Διότι οι τοιούτοι είναι
ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού (Β’ Κορ.ια:13).
Ακριβώς επειδή πάντοτε υπήρχαν οι «τοιούτοι», που προσπαθούσαν να σφετεριστούν τον τίτλο του αποστόλου
κι επειδή ζούμε σε καιρούς κακούς και μέρες πονηρές (Β’ Τιμ.γ:1 & Εφες.ε:16),
καλό θα είναι να ξέρουμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά του αποστόλου σύμφωνα με
το λόγο του Θεού.
Επειδή η εκκλησία είναι «ο
στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ.γ:15), θα πρέπει να ξέρει και
να προσέχει τους περιφερόμενους «αποστόλους». Εδώ, δεν ισχύει είμαι ότι δηλώσω!
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν ένα διαπιστευμένο απόστολο του Θεού, τι
λέει για το αξίωμά του και τη διακονία του, για να καταλάβουμε ποια πρέπει να είναι
τα χαρακτηριστικά του απόστολου.
Ο απόστολος θέλει την ενότητα:
«Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, διά
του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να λέγητε πάντες το αυτό, και να μη
ήναι σχίσματα μεταξύ σας, αλλά να ήσθε εντελώς ηνωμένοι έχοντες το αυτό πνεύμα
και την αυτήν γνώμην. Διότι εφανερώθη εις εμέ παρά των εκ της οικογενείας της
Χλόης, περί υμών, αδελφοί μου, ότι είναι έριδες μεταξύ σας· λέγω δε τούτο,
διότι έκαστος από σας λέγει· Εγώ μεν είμαι του Παύλου, εγώ δε του Απολλώ, εγώ
δε του Κηφά, εγώ δε του Χριστού. Διεμερίσθη ο Χριστός; μήπως ο Παύλος εσταυρώθη
διά σας; ή εις το όνομα του Παύλου εβαπτίσθητε;» (Α’ Κορ.α:10-13).
Ο απόστολος δεν καυχάται στον
εαυτό του, αλλά δίνει τη δόξα στο Θεό.
«και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου δεν εγίνοντο με καταπειστικούς
λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με απόδειξιν Πνεύματος και δυνάμεως, διά να ήναι
η πίστις σας ουχί διά της σοφίας των ανθρώπων, αλλά διά της δυνάμεως του Θεού» (Α’ Κορ.β:4-5).
«Τις λοιπόν είναι ο Παύλος, και τις ο Απολλώς, παρά υπηρέται, διά
των οποίων επιστεύσατε και, όπως ο Κύριος έδωκεν εις έκαστον; Εγώ εφύτευσα, ο
Απολλώς επότισεν, αλλ' ο Θεός ηύξησεν· ώστε ούτε ο φυτεύων είναι τι ούτε ο
ποτίζων, αλλ' ο Θεός ο αυξάνων. Ο φυτεύων δε και ο ποτίζων είναι έν· και
έκαστος θέλει λάβει τον εαυτού μισθόν κατά τον κόπον αυτού. Διότι του Θεού
είμεθα συνεργοί· σεις είσθε του Θεού αγρός, του Θεού οικοδομή» (Α’ Κορ.γ:5-9).
«Ούτως ας μας θεωρή πας άνθρωπος ως υπηρέτας του Χριστού και
οικονόμους των μυστηρίων του Θεού. Το δε επίλοιπον ζητείται μεταξύ των
οικονόμων, να ευρεθή έκαστος πιστός» (Α’ Κορ.δ:1,2).
«Ταύτα δε, αδελφοί, μετέφερα παραδειγματικώς εις εμαυτόν και εις
τον Απολλώ διά σας, διά να μάθητε διά του παραδείγματος ημών να μη φρονήτε υπέρ
ό,τι είναι γεγραμμένον, διά να μη επαίρησθε εις υπέρ του ενός κατά του άλλου.
Διότι τις σε διακρίνει από του άλλου; και τι έχεις, το οποίον δεν έλαβες, εάν
δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;…. ….. Διότι νομίζω ότι ο Θεός απέδειξεν
ημάς τους αποστόλους εσχάτους ως καταδεδικασμένους εις θάνατον· διότι εγείναμεν
θέατρον εις τον κόσμον, και εις αγγέλους και εις ανθρώπους» (Α’ Κορ.δ:6,7,9).
Ο απόστολος σπέρνει τα πνευματικά
«Εάν ημείς εσπείραμεν εις εσάς τα πνευματικά, μέγα είναι εάν ημείς
θερίσωμεν τα σαρκικά σας;» (Α’ Κορ.θ:11).
Ο απόστολος ανέχεται για να μη προξενήσει εμπόδιο στο ευαγγέλιο
του Χριστού.
«Εάν άλλοι μετέχωσι της εφ' υμάς εξουσίας, δεν πρέπει μάλλον
ημείς; Αλλά δεν μετεχειρίσθημεν την εξουσίαν ταύτην, αλλ' υποφέρομεν πάντα, διά
να μη προξενήσωμεν εμπόδιόν τι εις το ευαγγέλιον του Χριστού» (Α’ Κορ.θ:12).
Ο απόστολος δεν καταχράται την εξουσία του.
«Διότι εάν κηρύττω το ευαγγέλιον, δεν είναι εις εμέ καύχημα·
επειδή ανάγκη επίκειται εις εμέ· ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω …... Τις
λοιπόν είναι ο μισθός μου; το να κάμω αδάπανον το ευαγγέλιον του Χριστού διά
της κηρύξεώς μου, ώστε να μη κάμνω κατάχρησιν της εξουσίας μου εν τω ευαγγελίω» (Α’ Κορ.θ:16,18).
Ο απόστολος δουλώνει τον εαυτό του σε όλους.
«Διότι ελεύθερος ων πάντων εις πάντας εδούλωσα εμαυτόν, διά να
κερδήσω τους πλειοτέρους» (Α’ Κορ.θ:19).
Ο απόστολος θανατώνει τη σάρκα του.
«αλλά δαμάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ, μήπως εις άλλους κηρύξας
εγώ γείνω αδόκιμος» (Α’
Κορ.θ:27).
Ο απόστολος κοιτάζει πάντα το συμφέρον και την οικοδομή του
σώματος.
«Πάντα είναι εις την εξουσίαν μου αλλά πάντα δεν συμφέρουσι· πάντα
είναι εις την εξουσίαν μου, αλλά πάντα δεν οικοδομούσι. Μηδείς ας ζητή το
εαυτού συμφέρον, αλλ' έκαστος τα του άλλου» (Α’ Κορ.ι:23,24).
Μίμηση
«Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς και εγώ του Χριστού» (Α’ Κορ.ια:1).
Ο απόστολος αισθάνεται ότι είναι ελάχιστος
«Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος των αποστόλων, όστις δεν είμαι άξιος
να ονομάζωμαι απόστολος, διότι κατεδίωξα την εκκλησίαν του Θεού· αλλά χάριτι
Θεού είμαι ότι είμαι· και η εις εμέ χάρις αυτού δεν έγεινε ματαία, αλλά
περισσότερον αυτών πάντων εκοπίασα, πλην ουχί εγώ, αλλ' η χάρις του Θεού η μετ'
εμού» (Α’
Κορ.ιε:9-10).
«Διότι το καύχημα ημών είναι τούτο, η μαρτυρία της συνειδήσεως
ημών, ότι εν απλότητι και ειλικρινεία Θεού, ουχί εν σοφία σαρκική, αλλ' εν
χάριτι Θεού επολιτεύθημεν εν τω κόσμω, περισσότερον δε προς εσάς» (Β’ Κορ.α:12).
«Αρχίζομεν πάλιν να συνιστώμεν εαυτούς; ή μήπως έχομεν χρείαν,
καθώς τινές, συστατικών επιστολών προς εσάς ή συστατικών από σας; Σεις είσθε η
επιστολή ημών, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη
υπό πάντων ανθρώπων, και φανερόνεσθε ότι είσθε επιστολή Χριστού, γενομένη διά
της διακονίας ημών, εγγεγραμμένη ουχί με μελάνην, αλλά με το Πνεύμα του Θεού
του ζώντος, ουχί εις πλάκας λιθίνας, αλλ' εις πλάκας σαρκίνας της καρδίας.
Τοιαύτην δε πεποίθησιν έχομεν διά του Χριστού προς τον Θεόν. Ουχί διότι είμεθα
ικανοί αφ' εαυτών να νοήσωμέν τι ως εξ ημών αυτών, αλλ' ικανότης ημών είναι εκ
του Θεού» (Β’
Κορ.γ:1-5).
Ο απόστολος δεν έχει εξουσία στην πίστη των αδελφών
«Ουχί διότι έχομεν εξουσίαν επί της πίστεώς σας, αλλ' είμεθα
συνεργοί της χαράς σας· επειδή εν τη πίστει στέκεσθε» (Β’ Κορ.α:24).
Ο απόστολος δεν περπατά με πανουργία, δεν δολώνει το λόγο του Θεού
και δεν κηρύττει τον εαυτό του!
«Διά τούτο, έχοντες την διακονίαν ταύτην, καθώς ηλεήθημεν, δεν
αποκάμνομεν, αλλ' απηρνήθημεν τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν
πανουργία μηδέ δολόνοντες τον λόγον του Θεού, αλλά με την φανέρωσιν της
αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού.
Εάν δε και ήναι το ευαγγέλιον ημών κεκαλυμμένον, εις τους απολλυμένους είναι
κεκαλυμμένον, των οποίων απίστων όντων ο Θεός του κόσμου τούτου ετύφλωσε τον
νούν, διά να μη επιλάμψη εις αυτούς ο φωτισμός του ευαγγελίου της δόξης του
Χριστού, όστις είναι εικών του Θεού. Διότι ημείς δεν κηρύττομεν εαυτούς, αλλά
τον Χριστόν Ιησούν τον Κύριον, εαυτούς δε δούλους υμών διά τον Ιησούν» (Β’ Κορ.δ:1-5).
Ο απόστολος πρέπει να είναι φανερός στις συνειδήσεις, κι αυτό δεν
γίνεται αναγκαστικά!
«Εξεύροντες λοιπόν τον φόβον του Κυρίου, τους μεν ανθρώπους
καταπείθομεν, εις τον Θεόν δε είμεθα φανεροί, ελπίζω δε ότι και εις τας
συνειδήσεις σας είμεθα φανεροί. Διότι δεν συνιστώμεν πάλιν εαυτούς εις εσάς,
αλλά σας δίδομεν αφορμήν καυχήματος υπέρ ημών, διά να έχητε λόγον προς τους
καυχωμένους με το πρόσωπον και ουχί με την καρδίαν» (Β’ Κορ.ε:11,12).
Ο απόστολος δεν γίνεται αφορμή να προσαφθεί μώμος στη διακονία.
«μη δίδοντες μηδέν πρόσκομμα κατ' ουδέν, διά να μη προσαφθή μώμος
εις την διακονίαν, αλλά εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως υπηρέται Θεού, εν υπομονή
πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν ραβδισμοίς, εν φυλακαίς,
εν ακαταστασίαις, εν κόποις, εν αγρυπνίαις, εν νηστείαις, εν καθαρότητι, εν
γνώσει, εν μακροθυμία, εν χρηστότητι, εν Πνεύματι Αγίω, εν αγάπη ανυποκρίτω, εν
λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, διά των όπλων της δικαιοσύνης των δεξιών και
αριστερών, διά δόξης και ατιμίας, διά δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι όμως
αληθείς, ως αγνοούμενοι αλλά καλώς γνωριζόμενοι, ως αποθνήσκοντες αλλ ιδού,
ζώμεν, ως παιδευόμενοι αλλά μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι πάντοτε όμως
χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς όμως πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και τα πάντα
κατέχοντες» (Β’
Κορ.ς:3-10).
Ο απόστολος είναι ταπεινός.
«Αυτός δε εγώ ο Παύλος σας παρακαλώ διά της πραότητος και
επιεικείας του Χριστού, όστις παρών μεν είμαι ταπεινός μεταξύ σας, απών δε
λαμβάνω θάρρος προς εσάς» (Β’ Κορ.ι:1).
Τον απόστολο τον συστήνει ο Κύριος.
«διότι δεν είναι δόκιμος όστις συνιστά αυτός εαυτόν, αλλ' εκείνος
τον οποίον ο Κύριος συνιστά» (Β’ Κορ.ι:18).
Ο απόστολος δεν ζητά τα εαυτού αλλά αισθάνεται υποχρεωμένος να
υπηρετήσει την εκκλησία του Ιησού Χριστού.
«Ιδού, τρίτην φοράν είμαι έτοιμος να έλθω προς εσάς, και δεν θέλω
σας καταβαρύνει· διότι δεν ζητώ τα υμών, αλλ' υμάς. Διότι δεν χρεωστούσι τα
τέκνα να θησαυρίζωσι διά τους γονείς, αλλ' οι γονείς διά τα τέκνα. Εγώ δε με
άκραν χαράν θέλω δαπανήσει και όλως δαπανηθή υπέρ των ψυχών σας, αν και ενώ σας
αγαπώ περισσότερον, αγαπώμαι ολιγώτερον» (Β’ Κορ.ιβ:14-15).
Ο απόστολος δεν ζητά τη δόξα, αλλά σαν πατέρας φροντίζει τα παιδιά
του.
«ούτε εζητήσαμεν δόξαν εξ ανθρώπων, ούτε αφ' υμών ούτε απ' άλλων
……. καθώς εξεύρετε ότι ένα έκαστον υμών, ως πατήρ τα εαυτού τέκνα, σας
προετρέπομεν και παρηγορούμεν και διεμαρτυρόμεθα, διά να περιπατήσητε αξίως του
Θεού του προσκαλούντος υμάς εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν» (Α’ Θες.β:6,11,12).
Ο απόστολος προσέχει τη συμπεριφορά του ώστε να μην ερεθίζει τους
άλλους και δεν φθονεί κανένα.
«Μη γινώμεθα κενόδοξοι, αλλήλους ερεθίζοντες, αλλήλους φθονούντες» (Γαλ.ε:26).
«1. Αδελφοί, και εάν
άνθρωπος απερισκέπτως πέση εις κανέν αμάρτημα, σεις οι πνευματικοί διορθόνετε
τον τοιούτον με πνεύμα πραότητος, προσέχων εις σεαυτόν, μη και συ πειρασθής.
2. Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε
και ούτως εκπληρώσατε τον νόμον του Χριστού.
3. Διότι εάν τις νομίζη ότι
είναι τι ενώ είναι μηδέν, εαυτόν εξαπατά.
4. Αλλ' έκαστος ας εξετάζη
το εαυτού έργον, και τότε εις εαυτόν μόνον θέλει έχει το καύχημα και ουχί εις
τον άλλον·
5. διότι έκαστος το εαυτού
φορτίον θέλει βαστάσει. (Γαλ.ς:1-5)