Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Η θεότητα (19)



ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Α. Εβραϊκοί και Ελληνικοί όροι που υπάρχουν κάτω από τη λέξη Κύριος

1. ΑΔΟΝ (Εβραϊκό)

α. Σημαίνει «Κύριος» ή «Επιστάτης» και προέρχεται από μία αχρησιμοποίητη ρίζα που σημαίνει «το να κυβερνά κανείς».

β. Χρησιμοποιείται 337 φορές στην Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη.

γ. Κυρίως χρησιμοποιείται σε ανθρώπους και συναντάται χωρίς αρχικό κεφαλαίο όπως στο Α’ Βασ.α:37 «...κυρίου μου...», και στο Δευτ.κγ:15 δύο φορές.


δ. Συχνά χρησιμοποιείται για το Θεό, πάντα με κεφαλαίο αρχικό, όπως Δευτ.ι:17 (Αδόν των αδόν), Ησ.α:24 (Αδόν Γιάουε των δυνάμεων), Ψαλμ.ρλε:5 (Γιάουε ο Αδόν ημών).

2. ΑΔΟΝΑΙ ή ΑΔΟΝΑΓ (Εβραϊκό)

α. Είναι πληθυντικός αριθμός με την έννοια όμως του ενικού, εκφράζοντας το «Κύριος των κυρίων». Σημαίνει «Κύριος»,

β. Χρησιμοποιείται 433 φορές στο Εβραϊκό κείμενο, και είναι η κυρία λέξη για «Κύριος» στην Π.Δ.

γ. Αδονάϊ είναι πληθυντικός μεγαλοπρέπειας, μεγαλειότητας όπως λέει η Εγκυκλοπαίδεια του M.ELIKOT και STRONG, η BIBLE ENCYCLOPEDIA AND SPIRITUAL DICTIONARY, HASTIHNGS DICTIONARY OF THE BIBLE, INTERPRETERS DICTIONARY OF THE BIBLE, η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια, και άλλα.

δ. Χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για το Θεό, γράφεται με κεφαλαίο το «Κ» όπως στον Ης.ζ:14 (Κύριος), Ησ.μθ:22 (Αδονάϊ Γιάουε), Ψαλμ.πς:8 (Κύριος), Αμώς ε:16 (ο Κύριος), Δαν.θ:4 (Ω Κύριε).

ε. Η μόνη περίπτωση που Αδονάϊ αναφέρεται σε ανθρώπους είναι στον Έσδρα ι:3. 

3. ΓΙΑΧΒΕ  (Εβραϊκό)

α. Δεν σημαίνει «Κύριος», αλλά μεταφράστηκε έτσι.

β. Χρησιμοποιείται 6.823 φορές στο Εβραϊκό κείμενο. Είναι ο πιο συχνά χρησιμοποιημένος όρος για το Κύριος.

γ. Γιάχβε είναι το όνομα του Θεού, έχει ιδιαίτερο και μοναδικό νόημα καθώς και ιδιαίτερη χρήση.

4. ΒΑΑΛ (Εβραϊκό)

α. Σημαίνει «Επιστάτης ή Κύριος» και «σύζυγος» ή «Κύριος της Γης σαν ιδιοκτήτης», μεταφέρει τη βασική έννοια του «Κύριος».

β. Χρησιμοποιείται 161 φορές στην Εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη.

γ. Περίπου τις μισές φορές απ’ αυτές που χρησιμοποιείται, αναφέρεται σε ανθρώπους, όπως Έξοδ.κβ:8 (Κύριος της οικίας), Ιώβ λα:39 (των γεωργών) εννοεί τους ιδιοκτήτες γεωργούς.

δ. Οι άλλες μισές χρήσεις του έχουν γραφεί με την Εβραϊκή προφορά τους «Βάαλ» και αναφέρονται στον ψευδή θεό με το ίδιο όνομα (Αριθ.κβ:41 (Βάαλ), Α’ Βασ.ις:31 (Βάαλ).

5. ΚΥΡΙΟΣ

α. Προέρχεται από τη λέξη «Κύριος» που σημαίνει «δύναμη, κεφαλή, το υπέρτατο, επήρεια, εξουσία».

β. Το Κύριος γενικά αναφέρεται στη θεότητα, και συχνά συνδέεται με το όνομα Ιησούς, όπως Β’ Πέτρ.α:8, Ιούδ.4, Πράξ.η:16.

γ. Ο Ιησούς ονόμασε τον εαυτό Του Κύριο στο Mάρκ.ε:19, Λουκ.ιθ:31, Ιωάν.ιγ:13.

δ. Η λέξη «Κύριος» αντικαθιστά το Αδόν, Αδονάι και Γιάχβε στη μετάφραση των Εβδομήκοντα.