«Γιώργο εσύ;».
Μια λαχανιασμένη, πνιγμένη φωνή,
ακούστηκε απ’ την άλλη άκρη του σύρματος. Στην απειροελάχιστη αναμονή
απάντησης, η φωνή ξανακούστηκε πιο δυνατή.
«Γιώργο εσύ;». «Ναι, εγώ είμαι, ο Γιώργος.
Ποιος στο τηλέφωνο παρακαλώ;».
«Είμαι ο Παύλος… ο Παύλος ο Πορταλάκης… Έχουμε
χρόνια να μιλήσουμε και να ειδωθούμε… Πιστεύω να με θυμάσαι… καθώς και τις
ζωηρές συζητήσεις που κάναμε πριν από χρόνια… Θυμάσαι;».
«Παύλος Πορταλάκης… Παύλος… Πο…»,
μουρμούρισε ο Γιώργος, καθώς αναδυόταν σιγά σιγά, μέσα από τη θολή μνήμη του, η
μορφή του. Παύλος Πορταλάκης… Α, ναι! Δεν ήταν κάποιος συνομήλικος φίλος του,
ήτανε μεγαλύτερος. Για ένα διάστημα τον επισκεπτότανε στο σπίτι του και κάνανε
παρέα, όσο αυτός ήταν φοιτητής της φυσικής. Αυτός ήταν από χρόνια καθηγητής της
φυσικής στο λύκειο. Τον καιρό που τον επισκεπτότανε, είχε κάνει και τη
διδακτορική του διατριβή. Ο Πορταλάκης απέβλεπε σε καριέρα Ακαδημαϊκή, στο
πανεπιστήμιο.
Τότε, σαν φοιτητής από την επαρχία, ο
Γιώργος τον είχε γνωρίσει και τον έβλεπε πότε-πότε. Κάνανε συζητήσεις γύρω από
θέματα της επιστήμης τους, αλλά και για άλλα κοινωνικά και μεταφυσικά θέματα
γενικού ενδιαφέροντος. Είχε αναπτυχθεί μια καλή φιλική σχέση μεταξύ τους.
Αργότερα, όταν ο ίδιος έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, χάθηκαν.
Κάποτε από έναν κοινό φίλο, έμαθε ότι ο Πορταλάκης είχε παντρευτεί και είχε και
μια κόρη…
Η ζωή τα ’φερε έτσι, ώστε μετά από τα
φοιτητικά του χρόνια, να τον δει μόνο μια φορά, αν και ενδιάμεσα μάθαινε τα νέα
του από κάποιους γνωστούς και φίλους. Και να, που μετά από 15 σχεδόν χρόνια,
άκουγε τη φωνή του, στο τηλέφωνο, αλαφιασμένη. Για να τον θυμηθεί έτσι, στα
ξαφνικά, κάτι θα του συνέβαινε, συλλογίστηκε.
«Γιώργο», ακούστηκε και πάλι ταραγμένη
η φωνή, «θέλω να σε δω, αν γίνεται από κοντά. Θέλω να σε δω γιατί μ’ απασχολεί
ένα σοβαρό πρόβλημα, που μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις».
«Εγώ… Μόνον εγώ;», ακούστηκε κομπιασμένη η
φωνή του Γιώργου.
«Δεν καταλαβαίνω… αλλά εάν είναι έτσι, δεν έχω
αντίρρηση να ειδωθούμε. Έτσι κι αλλιώς, ήθελα να σε δω κάποια φορά σαν παλιοί
φίλοι που ήμασταν. Έχουμε κάποια πράγματα να θυμηθούμε από τα παλιά... Πολλά να
πούμε και να θυμηθούμε».
«Ναι, φίλε μου… Ναι. Αυτά τα παλιά, αυτές οι
αγαθές αναμνήσεις που έχω από σένα, φέρνουν τα βήματά μου σε σένα… που νομίζω
ότι είσαι ο μόνος κατάλληλος… για την περίπτωσή μου», είπε και έκλεισε το
τηλέφωνο, αφήνοντάς τον σε αμηχανία.
Το ραντεβού κλείστηκε για το απόγευμα
της επόμενης μέρας. Στο σπίτι του Γιώργου. Ο Γιώργος φρόντισε να είναι μόνος
του. Η πόρτα χτύπησε στη συγκεκριμένη ώρα. Μεμιάς, πρόβαλε η γνώριμη, αγαθή
φυσιογνωμία του Πορταλάκη. Αυτή τη φορά όμως, φορτωμένη με είκοσι χρόνια πάνω
της, με μια κάποια ασπράδα στα μαλλιά και πλαδαρό κάπως το πρόσωπο.
«Ο χρόνος μάς καβατζάρισε για τα καλά…
Γιώργο μου. Το χέρι του μας έχει γραπώσει γερά…», άρχισε να λέει, όταν κατάλαβε
ότι ο Γιώργος τον περιεργαζότανε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Και ποιον
αφήνει ανέγγιχτο ο χρόνος…; Ξέρεις κανέναν;», απάντησε με φαινομενικό τόνο
αδιαφορίας στη φωνή του ο Γιώργος, αφού τον χτύπησε εγκάρδια στην πλάτη και τον
έβαλε να καθίσει στο μικρό καθιστικό.
«Απ’ τη φωνή σου, μου φάνηκες κάπως ανήσυχος»
πέρασε κατευθείαν στο θέμα ο Γιώργος για να τον διευκολύνει.
«Έχεις δίκιο. Είμαι ανήσυχος και πολύ, μα πολύ
ταραγμένος…».
Ο Πορταλάκης άρχισε να αφηγείται με κοφτά
λόγια το ιστορικό, το πρόβλημα που τον απασχολούσε, παρατρέχοντας τα χρόνια.
Είχε γίνει επιτυχημένος επιστήμων.
Ήτανε Διδάκτωρ Φυσικής. Έκανε μαθήματα προγύμνασης σε μαθητές και φοιτητές.
Είχε μια καλή γυναίκα και μια αξιολάτρευτη κόρη. Ώσπου, μια μέρα, έμαθε κάτι
που τον συγκλόνισε. Τον έκανε να πέσει από τα σύννεφα: «Η κόρη μου, μού
αποκάλυψε ότι είναι ξελογιασμένη με έναν παντρεμένο με παιδιά, κατά είκοσι
χρόνια μεγαλύτερό της. Κι ότι ήταν αποφασισμένη να τον παντρευτεί…». Ο ίδιος ο
Πορταλάκης φρόντισε να μάθει για το ποιόν του, και δεν έλαβε τις καλύτερες
συστάσεις από αυτούς που έτυχε να τον γνωρίζουν.
Ένας λυγμός φάνηκε κάποια στιγμή,
καθώς αφηγούνταν τα τελευταία γεγονότα της ζωής του. Αυτό ήταν το δράμα του.
«Μπορείς ν’ αντιληφθείς τον καημό μου;
Να ’χεις μια μοσχαναθρεμένη κόρη, να τη μεγαλώνεις μη στάξει και μη βρέξει, κι
αυτή να σε ποτίσει φαρμάκι μ’ αυτόν τον τρόπο;».
Ο Πορταλάκης στη συνέχεια αποκάλυψε
ότι πήγε και βρήκε τον φίλο της κόρης του. Του έκανε σκηνή και αυστηρή σύσταση
να διακόψουν το δεσμό τους. Εκείνος απάντησε ότι ήταν επιλογή της κόρης του. Η
κόρη του όταν το έμαθε, έγινε έξω φρενών και από τότε δεν του μιλάει… Η
κατάσταση έγινε τεταμένη και εκτός ελέγχου, αφού αναγκάστηκε κάποια στιγμή,
όπως του είπε, να τη χαστουκίσει.
Ο Γιώργος δεν απάντησε. Όσο τον
άκουγε, ανάκατα συναισθήματα τον διακατείχαν. Ήτανε κι αυτός παντρεμένος με δύο
μικρά παιδιά. Για τέτοιου είδους προβλήματα είχε ακούσει. Καταλάβαινε-όσο
μπορούσε να καταλάβει-την οδύνη ενός πατέρα που έβλεπε όλος ο κόπος και η αγάπη
του, ανάλγητα να συντρίβεται από μια παρατιμονιά της κόρης του. Εκείνο που δεν
καταλάβαινε, ήτανε, γιατί έψαξε να τον βρει ο Πορταλάκης μετά από τόσα χρόνια
απουσίας. Και γιατί να εξομολογηθεί σε αυτόν το πρόβλημά του. Τι προσδοκούσε
άραγε απ’ αυτόν; Να τον συμβουλέψει; Να συμβουλέψει την κόρη του; Ή να γίνει
κάποιο θαύμα και ν’ αλλάξουν τα μυαλά του φίλου της; Ή, απλά, ν’ ανακουφιστεί
μιλώντας; Τι απ’ όλα αυτά;
Ο Παύλος Πορταλάκης σα να μάντεψε
κάποια στιγμή τη σκέψη του, καθώς τον είδε αμίλητο και συλλογισμένο.
«Θα μου πεις, γιατί τα είπα όλα αυτά σ’ εσένα,
που είσαι κατά πολύ νεότερός μου και δεν τα εμπιστεύτηκα σ’ έναν μεγαλύτερο,
εμπειρότερο στη ζωή. Σε κάποιον έμπιστο φίλο, σε κάποιο συγγενή, τέλος πάντων.
Τι περιμένω από σένα, έτσι δεν είναι;».
Ο Γιώργος έγνεψε καταφατικά. Άφησε την
απορία να διαφανεί στο πρόσωπό του.
«Λοιπόν, άκουσε φίλε μου. Κάναμε
αρκετές φορές παρέα και κάποιες συζητήσεις για διάφορα θέματα. Διαπίστωσα ότι,
είσαι ένας ντόμπρος και ειλικρινής άνθρωπος. Και μάλιστα θεοφοβούμενος. Μου
’χες πει ότι προσεύχεσαι στο Θεό και μελετάς ιερά κείμενα, έχεις πίστη. Μου
’χαν κάνει εντύπωση κάποια πράγματα που μου ’χες πει. Ότι ο Θεός ακούει
προσευχές ειλικρινών ανθρώπων. Δεν ξέρω τι με ώθησε να αναζητήσω εσένα, μετά
από τόσα χρόνια. Θα μπορούσα να βρω έναν παπά, έναν πνευματικό, έναν εξομολόγο,
ένα θεολόγο, έναν συγγενή να του ζητήσω βοήθεια… Όμως, δεν ξέρω, γιατί δεν τους
έχω εμπιστοσύνη όλους αυτούς και στο πρόσωπό σου, μόνο, είδα τη φιλία, την
ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη… Θα ’θελα… Θα ’θελα… πώς να στο πω, να
προσευχηθείς εσύ για μένα, για το πρόβλημά μου, ή καλύτερα, αν θέλεις να
προσευχηθούμε μαζί… Να συμπροσευχηθούμε!
Έχω ανάγκη να ανακουφιστώ, και να σώσω το παιδί μου… Καταλαβαίνεις;
Πιστεύω ότι μόνο ο Θεός μπορεί να δώσει τη λύση. Αυτός είναι όπως μου έλεγες,
‘ο ακούων προσευχή’, την κραυγή του συντετριμμένου. Κι εγώ είμαι ένας
συντετριμμένος πατέρας…».
Ο Γιώργος, όση ώρα μιλούσε ο
Πορταλάκης, τον κοιτούσε στα μάτια, σιωπηλός. Ένιωσε μια παράξενη έλξη και
συγκίνηση για τον Παύλο, αυτόν που τον είχε βοηθήσει και συμπαρασταθεί, όταν
ήταν αδημιούργητος, ακόμη, φοιτητής. Ποτέ δεν περίμενε από έναν τέτοιο άνθρωπο
να του εμπιστευτεί ένα τόσο σοβαρό, προσωπικό του πρόβλημα, και να ζητήσει τη
βοήθειά του, μ’ αυτόν τον παράξενο τρόπο: με μια προσευχή… Γι’ αυτόν και την
κόρη του.
Μετά από λίγο, τον πλησίασε πιο πολύ.
Κάθισε δίπλα του, τον άγγιξε με το χέρι του.
«Άκουσε, Παύλο. Άκουσε, φίλε μου. Με
συγκίνησες με αυτά που μου είπες. Για την αγάπη, και την εμπιστοσύνη που έχεις
στο πρόσωπό μου. Ακόμη πιο πολύ με συγκίνησε το γεγονός ότι με θυμήθηκες μετά
από τόσα χρόνια απουσίας και σιωπής, και με είδες σαν ένα σωσίβιο στη δύσκολη
στιγμή σου. Δεν ξέρω… δεν ξέρω, κατά πόσο είμαι κατάλληλος εγώ, να σε βοηθήσω.
‘Πολύ ισχύει η δέησις δικαίου ενθέρμως γενομένη’, λέει κάπου η Βίβλος. Και δεν
υπάρχει αμφιβολία, ότι τους κόμπους ενός προβλήματος, θα πρέπει να τους
εναποθέτουμε με προσευχή, στα χέρια του παντοδύναμου, σ’ Αυτόν, που μπορεί
αποτελεσματικά να βοηθήσει. Ο Θεός είναι κι αυτός πατέρας, αφού είναι ο
ζωοδότης μας. Και μάλιστα, πατέρας τρυφερής συμπόνιας. Διαπαιδαγωγεί τα παιδιά
του με αγάπη. Δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Νομίζω όμως, ότι θα πρέπει και συ να
κάνεις κάποια βήματα για τη λύση του προβλήματός σου. Θα πρέπει να πλησιάσεις
την κόρη σου. Ή, να της δείξεις ότι η πόρτα είναι ακόμα ανοιχτή. Με αγάπη. Και
υπομονή. Ίσως, θα πρέπει να επανεξετάσεις και κάποιες από τις θέσεις και
αντιλήψεις σου, αν είναι ακραίες… Και θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να ζητήσεις
συγνώμη, αν παραφέρθηκες κάπως, παρ’ όλο που εσύ, βέβαια, δεν φταις για το
πρόβλημα. Θα σου θυμίσω ότι “μόνον εκ της υπερηφάνειας προέρχεται η έρις…”. Θα
έρθω αν θέλεις να συν-προσευχηθούμε», του είπε καθώς τον ξεπροβόδιζε, «γιατί με
την προσευχή κρίνουμε τον εαυτό μας και γυμνώνουμε την ψυχή μας μπροστά στον
Θεό».
Το ραντεβού, το έκλεισαν στο σπίτι του
Παύλου, τη μεθεπόμενη μέρα. Ήταν απόγευμα, ένα μουντό απόγευμα του Νοέμβρη. Οι
πρώτες χοντρές στάλες βροχής άρχισαν, όταν ο Γιώργος διάβαινε το κατώφλι του
σπιτιού του Πορταλάκη.
«Πέρασε μέσα», του είπε με βραχνή φωνή ο
Παύλος. «Πέρασε. Έχω νέα να σου πω… Μίλησα με την κόρη μου. Της μίλησε και η
μητέρα της, που πάει να πεθάνει απ’ τη στεναχώρια… Δυστυχώς, είναι αμετάπειστη.
Θέλει, λέει, να τον χωρίσει απ’ τη γυναίκα του, και να τον παντρευτεί… Ποιον;
Αυτόν, με τα δύο παιδιά του, που είναι πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης… Αυτόν…
που…».
Σταμάτησε απότομα. «Έλα, έλα, να
προσευχηθείς εσύ, για μένα. Έλα, Γιώργο
να προσευχηθούμε…». Τον έπιασε απαλά, απ’ το χέρι και μπήκαν σ’ ένα
μικρό καθιστικό. Στο βάθος, ο Γιώργος διέκρινε μια λεπτή σιλουέτα που
διακριτικά, εξαφανίστηκε.
Χωρίς, κάποια υπόδειξη, ή κάποια
προτροπή, όρθιος έσκυψε το κεφάλι. Σταύρωσε τα χέρια. Περίμενε τις πρώτες
λέξεις από τον Γιώργο.
«Πατέρα μας, ο εν τοις ουρανοίς, εσύ
που ακούς την προσευχή των ταπεινών», άρχισε να λέει ο Γιώργος… Δεν πρόλαβε να
ολοκληρώσει τα λόγια του, και τα συμπλήρωσε ο Πορταλάκης, με τρόπο αυθόρμητο.
«Πατέρα μας, εσύ που ακούς προσευχή… εισάκουσε και τη δική μου, την κραυγή ενός
πονεμένου πατέρα… Δός μου φως από το φως σου, δώσε λύση στο πρόβλημά μου… Κάνε
να γαληνέψει η καρδιά μου… Κι αν φώναξα, ή έβρισα κάποιον, που δεν το ήθελα,
συγχώρεσέ με. Δώσε μου κουράγιο και δύναμη ν’ αντιμετωπίσω ό,τι μ’ απασχολεί.
Εσύ γνωρίζεις καλύτερα από μας το πώς, και το γιατί, αφού είσαι καρδιογνώστης.
Ποια είναι η λύση. Γνωρίζεις ότι σαν πλάσματά σου, είμαστε ατελείς και
σφάλουμε… Συγχώρεσέ με αν παραφέρθηκα στο παιδί μου…».
Ήτανε μια σύντομη, άμεση, γνήσια και
απλή προσευχή. Από τα βάθη της καρδιάς του. Ο Γιώργος, με σκυμμένο το κεφάλι,
συνεπαρμένος, άκουγε τη σπαρακτική φωνή αυτού του πατέρα, του παλιού φίλου, που
τον συγκλόνισε. Κάθισε μετά από λίγο, δίπλα του, κι άρχισαν να συζητούν
χαμηλόφωνα.
«Αισθάνομαι ανακουφισμένος, σαν να μπήκε
βάλσαμο στις πληγές μου… Είναι αποτέλεσμα της προσευχής; Θα λυθεί, άραγε, το
πρόβλημά μου, από τον μεγαλοδύναμο;», ρώτησε σκεπτικός. Ο Γιώργος χαμογέλασε.
Δεν του αποκρίθηκε, αμέσως.
«Ο Θεός έχει τρεις τρόπους ν’ απαντά στις
προσευχές, φίλε μου. Μπορεί να πει ‘ναι’. Μπορεί να πει ‘όχι’. Ή να πει:
‘περίμενε’. Εσύ πρέπει αν χρειαστεί να επανέλθεις στα αιτήματά σου. Αφού
διάλεξες σα λύση και φάρμακό σου, την προσευχή, μη σταματάς. Συνέχισε να
προσεύχεσαι. Καλλιέργησε μια διαρκή, καλή σχέση με τον ουράνιο πατέρα. Να
ξέρεις ότι, κανείς δεν προσευχήθηκε από καρδιάς, χωρίς να μάθει κάτι απ’ αυτό.
Ακόμα, να ξέρεις ότι, ο Θεός γράφει ίσια γράμματα πάνω σε στραβές γραμμές! Δεν
ξέρεις τι τροπή μπορεί να λάβει το πρόβλημά σου! Ταυτόχρονα, προσπάθησε να
καλλιεργήσεις καλές σχέσεις με την κόρη σου. Δεν θα το ξεχάσεις ποτέ αυτό,
όποια κι αν είναι η έκβαση. Οι προσευχές απαιτούν έργα, όχι μόνο λόγια. Έργα
σύμφωνα με τα αιτήματα. Όμως, μερικές φορές, ίσως, πρέπει να πληρώσουμε για τα
λάθη μας, πριν δοθεί κάποια έκβαση στο πρόβλημα».
«Να, γιατί σε φώναξα να προσευχηθείς
μαζί μου μετά από τόσα χρόνια», είπε ο Παύλος, μόλις τον είδε να ετοιμάζεται να
φύγει. «Να, γιατί ένιωσα την ανάγκη να σε ξαναδώ, και να ξαναμιλήσω μαζί σου,
μετά από τόσο καιρό. Ξέρεις, κάποιοι άνθρωποι δεν ξεχνιούνται. Όσο κι αν έχουμε
χρόνια να τους δούμε, όταν είναι ντόμπροι, ειλικρινείς και καθαροί στην καρδιά…
Είναι η ομορφιά της ψυχής τους που δεν ξεχνιέται. Και κάποιοι άλλοι, που τους
βλέπουμε σχεδόν κάθε μέρα, αλλά δεν μας αγγίζουν… Είναι σαν να μην έχουμε επαφή
μαζί τους, γιατί είναι…». Κόμπιασε.
«Τα λόγια σου, να ξέρεις, ήτανε
βάλσαμο στις πληγές μου, φίλε μου».
«Ο Θεός, η προσευχή, η ταπεινοφροσύνη
σου, και ο χρόνος, θα δώσουν κάποια λύση, στο πρόβλημά σου», απάντησε ο Γιώργος
καθώς τον αποχαιρέτισε εγκάρδια. «Ίσως ο
Θεός να μην χρειάζεται την προσευχή μας, αλλά η ζωή μας χρειάζεται την
προσευχή». Ο Πορταλάκης τον αγκάλισε και τον φίλησε.
Μετά απ’ αυτήν τη σύντομη συνάντηση,
ξαναχάθηκαν. Οι δουλειές, οι ευθύνες, τα παιδιά, η καθημερινότητα… Είχαν
περάσει δύο χρόνια περίπου, χωρίς να επικοινωνήσουν, όταν ο Πορταλάκης πήρε στο
τηλέφωνο τον Γιώργο, ξαφνικά και πάλι.
«Πήρα, φίλε μου, να σ’ ευχαριστήσω που
με συμπαραστάθηκες σ’ εκείνη τη δύσκολη περίπτωση. Με συγχωρείς, που δεν σου
τηλεφώνησα τόσο καιρό. Άργησα, το ξέρω, αλλά δεν σε ξέχασα. Δεν σε ξεχνώ ποτέ.
Ιδιαίτερα, τα τελευταία λόγια σου. Προσευχήθηκα, αρκετές φορές. Δεν είδα κάποια
θαυματουργική λύση στο πρόβλημά μου, όπως ενδόμυχα περίμενα. Μεταξύ μας,
περίμενα κάποιο θαύμα, αν και δεν τα πολύ-πιστεύω τα θαύματα… Δεν ξέρω γιατί…
αλλά έμεινα στις τελευταίες λέξεις σου: η ταπεινοφροσύνη και ο χρόνος… Και σε
μια παράξενη φράση σου: «Ο Θεός γράφει ίσια γράμματα πάνω σε στραβές γραμμές…».
Κατάλαβα, ακόμη ότι, μερικές φορές, πρέπει να πληρώσουμε για τα λάθη μας. Ναι,
να πληρώσουμε, όλοι. Ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, εκείνο θερίζει. Έτσι μου ’λεγες
από παλιά. Κι ύστερα, θα φανεί, ίσως, η λύση, η έκβαση. Ο χρόνος φίλε μου,
έδωσε λύση, όχι, ιδανική βέβαια, αλλά κάποια λύση. Η κόρη μου παντρεύτηκε τον
εκλεκτό της καρδιάς της. Είναι ήδη έγκυος απ’ αυτόν. Αυτός χώρισε με τη γυναίκα
του, που δέχτηκε να του δώσει γρήγορα διαζύγιο. Έχει βρει ο ίδιος μια σταθερή
δουλειά και κάπως, κάπως λέω, το νερό μπήκε στ’ αυλάκι. Δεν είναι η πρώτη, ούτε
η τελευταία που τα φτιάχνει μ’ έναν χωρισμένο, με παιδιά. Η γυναίκα μου,
βέβαια, δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με την όλη κατάσταση. Εγώ, όμως, έμαθα να
μην απελπίζομαι. Έμαθα να αγωνίζομαι, να κατανοώ, να συγχωρώ. Κι αυτό το οφείλω
στο Θεό, και σ’ εσένα που μου το υπέδειξες. Να ’σαι καλά, φίλε μου. Δεν θα
ξεχάσω ποτέ το καλό που μου ’κανες… Να ’σαι καλά».
Ένας ελαφρύς λυγμός ακούστηκε και πάλι
από το τηλέφωνο. Και πριν προλάβει ο Γιώργος, ν’ απαντήσει, άκουσε το ακουστικό
να κλείνει. Απαλά.
Συγγραφέας: Τσινικόπουλος, Δημήτρης