Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.
Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018
Γραφές και παραδόσεις (14)
Ας
δοκιμάσουμε τη γνησιότητα και το κύρος των 85 αποστολικών Κανόνων,
καταχωρώντας μόνο τον τελευταίο.
Έξωθεν δε υμίν προσιστορείσθω μανθάνειν υμών τους νέους την Σοφίαν του
πολυμαθούς Σειράχ. Ημέτερα δε (τουτέστι της Καινής Διαθήκης) Ευαγγέλια τέσσαρα,
Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννου. Παύλου επιστολαί δεκατέσσαρες, Πέτρου
επιστολαί δύο, Ιωάννου τρεις, Ιακώβου μία, Ιούδα μία, Κλήμεντος επιστολαί δύο, και αι Διαταγαί υμίν τοις επισκόποις δι' εμού
του Κλήμεντος, εν όκτώ βιβλίοις προσπεφωνημέναι, (ας ου χρή δημοσιεύειν επί
πάντων δια τα εν αυταίς μυστικά), και αι Πράξεις ημών των Αποστόλων.
Αν ελέγξουμε το
περιεχόμενον του παραπάνω κανόνα, του τελευταίου της σειράς των 84 προηγουμένων
του, θα διαπιστώσουμε ότι το έργο αυτό είναι ψευδεπίγραφο και ότι στερείται
ολωσδιόλου της αποστολικής αυθεντίας, διότι:
1)Καμία
από τις πέντε Οικουμενικές Συνόδους που προηγήθηκαν της Πενθέκτης Συνόδου, δεν
αναγνώρισε το αποστολικό κύρος των 85 αυτών Κανόνων. Συνεπώς ή οι πέντε
προηγούμενες Σύνοδοι έσφαλαν και η Πενθέκτη διόρθωσε το λάθος τους,
επικυρώνοντας τους κανόνες σαν αποστολικούς, ή η Πενθέκτη έσφαλε επειδή δεν
συμμορφώθηκε με την κρίση των προηγουμένων Συνόδων.
2)Ο
κατάλογος των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, όπως τον παρουσιάζει ο 85ος
κανόνας, δεν εγκρίθηκε από καμία Οικουμενική ή τοπική Σύνοδο και τούτο φυσικά
επειδή δεν αναγνωρίστηκε σαν κατάλογος αποστολικής προέλευσης.
3)Η
τελευταία φράση του 85ου κανόνα «αι πράξεις ημών των Αποστόλων» φράση που
αντιπροσωπεύει τις υπογραφές των αποστόλων, μπορεί να χαρακτηρισθεί
πλαστογραφία, επειδή, καθώς και ο καθ. Καρμίρης σωστά παρατηρεί, αν οι 85
κανόνες ήταν έργο των αποστόλων «θα περιελαμβάνοντο στον κανόνα των βιβλίων της
Καινής Διαθήκης».
4)Τέλος
η φράση «αι Διαταγαί υμίν τοις επισκόποις δι' εμού Κλήμεντος, εν οκτώ βιβλίοις
προσπεφωνημέναι (ας ου χρη δημοσιεύειν επί πάντων δια τα εν αυτοίς μυστικά ...
») φράση ενός πλαστογραφημένου κειμένου, μαρτυρεί από ποιας ποιότητας κείμενα
υποστηρίζεται η θεωρία των «μυστικών παραδόσεων» στην οποία τόσον συχνά γίνεται
προσφυγή για να υποστηριχθούν έξω-βιβλικές παραδόσεις των αποστόλων.
Εφόσον λοιπόν
αποδεικνύεται, και πιστεύουμε αρκετά, ότι η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος
πλανήθηκε επικυρώνοντας νόθες, όχι αποστολικές παραδόσεις, αυτό ασφαλώς
σημαίνει ότι το δόγμα του αλάθητου της Εκκλησίας είναι δόγμα ασταθές και
πλανεμένο. Αν δε έχουμε τόσο σαφείς μαρτυρίες ότι μία τουλάχιστον Οικουμενική
Σύνοδος απέδωσε κύρος απόλυτο και υποχρεωτικό σε δόγματα άγνωστης προέλευσης,
ποιος είναι ο πλέον ικανός και αρμόδιος να μας εγγυηθεί ότι η ίδια είτε και οι
προηγούμενες Σύνοδοι δεν υπέπεσαν σε παρόμοιου είδους αστοχίες και πλάνες;
Κατά την Ορθόδοξη
Εκκλησία όμως, το ερώτημα αυτό δεν έχει καμία θέση επειδή η Εκκλησία αποφασίζει ότι έχει δικαίωμα ν'
αποφασίζει. Επομένως, αποκλείει κάθε είδους κριτική συζήτηση. Διαβεβαιώνει, με
άλλα λόγια το αλάθητό της «αλαθήτως» έτσι ώστε κι' αν ακόμα κατά την πλέον
στοιχειώδη λογική, επίσημες αποφάσεις της ευρίσκονται να είναι συγκρουόμενες ή
λανθασμένες, να υποχρεώνεται ο άνθρωπος να τις δέχεται σαν αρμονικές και
αλάνθαστες.
Ιδού αμέσως ένα
κλασικό παράδειγμα: Η τοπική σύνοδος της Λαοδικείας επικύρωσε το βιβλίο Βαρούχ
μεταξύ των θεόπνευστων βιβλίων της Π. Διαθήκης, ενώ αργότερα η τοπική σύνοδος
της Καρθαγένης δεν αναγνώρισε το Βαρούχ σαν θεόπνευστο και αντί αυτού
αναγνώρισε δύο άλλα, το Τωβίας και το Ιουδήθ.
Ως προς την Κ.
Διαθήκη, η σύνοδος της Λαοδικείας αναγνώρισε την Αποκάλυψη του Ιωάννη σαν
βιβλίο θεόπνευστο ενώ η μετέπειτα σύνοδος της Καρθαγένης απέρριψε το ίδιο
βιβλίο από τον κανόνα. Παρόλα αυτά, η οικουμενική σύνοδος στο Τρούλλω,
επικύρωσε τα πεπραγμένα και των δύο αυτών συνόδων προσδίδοντας έτσι στις
συγκρουόμενες αποφάσεις τους το κύρος του αλάθητου.
Κατηγορείται η
Διαμαρτυρομένη Εκκλησία σαν λανθασμένη και ανθρωποσύστατη επειδή δεν έχει και
τα τέσσερα διακριτικά γνωρίσματα της Θεοσύστατης εκκλησίας, συγκεκριμένα ότι
δεν είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, γνωρίσματα που πρέπει να
διακρίνουν την αληθινή Εκκλησία του Χριστού.
«Η έξ υπαρχής ανίδρυσις της (Προτεσταντικής)
Εκκλησίας» γράφει ο
Ανδρούτσος, «αντέκειτο προς τον θεοσύστατον της Εκκλησίας
χαρακτήρα, υπό του Κυρίου και ουχί υπό των ανθρώπων καθιδρυθείσης».
«...Η (Διαμαρτυρομένη) Εκκλησία τον 16ον αιώνα το
πρώτον ιδρυθείσα, και είτα εις πολυειδείς αιρέσεις κατατμηθείσα δεν δύναται να
είναι μήτε μία μήτε Καθολική»
Όταν όμως
θεωρούμε την ενότητα σαν το κριτήριο της Χριστιανικής αλήθειας αυτό σημαίνει
ότι θεωρούμε και ολόκληρο το οικοδόμημα του Χριστιανισμού σαν κτισμένο πάνω
στην άμμο, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ουδέποτε ο Χριστιανισμός
βρέθηκε ενωμένος. Γνωρίζουμε φυσικά, ότι οι διαιρέσεις και τα σχίσματα στον
Χριστιανισμό δεν πρωτοφάνηκαν ούτε με τον Λούθηρο ούτε με τους άλλους
μεταρρυθμιστές. Όποιος μελετά αμερόληπτα την ιστορία του Χριστιανισμού,
διαπιστώνει ότι οι διαιρέσεις και τα σχίσματα ήταν πνευματικές αρρώστιες από
τις όποιες υπέφερε τρομερά κι' αυτή ακόμα η αποστολική Εκκλησία.
Ας ακούσουμε τον
απόστολο Παύλο τί γράφει προς τους Κορινθίους:
«έκαστος από σας λέγει· Εγώ μεν είμαι του
Παύλου, εγώ δε του Απολλώ, εγώ δε του Κηφά, εγώ δε του Χριστού. Διεμερίσθη ο
Χριστός;» αναφωνεί ο απόστολος.
Τα σχίσματα και
οι αιρέσεις του Χριστιανισμού στους πρώτους αιώνες δεν φάνηκαν έξω από την
Εκκλησία, αλλά μέσα, μεταξύ των μελών της, γεγονός που μαρτυρεί ότι από την
αρχή της μέχρι σήμερα, η Εκκλησία του Χριστού ουδέποτε εξωτερικά δεν σχημάτισε
ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα. Είναι εξάλλου εύκολο να μάθουμε ότι, πριν ακόμα
φανεί στην σκηνή της ιστορίας ο Λούθηρος οι εκκλησίες είχαν προ πολλού αρχίσει
ν' αποσχίζονται η μία από την άλλη και ν' αφορίζει η μία την άλλη, καθώς λ.χ. η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αφόρισε την Ελληνική Καθολική Εκκλησία, και η τελευταία
την πρώτη. Αργότερα δε η Παλαιοκαθολική Εκκλησία αφόρισε την Ρωμαιοκαθολική και
η τελευταία την πρώτη, κ.ο.κ.
Από πλευράς
οργάνωσης και διδασκαλίας, καθώς η Ανατολική ή η Δυτική Εκκλησία, έτσι και κάθε
άλλη Εκκλησία έχει το δικαίωμα ν' ανακηρύξει τον εαυτόν της σαν μία Εκκλησία.
Και στον Προτεσταντισμό ακόμα, που φαίνεται σαν ο πλέον διηρημένος κλάδος της
Χριστιανοσύνης, η Λουθηριανή Εκκλησία, η Αγγλικανική, η Μεθοδιστική, η
Ευαγγελική κ. λ., μπορούν η καθεμία να παρουσιάζεται σαν μία Εκκλησία εφόσον η
καθεμία διδάσκει το ίδιο δόγμα κι έχει τον ίδιο Ποιμένα.
Όταν κατηγορείται
η Διαμαρτυρομένη Εκκλησία σαν ανθρωποσύστατη και λανθασμένη επειδή δεν είναι
μία αλλά διηρημένη, τότε με το ίδιο κριτήριο κατηγορείται ολόκληρη η
Χριστιανική θρησκεία σαν ανθρωποσύστατη και λανθασμένη, διότι και ο
Προτεσταντισμός είναι κι' αυτός ένας κλάδος της Χριστιανικής θρησκείας.
Δικαιολογημένα τότε οι Μωαμεθανοί και οι Βουδιστές μπορούν να μας πουν: «Είστε
διηρημένοι, κι αυτό αποδεικνύει ότι η Χριστιανική σας θρησκεία δεν είναι η
αληθινή θρησκεία».
Ας μην ξεχνάμε
ότι η θεοσύστατη Εκκλησία του Χριστού δεν είναι ορατή οργάνωση αλλά πνευματικός
οργανισμός - ούτε είναι αληθινή όταν εξωτερικά φαίνεται σαν μία, αλλά εφόσον
είναι ένα με την Κεφαλή, τον Χριστό. (Α' Κορ.ιβ:13).