ικανότητες να επιβιώσει
με τον τρόπο του κόσμου. Ο θείος του ο Λάβαν ήταν αξιόλογος αντίπαλος. Και
ξέρετε υπάρχει ένα μάθημα εδώ για μας.
Συχνά έχουμε τον
πειρασμό να εγκαταλείψουμε το δρόμο της πίστης, γιατί βλέπουμε πως είναι
απίθανο να έχουμε αποτέλεσμα. Η ειλικρίνεια, η ευθύτητα, δεν θεωρούνται αρετές.
Τι κάνουμε λοιπόν; Στρεφόμαστε στο δρόμο της χειραγώγησης. Προτιμάμε το δρόμο
του κόσμου. Και όταν γίνεται αυτό, πάντα στο τέλος χάνουμε. Γιατί; Γιατί
υπάρχουν πολλοί «Λάβαν» εκεί έξω, πιο έξυπνοι, πιο καπάτσοι από εμάς, να μας
καταστρέψουν.
Ας θυμόμαστε πως
ακόμη κι αν ο δρόμος, ο τρόπος του Χριστού στις σχέσεις μας, στις συναλλαγές
μας, στις αποφάσεις μας, δεν φαίνεται στα κοσμικά μάτια να είναι ο πιο έξυπνος,
ας θυμόμαστε πως ο δρόμος της αμαρτίας πονάει, η αμαρτία μας τελικά μας
βρίσκει, και ο πόνος με τη μιζέρια θα βασιλεύουν στη ζωή μας, αντί της
ανάπαυσης και της ειρήνης.
Ας έρθουμε όμως,
τώρα στην αρχή της σημερινής μας ιστορίας. Εδάφια
1-3: «Και εκίνησεν ο Ιακώβ και υπήγεν εις την γην των κατοίκων της ανατολής».
Να θυμάστε ότι η πορεία προς την «ανατολή» στη Γένεση συνήθως δεν συμβολίζει
καλά πράγματα. Ο Αδάμ και η Εύα έφυγαν «ανατολικά» της Εδέμ. Ο Θεός τους έκρινε
και έφυγαν ανατολικά (Γέν.δ:16). Στο κεφάλαιο 11 οι κάτοικοι έφυγαν «από
ανατολής» και πήγαν να κτίσουν τη Βαβέλ (Γέν.ια:2). Η ανατολική πορεία τους
ήταν «αλαζονική». Ο Λώτ όταν χώρισε με τον Αβραάμ το θείο του, διάλεξε να πάει
ανατολικά, διάλεξε την «ματαιότητα» και την αμαρτία της κοιλάδας των Σοδόμων
(Γέν.ιγ:11). Στο κεφάλαιο 25 (εδ.5-6), ο Αβραάμ δίνει δώρα και χαρίσματα στα
άλλα του παιδιά και τους στέλνει μακριά στην απομόνωση, ανατολικά, για να μην
είναι κοντά με τον Ισαάκ.
Ο Ιακώβ λοιπόν,
φτάνει στη γη της ανατολής. Σε μια γη ξένη, απομονωμένη από τη Γη της
Επαγγελίας, σε μια γη που θα του φέρει το ένα πρόβλημα πάνω στο άλλο. Σε ένα
τόπο που θα κριθεί ο χαρακτήρας του. Όμως, ο Θεός μέσα στη χάρη Του, θα χρησιμοποιήσει
αυτή την εμπειρία για να τον πλάσει, όπως Εκείνος θέλει.
Στα εδάφια 2-8 διαδραματίζεται ο πρώτος
διάλογος: «Και είδε και ιδού φρέαρ εν τη πεδιάδι, και ιδού εκεί τρία ποίμνια
προβάτων αναπαυόμενα πλησίον αυτού, διότι εκ του φρέατος εκείνου επότιζον τα
ποίμνια. Λίθος δε μέγας ήτο επί το στόμιον του φρέατος. Και ότε συνήγοντο εκεί
πάντα τα ποίμνια, απεκύλιον τον λίθον από του στομίου του φρέατος, και επότιζον
τα ποίμνια. Έπειτα έθετον πάλιν τον λίθον επί το στόμιον του φρέατος εις τον
τόπον αυτού. Και είπεν προς αυτούς ο Ιακώβ, Αδελφοί πόθεν είστε; Οι δε είπον,
Εκ της Χαρράν είμεθα. Και είπε προς αυτούς, Γνωρίζετε Λάβαν τον υιόν του Ναχώρ;
Οι δε είπον, Γνωρίζομεν. Και είπε προς αυτούς, Υγιαίνει; Οι δε είπον υγιαίνει.
Και ιδού, Ραχήλ η θυγάτηρ αυτού έρχεται μετά των προβάτων. Και είπεν, Ιδού
μένει ακόμη ημέρα πολλή, δεν είναι ώρα να συρθώσι τα κτήνη. Ποτίσατε τα πρόβατα
και υπάγετε να βοσκήσετε αυτά. Οι δε είπον, Δεν δυνάμεθα, εωσού συναχθώσι πάντα
τα ποίμνια, και να αποκυλίσωσι τον λίθον από του στομίου του φρέατος. Τότε
ποτίζομεν τα πρόβατα».
Η πρόνοια του Θεού
άρχισε να φανερώνεται λοιπόν, καθώς έφτασε τελικά στην Παδάν-Αράμ και συνάντησε
αυτό το πηγάδι με τους βοσκούς τριών κοπαδιών. Αυτοί του είπαν ότι ξέρουν το Λάβαν.
Και επιπλέον επιβεβαίωσαν πως ήταν καλά, υγιαίνει, ή στα εβραϊκά πως έχει
«ειρήνη». Αυτή η ειρήνη δυστυχώς δεν θα διαρκούσε για πολύ με τον Ιακώβ εκεί
γύρω.
Στη συνέχεια
φτάνει η Ραχήλ. Και το τι έγινε όταν εμφανίστηκε μας εξηγεί και το λόγο που
υπάρχουν αρκετές λεπτομέρειες γύρω από το πηγάδι.
Εδάφια 9-11, «Και ενώ
ακόμη ελάλει προς αυτούς, ήλθεν η Ραχήλ μετά των προβάτων του πατρός αυτής,
διότι αυτή έβοσκε. Και ως είδεν ο Ιακώβ την Ραχήλ, θυγατέρα του Λάβαν του
αδελφού της μητρός αυτού, επλησίασεν ο Ιακώβ και απεκύλισε τον λίθον από του
στομίου του φρέατος, και επότισε τα πρόβατα Λάβαν, του αδελφού της μητρός
αυτού. Και εφίλησεν ο Ιακώβ την Ραχήλ και υψώσας την φωνήν αυτού έκλαυσε. Και
απήγγειλεν ο Ιακώβ προς την Ραχήλ, ότι είναι αδελφός του πατρός αυτής και ότι
είναι υιός της Ρεβέκκας, και εκείνη δραμούσα απήγγειλε τούτο προς τον πατέρα αυτής».
Θα έλεγε κανείς
πως κάτι συμβαίνει με τα πηγάδια. Συναντήσεις σε πηγάδια καταλήγουν συχνά σε
γάμο! Ο Ελιέζερ βρήκε τη γυναίκα του Ισαάκ, την Ρεβέκκα σε πηγάδι (Γέν.κδ:10-33).
Ο Μωυσής συνάντησε την Σεπφώρα, την κόρη του Ιοθόρ πρώτη φορά σε πηγάδι (Έξ.β:15-21).
Και τώρα ο Ιακώβ. Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές ο ήρωας πηγαίνει σε
μακρινή γη. Σταματάει στο πηγάδι. Κάποια κοπέλα ή κοπέλες κατεβαίνουν για νερό.
Ο ήρωας τις βοηθάει με το νερό (με εξαίρεση τον Ελιέζερ, ο οποίος αφήνει την
Ρεβέκκα να ποτίσει τις καμήλες του). Η κοπέλα γυρνάει στο σπίτι και ο πατέρας
μαθαίνει τι έγινε. Ο ξένος μετά πηγαίνει στο σπίτι της κοπέλας. Και όλα αυτά
καταλήγουν σε γάμο.
Ο Ιακώβ, λοιπόν,
βλέπει τη Ραχήλ πρώτη φορά στο πηγάδι. Με το που την είδε, (το κείμενο παρακάτω
μας λέει ότι ήταν πολύ όμορφη), πάει μόνος του και κάνει αυτό που δεν έκαναν οι
βοσκοί των τριών κοπαδιών. Μετακινεί μόνος του το λίθο, ο οποίος στο εδάφιο 2
διαβάσαμε ότι ήταν μέγας. Τον μετακινεί, ποτίζει τα πρόβατα, και συστήνεται.
Μην μας κάνει εντύπωση, πως την φίλησε και έκλαψε. Δεν έκανε κάτι που να
παρέβαινε τα κοινωνικά όρια της εποχής του.
Προσέξτε, όμως,
την αντίθεση ανάμεσα στον Ιακώβ και στον Ελιέζερ. Ο Ιακώβ την ερωτεύεται, όπως
θα λέγαμε σήμερα, «με την πρώτη ματιά», και πολύ σύντομα, όπως θα δούμε
θα την ζητήσει από το Λάβαν. Ο Ελιέζερ, όμως, δεν βάσισε την απόφασή του, στην
εμφάνιση της Ρεβέκκας, αλλά ζητούσε οδηγία από τον Κύριο. Και περίμενε
υπομονετικά μέχρι να του ποτίσει τις δικές του καμήλες. Και ο,τιδήποτε έκανε ο
Ελιέζερ το περνούσε μέσα από προσευχή.
Σε αντίθεση τώρα,
ο Ιακώβ ο οποίος δεν την ήξερε, και ούτε ζήτησε οδηγία από το Θεό. Παρόλο που ο
Θεός τον οδήγησε κυρίαρχα, ας θυμόμαστε την συμβουλή και προειδοποίηση του
λόγου του Θεού στις Παροιμίες λα:30:
«Ψευδής η χάρις και μάταιον το κάλλος. Η
γυνή η φοβουμένη τον Κύριον, αυτή θέλει επαινείσθαι».
Η ίδια αντίθεση
ανάμεσα στον Ελιέζερ και τον Ιακώβ συνεχίζεται καθώς ο Ιακώβ πηγαίνει στο σπίτι
του Λάβαν. Ό,τι και να κάνει ο Ελιέζερ επικαλείται τον Κύριο. Ο Ιακώβ τίποτα.
Εδάφια 13-15: «Και ως ήκουσεν ο Λάβαν το όνομα του Ιακώβ
του υιού της αδελφής αυτού, έδραμεν εις συνάντησιν αυτού. Και εναγκαλισθείς
αυτόν, εφίλησεν αυτόν και έφερεν αυτόν εις την οικίαν αυτού. Και διηγήθη ο
Ιακώβ προς τον Λάβαν πάντα τα γενόμενα. Και είπε προς αυτόν ο Λάβαν, Βέβαια
οστούν μου και σάρξ μου είσαι. Και κατώκησεν μετ’ αυτού ένα μήνα. Και είπεν ο
Λάβαν προς τον Ιακώβ, Επειδή είσαι αδελφός μου, δια τούτο θέλεις με δουλεύσει
δωρεάν; Ειπέ μοι τις θέλει είσθαι ο μισθός σου;»
Όταν είχε φτάσει ο
Ελιέζερ και διηγήθηκε το σκοπό της επίσκεψής του, ο Βαθουήλ, ο πατέρας της
Ρεβέκκας και ο Λάβαν είχαν πει, «Παρά Κυρίου εξήλθεν το πράγμα, ημείς δεν
δυνάμεθα να σοι είπωμεν καλόν ή κακόν, ιδού η Ρεβέκκα έμπροσθέν σου, λάβε αυτήν
και ύπαγε, και ας είναι γυνή του υιού του Κυρίου σου, καθώς ελάλησεν ο Κύριος»
(Γέν. κδ:50-51).
Ο Ιακώβ τώρα, όταν
έφτασε στο σπίτι του Λάβαν του διηγήθηκε «πάντα τα γενόμενα». Σε κάνει το κείμενο να σκεφτείς. Ποια όλα;
Είναι αινιγματικό. Μάλλον είναι αμφίβολο να του είπε, ‘ξέρεις ξεγέλασα τον
αδελφό μου και τον πατέρα μου, και τώρα τρέχω να ξεφύγω’. Αυτά που του είπε,
φαίνεται πως ενθουσίασαν τον Λάβαν, γιατί αυτός ανταποκρίθηκε με τα λόγια, «Βέβαια οστούν μου και σάρξ μου είσαι».
Ο Θεός, όμως, το όνομα του Κυρίου, είναι απόντα από κάθε κουβέντα του Ιακώβ.
Όπως είναι απόντα από αυτά που λέει και ο Λάβαν.
Και σε αντίθεση με
την Ρεβέκκα η οποία έφυγε να βρει τον Ισαάκ επειδή ήταν πεισμένοι πως αυτό ήταν
το θέλημα του Θεού, δεν έγινε το ίδιο με την Ραχήλ. Αυτό που έγινε έμοιαζε
περισσότερο με επιχειρηματική συναλλαγή, παρά με πίστη στο Θεό που ελέγχει τις
καταστάσεις. Εφτά χρόνια θα σου δουλέψω, μια κόρη θα μου δώσεις!
Κάνει εντύπωση πως
πουθενά ο Ιακώβ στην συνομιλία του, στις επαφές του δεν κάνει λόγο για την
ευλογία και την υπόσχεση που του έχει δώσει και ο πατέρας του και ο Θεός όταν
του αποκαλύφθηκε στην Βαιθήλ. Δεν λέει τίποτα για όλα αυτά. Αν όμως, είχε
προσεγγίσει το θέμα βασισμένος με πίστη σε αυτά που του είπε ο Θεός, θα είχε
γλιτώσει πολύ περισσότερο πόνο, κόπο, διαμάχη, αμφιβολία.
Αλλά ο Ιακώβ, όπως
και όλοι μας, έχουμε να διανύσουμε ένα χάσμα ανάμεσα στη γνώση των υποσχέσεων
του Θεού και στην πραγματική εμπιστοσύνη. Ξέρουμε τις υποσχέσεις του Θεού,
διαβάζουμε στο Λόγο Του για την δύναμή Του, την αγάπη Του, την πανσοφία Του,
αλλά στην πράξη ζούμε σαν «ορφανά». Στηριζόμαστε στη δική μας δύναμη για να
πετύχουμε αυτά που θέλουμε. Έχουμε το Χριστό, το μεγάλο μας αδελφό, ο οποίος
προσεύχεται και μεσιτεύει για μας συνέχεια στο θρόνο της χάρης του Πατέρα Θεού,
αλλά το ελάχιστο πρόβλημα, η μικρότερη αναποδιά μας κάνει να νοιώσουμε πως ο
Θεός μας ξέχασε. Έχουμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, να κατοικεί ο Θείος
Παράκλητος μέσα μας, να μας δυναμώνει να προσευχόμαστε, αλλά σταματάμε πολύ
γρήγορα να προσευχόμαστε επειδή σε μια δύο μέρες δεν είδαμε κάτι να συμβαίνει.
Δεν ζούμε αυτό που είμαστε: παιδιά του βασιλιά, κληρονόμοι της βασιλείας Του!!
Τα προνόμιά μας,
οι υποσχέσεις του Θεού μας είναι όλα γνωστά και όμως δεν μπορούμε να ξεφύγουμε
από το να στηριζόμαστε στον εαυτό μας. Και είναι φοβερή απάτη αυτή, φοβερή
‘αυταπάτη’! Έχουμε Πατέρα, αλλά σκεφτόμαστε, ενεργούμε, αποφασίζουμε σαν να
είμαστε ορφανοί. Διαβάζουμε βιβλία για το πως να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας,
αλλά δεν προσευχόμαστε. Ξενυχτάμε να βρούμε τρόπους από τα οικονομικά μας
αδιέξοδα, και δεν νηστεύουμε με προσευχή. Προσπαθούμε στη διακονία να βάλουμε
τα πράγματα κάτω μόνο με τη λογική αντί να παρακαλέσουμε το Θεό.
Δεν είναι κακό να
προγραμματίζεις, ούτε να διαβάζεις βιβλία, ούτε να χρησιμοποιείς τη λογική.
Είναι κρίμα όμως, να τα κάνεις αυτά, επειδή δεν ξέρεις να εμπιστευθείς το Θεό.
Αν ο Θεός δεν ευλογήσει, όλες μας οι καλές προθέσεις και τα προγράμματα θα πάνε
χαμένα. Αν ο Κύριος δεν οικοδομήσει οίκον, εις μάτην κοπιάζουσιν οι
οικοδομούντες αυτόν. Αν ο Κύριος δεν φυλάξει πόλιν εις μάτην αγρυπνεί ο
φυλάττων (Ψαλμ.ρκζ:1).
Ο Ιακώβ θα
μπορούσε να θυμάται τι του έχει πει ο Θεός στη Βαιθήλ, λίγο καιρό πριν. Δεν
φαίνεται να το κάνει. Εμείς μπορούμε να θυμόμαστε πόσα πολλά μας έχει πει στο Λόγο
Του. Ούτε και εμείς το κάνουμε. Έχουμε Ουράνιο Πατέρα, αλλά ζούμε σαν ορφανοί.
Κρίμα δεν είναι;
Την συνέχεια της
ιστορίας την ξέρουμε, και την διαβάσαμε στο Γραφικό μας ανάγνωσμα. Ο Ιακώβ
θεώρησε πως είχε ξεκαθαρίσει ποια κόρη θέλει να παντρευτεί. Όταν πας όμως, με
τον τρόπο του κόσμου, περιμένεις την Ραχήλ να έρθει, αλλά βρίσκεις την Λεία στη
θέση της. Ο Ιακώβ, λοιπόν, ήθελε την Ραχήλ που ήταν «ευειδής και ωραία την όψιν» (Γεν. 29:18). Αλλά ο Λάβαν, άλλα
λέει, και άλλα εννοεί. Υπηρετεί το θείο του για επτά χρόνια και η αμοιβή του
δεν ήταν αυτή που περίμενε, αλλά ήταν αυτή που του άξιζε.
Προσέξτε πως στο
τέλος των επτά χρόνων, πηγαίνει και λέει στον Λάβαν στο εδάφιο 21, «Δος μοι
την γυναίκαν μου, διότι επληρώθησαν αι ημέραι μου, δια να εισέλθω προς αυτήν».
Την περίοδο αυτή που υποσχέθηκε να εργαστεί η Ραχήλ θεωρούνταν γυναίκα του,
αλλά ο γάμος δεν είχε ολοκληρωθεί. Σε απάντηση ο Λάβαν δεν λέει τίποτα. Μια
σιωπή που δείχνει τα σχέδιά του. Μαζεύει τους ανθρώπους και κάνει γιορτή και το
βράδυ του πηγαίνει την Λεία. Το πρωί ο Ιακώβ διαπιστώνει το τι έχει γίνει.
Η ερώτηση είναι
πως τα κατάφερε ο Λάβαν να τον εξαπατήσει; Κάποιοι σχολιαστές λένε ότι
μπερδεύτηκε ο Ιακώβ επειδή είχε κάλυμμα η κοπέλα στο πρόσωπό της (Γεν.κδ:65)
και στο δωμάτιό τους υπήρχε σκοτάδι. Η άλλη πρόταση είναι πως ο Ιακώβ μπερδεύτηκε
επειδή λόγω του συμποσίου ήταν ζαλισμένος από το κρασί. Ό,τι και να έγινε,
πιθανώς κάποιος συνδυασμός των δύο, σημασία έχει ότι αυτός που ως τώρα
εξαπατούσε, τώρα εξαπατήθηκε. Βρήκε το μάστορά του. Ακούστε το εδάφιο 25, «Και
το πρωί, ιδού, αύτη ήτο η Λεία. Και είπε προς τον Λάβαν, Τι τούτο το οποίο
έπραξας εις εμέ; Δεν σε εδούλευσα για την Ραχήλ; Και διά τι με ηπάτησας;»
Αυτή η εξαπάτηση
του Ιακώβ από το Λάβαν, ήταν μια τιμωρία κατάλληλη για την δική του την απάτη.
Προσέξτε τις ανατροπές που επιτρέπει ο Θεός. Πρώτο, ο Ιακώβ είχε μάθει ότι ο μεγαλύτερος θα δουλέψει τον μικρότερο.
Εδώ όμως, ο Ιακώβ θα αναγκαστεί να υπηρετήσει το θείο του που τον εξαπάτησε.
Δεύτερο, προσέξτε και την απάντηση του Λάβαν στο 26, «Και
είπεν ο Λάβαν. Δεν γίνεται ούτως εν τω τόπω ημών να δίδωται η μικροτέρα προς
της πρεσβυτέρας». Ο Ιακώβ έπρεπε να μάθει ότι δίνεται η τιμή στον
πρωτότοκο.
Τρίτο, τα λόγια «διά
τι με ηπάτησας;» θα μπορούσε να τα έχει πει ο δικός του πατέρας στον ίδιο.
Ο απατεώνας εξαπατήθηκε! Ακόμη και το πως έγινε η απάτη μοιάζει με την απάτη
του Ιακώβ. Ο Ιακώβ πρώτα έφαγε και ήπιε με τον Λάβαν και μετά εξαπατήθηκε στο
σκοτάδι, όπως και ο ίδιος πρώτα τάισε τον πατέρα του και μετά εκμεταλλεύτηκε
την τύφλωση του. Στο κρίσιμο σημείο αποδείχτηκε τυφλός όπως και ο πατέρας του.
Ο Θεός λέει στην
Γαλ.ς:7, δεν εμπαίζεται. Ό,τι σπέρνει ο
άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει. Δεν εμπαίζεται ούτε στη ζωή αυτή ούτε
και στη μέλλουσα.
Έτσι θα έπρεπε να
εργαστεί για το Λάβαν άλλα επτά χρόνια, αλλά αυτή τη φορά πήρε την αμοιβή του
από πριν, καθώς σε μια εβδομάδα του έδωσαν και τη Ραχήλ.
Τι λέτε, πρέπει να
τον λυπηθούμε τον Ιακώβ; Ίσως να μην πρέπει να στενοχωρηθούμε για αυτόν. Από τη
δική του οπτική γωνία τα γεγονότα αυτά τον αδικούσαν κατάφορα. Ήταν όμως
κομμάτι της αγαθής πρόνοιας του Θεού στη ζωή του. Ποια αγαθή πρόνοια; Η
αγαθή πρόνοια που λέει ότι ο Θεός δεν θα παρατήσει τον Ιακώβ με τον απαράδεκτο
χαρακτήρα του, αλλά θα μείνει μαζί του, θα τον αλλάξει και θα τον
χρησιμοποιήσει. Η χάρη του Θεού τον κρατούσε σφιχτά και δεν τον άφηνε να φύγει.
Η επίπονη διαδικασία του αγιασμού είχε αρχίσει.
Κάποιες φορές
πιστεύω σ’ αυτά τα δύσκολα 14 χρόνια θα κοιτούσε τη ζωή του και όχι μόνο
εκπλήρωση των όσων του υποσχέθηκε ο Θεός δεν θα έβλεπε, αλλά το αντίθετο μάλιστα.
Σε αυτά τα 14 χρόνια δεν έχει αποκτήσει κανένα υλικό αγαθό. Δύο συζύγους μόνο
που παρόλο που είναι αδελφές δεν τα πάνε και καλά μεταξύ τους. Η χάρη του Θεού όμως
είναι μεγαλύτερη. Συνεχίζει και εργάζεται, γιατί οι σκοποί του Θεού δεν ματαιώνονται.
Δεν μπορούν να ματαιωθούν. Ακόμη και ακατέργαστα διαμάντια σαν τον Ιακώβ, η
χάρη του Θεού τα αλλάζει.
Αξίζει να
κρατήσουμε σήμερα στη σκέψη μας από το κεφάλαιο αυτό της ζωής του Ιακώβ πρώτον
το εξής. Μην ζεις τη ζωή σου σαν ορφανός όταν έχεις Πατέρα Ουράνιο. Άδραξε τις
υποσχέσεις Του, κάντες δικές σου, πίστεψέ τες και ζήσε με αυτές. Μην προσπαθείς
μόνος σου, μην διαλέγεις τη σοφία του κόσμου.
Η δεύτερη σκέψη
είναι η εξής. Μετά από τόσα που έχουμε ακούσει τις προηγούμενες Κυριακές, αλλά
και σήμερα, είναι εύλογο να ρωτήσουμε πως είναι δυνατόν; Πως μπορεί ο Θεός να
αγαπάει κάποιον που η ζωή του είναι αυτή που είναι; Στο δικό μας μυαλό ο Θεός
πρέπει να αγαπάει αυτούς που βοηθάνε τον εαυτό τους. Πρέπει να αποκαλύψει τον
εαυτό Του σε αυτούς που είναι αξιοπρεπείς, ηθικοί, ευσεβείς. Σίγουρα, όχι σε
ψεύτες και απατεώνες. Δεν υπήρχαν καλοί άνθρωποι εκείνη την εποχή για να τους
χρησιμοποιήσει ο Θεός; Τον Ιακώβ έπρεπε;
Έτσι όμως,
εργάζεται ο Θεός αδελφοί. Με τη χάρη Του διαλέγει τους ανάξιους, και αφού τους
διαλέξει δεν τους αφήνει να φύγουν. Ποιο είναι το σχέδιο του Θεού που Τον
οδηγεί να διαλέγει με αυτόν τον τρόπο;
Την απάντηση την
παίρνουμε σε ένα άλλο πηγάδι χρόνια μετά, όταν μια γυναίκα συνάντησε το Χριστό.
Μια γυναίκα της οποίας η ζωή έκανε τον Ιακώβ να μοιάζει με άγιο (Ιωάννης
4:4-26). Και εκεί ο Θεός δεν αποκαλύφθηκε στους δίκαιους, αλλά σε μια γυναίκα
που προκαλούσε την γειτονιά με μια ζωή έξαλλη με διαδοχικές σχέσεις. Δεν είχε
σκοπό βέβαια να αποκαλύψει τη ζωή της στον πρώτο τυχόντα που βρήκε στο πηγάδι
που πήγαινε για νερό. Απάντησε έμμεσα στην ερώτηση του Χριστού να πάει να φέρει
τον άντρα της: «Δεν έχω άντρα».
Ο Χριστός όμως,
ήξερε την ιστορία της και τη συμπεριφορά της. Δεν άφησε τη συζήτηση να πάει σε
αιώνιες θεολογικές αναζητήσεις για το πως λατρεύεται σωστά ο Θεός. Αντίθετα της
είπε πως έχει να της προσφέρει ζωντανό νερό, ένα δώρο που μέσα της θα γίνει
πηγή που θα αναβλύζει αιώνια ζωή (Ιωάν.δ:13). Είχε έρθει, της είπε ο Χριστός,
γιατί ο Πατέρας ψάχνει λατρευτές που θα Τον λατρεύσουν «εν πνεύματι και αληθεία».
Οι αληθινοί
λατρευτές είναι άνθρωποι στους οποίους η χάρη του Θεού εργάστηκε. Είναι αυτοί
που πήγαν άδειοι και έφυγαν γεμάτοι από τη χάρη Του. Αυτοί που ήξεραν πως δεν
είχαν κάτι να του προσφέρουν. Το αποτέλεσμα της συζήτησης αυτής ήταν πως η
γυναίκα αυτή βρήκε την αληθινή ζωή, βρήκε το Χριστό, και τον βρήκε και το χωριό
της. Από αυτή τη γυναίκα. Όχι από το ραβίνο του χωριού, ή από το Λευίτη. Αλλά
από την γυναίκα που μέχρι να την αλλάξει ο Χριστός ήταν η πιο ανήθικη.
Έτσι εργάζεται ο Θεός.
Ψάχνει αυτούς που δεν τον ψάχνουν. Πάει σε αυτούς που δεν αξίζουν. Αλλάζει
αυτούς που λέμε πως δεν αλλάζουν ποτέ. Γιατί αγαπάει τον αμαρτωλό. Δεν θέλει το
θάνατο του αμαρτωλού. Θέλει όλοι να σωθούν και να έρθουν σε μετάνοια.
Παίρνει τον Ιακώβ
για να δείξει το μεγαλείο της χάρης του. Και η ζωή του Ιακώβ γίνεται ένα
«έκθεμα» της χάρης του Θεού. Εσύ και εγώ είμαστε;
Έχουμε κατανοήσει
τα βάθη της αμαρτίας και της διαφθοράς που υπάρχει μέσα μας; Έχουμε καταλάβει
πόσο εργάζεται η χάρη του Θεού μέσα μας και δεν μας αφήνει να ξεφύγουμε; Αν
ναι, δόξασέ Τον. Ξέρεις το έχει υποσχεθεί. Το καλό το έργο που ξεκίνησε μέσα
μας θα το ολοκληρώσει (Φιλιπ.α:6).
Εμπιστέψου Τον.
Θέλει να σε μεταμορφώσει και να σε κάνει σαν τοΧριστό. Δεν έχει σκοπό να κάνει
τη ζωή σου άνετη. Θέλει να την κάνει άγια. Σε αγαπάει τόσο πολύ που θα σε
παιδέψει για να σε αλλάξει. Και η παιδεία Του στη ζωή μας είναι απόδειξη ότι
δεν είμαστε νόθοι, αλλά γνήσιοι. Γιατί η δική του παιδεία αν και πονάει στο
τέλος αποδίδει καρπούς ειρηνικούς δικαιοσύνης.
Σε αγαπάει!
Εμπιστέψου Τον. Μην βαρυγκωμάς όταν σε φέρνει σε καταστάσεις ή επιτρέπει
περιστάσεις που σε ζορίζουν. Είναι η αγαθή Του πρόνοια και η ακαταμάχητη χάρη
Του που δεν σε αφήνουν να φύγεις. Κανένας δεν τα παίρνει τα πρόβατα μου
είπε ο Χριστός.
Τα χρόνια της
ερημιάς, είναι δύσκολα χρόνια. Ρώτα
τον Ιακώβ. Αλλά η ερημιά δεν είναι το σπίτι μας. Το σπίτι του Λαβάν για τον
Ιακώβ δεν είναι το σπίτι του. Η Βαιθήλ είναι. Και το δικό μας σπίτι είναι το
μέρος εκείνο που θα συναντήσουμε τοΘεό και θα τον βλέπουμε πρόσωπο με πρόσωπο.
Ως τότε ο Θεός έχει σκοπούς εδώ για μας. Και οι σκοποί δεν είναι οι σπουδές
αυτές καθ’ εαυτές, ούτε η καριέρα, ούτε τα άλλα δώρα. Οι σκοποί Του είναι η
δόξα Του Θεού και ο δικός μας αγιασμός. Η Βασιλεία Του, και η δικαιοσύνη
Του. Όλα τα άλλα είναι δώρα, ευλογίες για να ζήσουμε όσο είμαστε εδώ.
Εμπιστέψου το Θεό.
Άφησέ Τον να σε αλλάξει. Ακόμη και όταν σε εκπαιδεύει στην ερημιά, η χάρη Του
κυρίαρχα εργάζεται στη ζωή σου και σε μεταμορφώνει.