15. Είναι η Βίβλος
προϊόν πλαστογράφων;
Έντονος και επίμονος ισχυρισμός των επικριτών είναι
ότι, τα περισσότερα βιβλία της Βίβλου και, κυρίως, τα Ευαγγέλια, είναι πλαστά
έργα, ανώνυμων πλαστογράφων του 2ου ή 3ου αι. μ.Χ., που
σκοπό είχαν να λανσάρουν έναν Χριστιανισμό όπως αυτοί ήθελαν, και ότι
καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του κανόνα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης,
έπαιξαν σύνοδοι και ο Μέγας Κωνσταντίνος!
Εδώ, ο φαντασιοκόπος μυθιστοριογράφος Dan Brown, επανεμφανίζεται υπό
άλλην μορφήν, αλλά πάντως, φαίνεται ότι έκανε καλά τη δουλειά του στο βιβλίο Κώδικας Ντα
Βίντσι, αφού τη φαντασιοκοπία του αυτή την συνεχίζουν άλλοι, σοβαροί… ερευνητές.
Οι επικριτές της Βίβλου και του Χριστιανισμού, μιλούν
παντελώς αόριστα για πλαστά βιβλία της Καινής Διαθήκης και για
πλαστογράφους επηρεασμένους μάλιστα από Έλληνες φιλοσόφους που τους αντέγραψαν,
για λογοκλόπους, κ.λπ., χωρίς όμως να μας λένε συγκεκριμένα ποιοι,
πού, πότε, πώς, και γιατί, πλαστογράφησαν την Καινή
Διαθήκη, ή έστω τη νόθευσαν βαριά, ώστε να την καταστήσουν αγνώριστη,
αντιφατική και αλλοπρόσαλλη. Υπαινίσσονται βεβαίως χριστιανούς, μοναχούς,
ιερείς κ.λπ. Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους όμως, δεν επικαλούνται κανένα
αρχαίο χειρόγραφο, καμιά ιστορική μαρτυρία, κανένα σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο.
Αγνοούν και πάλι ότι, εδώ και χρόνια υπάρχει ειδικός επιστημονικός κλάδος στην
επιστήμη της Βίβλου, που λέγεται «κριτική του
κειμένου» (textual
criticism), με κορυφαίους ειδικούς και εκπροσώπους της, όπως Westcott και Hort, Hermann von
Soden, Tischendorf, Griesbach, Sir Frederic Kenyon, Rudolf Kittel, Kurt και Barbara Aland, Bruce Metzger, Ιωάννη
Καραβιδόπουλο κ.α. Όλους αυτούς και πολλούς άλλους, τους αγνοούν, και μένουν
περιχαρακωμένοι και αυτάρεσκοι γύρω από τους ισχυρισμούς τους, τρεφόμενοι με
τους ανίσχυρους ισχυρισμούς τους… Αγνοούν κριτικές εκδόσεις κειμένων, σαν αυτή
των Nestle-Aland, όπου μετά από κοπιώδεις
εργασίες επιτελείου, έχουμε στα χέρια μας ένα κείμενο κατά 99% πιστό σε σχέση
με το πρωτότυπο.
Licensed under Public domain
via Wikimedia Commons.
Ο Μαγδαληνός
πάπυρος (P64). Σύμφωνα με αναχρονολόγηση του Carsten
Peter Thiede θα πρέπει να χρονολογηθεί στο 60 μ.Χ.
Ο πάπυρος Chester Beatty I, (P45). Περιέχει τμήμα του Ευαγγελίου κατά Λουκάν.
Ο ρόλος του
Ησαΐα που βρέθηκε μεταξύ των χειρογράφων της Νεκρής Θάλασσας.
Αγνοούν ιστορικά ότι, ο Μέγας Κωνσταντίνος, δεν είχε
καμία, μα καμία απολύτως ανάμειξη με τον καθορισμό του Κανόνα των βιβλίων της
Καινής Διαθήκης (από καμιά πηγή δεν προκύπτει κάτι τέτοιο), και ότι, ο Κανόνας
ήταν ήδη γνωστός, διαμορφωμένος και ολοκληρωμένος από το τέλος του 1ου
μ.Χ. αι. (όπως προκύπτει και από τον Κανόνα Μουρατόρι του 2ου
αι.) με βάση τρία αυστηρά κριτήρια: της αποστολικότητας, της αρχαιότητας
(γραπτά μόνο του 1ου αι.) και της εκκλησιαστικότητας, ήτοι,
τα γραπτά του κανόνα έπρεπε να είναι σύμφωνα με τις διδασκαλίες της εκκλησίας.
Κείμενα που δεν πληρούσαν αυτές τις τρεις βασικές προϋποθέσεις
αυτο-αποκλείονταν από τον Kανόνα, όπως ακριβώς αυτο-αποβλήθηκαν τα λεγόμενα Απόκρυφα
και Γνωστικά κείμενα, όπως το Ευαγγέλιο
του Ιούδα, της Μαρίας της Μαγδαληνής, του Θωμά, κ.λπ., η Αποκάλυψη
του Πέτρου, του Παύλου, κ.λπ. Απόκρυφα βιβλία που προσεγγίζουν τον
αριθμό των 100 περίπου, παρήχθησαν από ευφάνταστες και αρρωστημένες διάνοιες από
τον 2ο-4ο μ.Χ. αιώνα. Καμία σύνοδος δεν τα απέκλεισε,
αφού από μόνα τους ήταν σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα! Διαβάστε απόκρυφα κείμενα
και, συγκρίνατέ τα, με τα γνήσια, και θα καταλάβετε μόνοι σας τη διαφορά!
Όσον αφορά την πλαστότητα και τη νόθευση της Καινής
Διαθήκης, αρκούμαι εδώ στη γνώμη του Sir Frederic Kenyon, πρώην διευθυντή του
Βρετανικού Μουσείου: «Μπορεί να προβληθεί με απόλυτη σιγουριά ο ισχυρισμός ότι
το κείμενο της Αγίας Γραφής είναι στην ουσία αξιόπιστο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα
για την Καινή Διαθήκη. Υπάρχουν τόσα πολλά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, των
πρώτων μεταφράσεών της και των παραθέσεων που κάνουν από αυτή οι αρχαιότεροι
συγγραφείς της Εκκλησίας, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πραγματικό κείμενο
κάθε αμφισβητήσιμης περικοπής διατηρήθηκε σε κάποια από όλες αυτές τις πηγές.
Αυτό δεν μπορεί να λεχθεί για κανένα άλλο αρχαίο βιβλίο του κόσμου» (Our Bible
and Ancient Manuscripts, σελ. 55). Ο ίδιος τόνισε ότι «τόσο η αυθεντικότητα
όσο και η γενική ακεραιότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης είναι, οριστικά
αποδεδειγμένες» (The Bible
and Archaelogy, σελ. 288). Οι νεώτεροι ειδικοί του κειμένου Kurt και Barbara Aland,
συμφωνούν, και υποδεικνύουν ότι το κείμενο είναι ουσιαστικά ορθό (βλ. The Text of the New Testament: An Introduction to the
Critical Editions and to the Theory and Practice of Modern Textual Criticism, 1987, σελ. 81, 181).
Αυτά νομίζω αρκούν, για να καταδειχθεί πόσο πολύ
πλαστογραφημένη και νοθευμένη είναι η Καινή Διαθήκη. Εκτός κι αν οι επικριτές,
ξέρουν καλύτερα και περισσότερα από τους επιφανείς ειδικούς, παλαιογράφους,
κριτικούς του κειμένου! Οι ημιμαθείς σκεπτικιστές-κριτικοί της Βίβλου, εκουσίως
αγνοούν ότι, αν καθ’ υπόθεση εξαφανιζόταν ολόκληρη η Καινή Διαθήκη και όλα τα
χειρόγραφά της, θα μπορούσε να ανασυντεθεί-ανασυσταθεί μόνο από τις παραθέσεις
χωρίων που κάνουν στα συγγράμματά τους οι Αποστολικοί Πατέρες, οι Απολογητές
και οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς από τον 2ο έως τον 3ο αι. μ.Χ.! Όπως
σημειώνουν οι Geisler και Nix, «ένας σύντομος κατάλογος… αποκαλύπτει ότι
υπάρχουν περίπου 32.000 παραθέματα της Καινής Διαθήκης πριν από τη Σύνοδο της
Νίκαιας» που εμπεριέχουν όλη την Καινή Διαθήκη! (N. Geisler and W. E. Nix, A General Introduction to the Bible, σελ. 353, 354).
Υπενθυμίζω ακόμη απλά, στους αρνητές, ότι ο Κέλσος, ο
Πορφύριος και ο Ιουλιανός, που αυτοί εκθειάζουν, χρησιμοποιούσαν προφανώς στις
παραθέσεις τους, εναντίον των Χριστιανών, το ίδιο κείμενο μ’ αυτό που υπάρχει
και σήμερα, όπως προκύπτει από μια απλή αντιπαραβολή.
Αν υπήρχαν πολλά και διάφορα κείμενα και μάλιστα
πλαστογραφημένα από τους χριστιανούς, οι πρώτοι που θα το επεσήμαναν αυτό θα
ήταν αυτοί. Αλλά αυτοί οι αρχαίοι χριστιανομάχοι, χρησιμοποιούσαν κείμενο της
Καινής Διαθήκης, που δεν έχει διαφορές απ’ αυτό που κρατάμε στα χέρια μας
σήμερα! Αν πάλι, οι χριστιανοί πλαστογράφησαν τα κείμενα, πώς τους διέφυγαν οι
τόσες πολλές αντιφάσεις που εντοπίζουν οι σημερινοί κριτικοί, και δεν φρόντισαν
να τις εξαλείψουν; Χρόνος και δυνατότητα υπήρχε, αφού αυτοί είχαν τα χειρόγραφα
και τα αντέγραφαν. Γιατί, λοιπόν, δεν είδαν τις αντιφάσεις και δεν τις
εξάλειψαν; Αυτό είναι ένα προκλητικό ερώτημα στο οποίο καλούνται οι κριτικοί
και οι σκεπτικιστές ν’ απαντήσουν!
Συγγραφέας: Τσινικόπουλος, Δημήτρης