Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Γραφές και παραδόσεις (12)

ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Το δόγμα του αλάθητου, η Ορθόδοξη Εκκλησία το στηρίζει στην α priori υπόθεση ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε στην Εκκλησία που Αυτός ίδρυσε να υποπέσει σε δογματικά σφάλματα και πλάνες. Συνεπώς, οι όροι πίστης και τα δόγματα που έχει διατυπώσει η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να θεωρούνται σαν αλάθητα, αμετακίνητα και υποχρεωτικά για κάθε Χριστιανό που επιθυμεί να είναι μέλος της αληθινής του Χριστού Εκκλησίας.

Ιδού η διδασκαλία:

«... παν ό,τι διδάσκουσι πάντοτε και πανταχού οι 'Ορθόδοξοι ποιμένες η θεσπίζουσιν εν Οικουμενική Συνόδω συνερχόμενοι», γράφει ο καθ. Ανδρούτσος, «αδύνατον να είναι πεπλανημένον, σαν εν τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος αποφαινόμενοι». 

«Περί δε της Καθολικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, φαμέν, ότι έστι μεν ανεπισφαλής, οία ποδηγετουμένη υπό της ιδίας κεφαλής, ήτις έστιν ο Χριστός, η αυτοαλήθεια, και διδασκομένη υπό του Πνεύματος της Αληθείας. Αδύνατον ούν παρά ταύτα σφάλλεσθαι διό και «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» τω Αποστόλω κατωνόμασται». 

Εάν η εγγύηση του αλάθητου είχε δοθεί στην Εκκλησία από τους θεμελιωτές της σαν μία εγγύηση άνευ όρων, όπως την παρουσιάζει η παραπάνω διδασκαλία, στην περίπτωση αυτή το αλάθητο θα έπρεπε να φανερωθεί, κατά πρώτο λόγο, στις ίδιες τις αποστολικές εκκλησίες. Με άλλα λόγια, η τότε προσωπική επαφή των αποστόλων με την Εκκλησία του πρώτου αιώνα μ. Χ. θα έπρεπε, κατά φυσικό λόγο, να είχε εξασφαλίσει το άνευ όρων αλάθητο πρώτιστα στην Εκκλησία εκείνη παρά στην Εκκλησία των μετέπειτα εποχών.

Κι' όμως, στα κείμενα της Καινής Διαθήκης διαβάζουμε ότι οι απόστολοι απηύθυναν σε πολλές από τις τότε εκκλησίες αυστηρές επιπλήξεις, ελέγχοντας επισκόπους και εκκλησιάσματα επειδή είχαν λοξοδρομήσει σε ζητήματα πίστης και ηθικής.

Ο Κύριος Ιησούς απειλεί, δια του αποστόλου Ιωάννη, τον άγγελο της εκκλησίας Λαοδικείας ότι θα τον εξεμέσει εκ του στόματός Του,  και τον άγγελο της εκκλησίας των Σάρδεων ότι θα τον κτυπήσει με κρίση αν δεν μετανοήσει.

Ο απόστολος Παύλος ονομάζει τους Γαλάτες Χριστιανούς «ανόητους» επειδή είχαν μετατεθεί σε άλλο ευαγγέλιο και άφησαν τη σάρκα να σκεπάσει το Πνεύμα, τους δε Κορίνθιους, ο ίδιος απόστολος, επιπλήττει γιατί έπεσαν θύματα ψευδοδιδασκάλων οι όποιοι απέρριπταν το αποστολικό δόγμα της ανάστασης των σωμάτων.

Ανατρέχοντας, εξάλλου, στα κείμενα των Ευαγγελίων, βλέπουμε ότι λίγο πριν ο Κύριος Ιησούς τιμήσει τον απόστολο Πέτρο με τα λόγια, «συ είσαι Πέτρος, και επί ταύτης της πέτρας θέλω οικοδομήσει την εκκλησίαν μου», τον κατηγόρησε σαν ασυνείδητο όργανο του Σατανά, «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά· διότι δεν φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων», ενώ έναν άλλον μαθητή Του ο Κύριος τον αποκάλεσε «Διάβολον». Ο ένας τον πρόδωσε, ο άλλος τον αρνήθηκε. Αυτός δε ο τελευταίος, ο Πέτρος, μετά που ο Κύριος τον αποκατέστησε ηθικά, τον βλέπουμε να υποκρίνεται από ψυχική αδυναμία του σε ζητήματα δόγματος, γεγονός που ανάγκασε τον απόστολο Παύλο να τον ελέγξει δημοσία και αυστηρά για την πτώση του.

Το προνόμιο του αλάθητου το παραχώρησε ο Κύριος αποκλειστικά στα μέλη του αποστολικού κύκλου με τον ειδικό σκοπό τα όργανα αυτά, υπό την πλήρη έμπνευση του Πνεύματος, να διατυπώσουν ακριβώς και επαρκώς τα δόγματα της Σωτηρίας, μια φορά και για πάντοτε. Η διατύπωση δε αυτή του Ευαγγελίου της Σωτηρίας από τους αποστόλους είναι πράγματι επαρκής σε σημείο ώστε ο άνθρωπος που ερευνά για την αλήθεια να την βρίσκει στις Γραφές πλήρη και θετική.

Βεβαίως, ο απόστολος Παύλος ονομάζει την Εκκλησία «στύλον και εδραίωμα της αληθείας» τούτο όμως δεν σημαίνει ότι με τον χαρακτηρισμό του αυτόν ο απόστολος αναγνώρισε το προνόμιο του αλάθητου στη μεταποστολική Εκκλησία. Η αληθινή Εκκλησία του Χριστού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας», σαν ο πιστός φύλακας της καλής παρακαταθήκης, δηλαδή του Ευαγγελίου της Αλήθειας, το όποιο η Εκκλησία διατάχθηκε να φυλάξει ακέραιο καθώς το παρέλαβε, και ακέραιο να το παραδώσει στις μετέπειτα γενιές.

Ας επαναλάβουμε στο σημείο τούτο τα λόγια του Ειρηναίου:

«Αυτό (το ευαγγέλιο) αρχικώς (οι απόστολοι) το κήρυξαν, κατόπιν δια θελήματος Θεού το μετέδωσαν εις ημάς δια των Γραφών, που αποτελούν το εδραίωμα και τον στύλον της πίστεώς μας»

Ώστε οι Γραφές πρέπει να ταυτίζονται με το νόημα της Εκκλησίας σαν «στύλου και εδραιώματος της αληθείας» και τούτο αφενός διότι οι Γραφές υποστηρίζουν και οικοδομούν την αληθινή εκκλησία αφετέρου επειδή η αληθινή εκκλησία φυλάσσει στους κόλπους της άσβεστο και θριαμβευτικό το φως των Γραφών.

Ας μην ξεχνάμε ότι πουθενά στα γραπτά τους οι απόστολοι δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα στη μεταποστολική Εκκλησία ν' ανακηρύττεται η ίδια αλάθητη ή να δογματίζει και να διατυπώνει υποχρεωτικούς όρους πίστης.

Οι αλάθητοι που δογμάτισαν και διατύπωσαν τους όρους της Χριστιανικής πίστης ήταν μόνον οι απόστολοι, οι όποιοι, καθώς δείξαμε, χρίσθηκαν επίτηδες για το έργο αυτό. Αλλά το έργο της μεταποστολικής Εκκλησίας δεν ήταν παρά να φυλάσσει με πιστότητα την αλήθεια που παρέλαβε από τις θεόπνευστες πηγές, κι' επίσης να παραδίδει αυτή την αλήθεια ανόθευτη στις μετέπειτα γενιές. «Την καλήν παραθήκην φύλαξον... ά ήκουσας παρ' εμού δια πολλών μαρτύρων ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι». Και γίνεται φυσικά φανερό ότι ο φύλακας μιας αλήθειας η ενός βιβλίου δεν είναι απαραίτητο να κατέχει και το προνόμιο του αλάθητου. Πρέπει να είναι προσεκτικός και πιστός εις ό,τι φυλάσσει, αλλά δεν χρειάζεται να είναι και αλάθητος. Όταν ο απόστολος Παύλος παρότρυνε τον μαθητή του Τιμόθεο να φυλάξει την παρακαταθήκη του Ευαγγελίου δεν τον αναγνώρισε φυσικά και σαν αλάθητο. Εξάλλου, η Εβραϊκή Συναγωγή φύλαξε επί πολλούς αιώνες, και με θαυμαστή πιστότητα, την παρακαταθήκη του Μωσαϊκού Νόμου και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς να είναι αλάθητη ή να διεκδικήσει ποτέ τέτοιο προνόμιο. Αυτοί είναι λόγοι για τους όποιους υποστηρίζουμε ότι το δόγμα περί του αλάθητου της Εκκλησίας είναι το πρώτο λανθασμένο δόγμα.

Το δόγμα του αλάθητου της Εκκλησίας το θέσπισε και το επέβαλε η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία για να επενδύσει με το πρέπον κύρος όλα τα έξω των Γραφών δόγματα και τους όρους πίστης που έχει επιβάλει σαν «παραδόσεις». Διότι είναι ευνόητο ότι χωρίς το δόγμα του αλάθητου της Εκκλησίας, ολόκληρο το σύστημα των παραδόσεων διαλύεται.

Ρωτάμε: Ποιες παραδόσεις έχει διασώσει η αλάθητη εκκλησία; Και μας απαντούν : «Τις αποστολικές παραδόσεις».

«... Γνώρισμα ειδικόν και απαραίτητον γνήσιας και αναλλοιώτου Παραδόσεως», γράφει ο "Ανδρούτσος, «είναι ότι προέρχεται παρά των 'Αποστόλων αυτών...» . Του αποστολικού τούτου χαρακτήρος αντέχεται ισχυρώς η Ορθόδοξος Εκκλησία, απαναινομένη πάσαν καινοτομίαν και νεωτερισμόν, πολυειδώς δε προφέρουσα την δόξαν ότι «τα πάντα είληπται παρά των Αποστόλων, αι τε δια γραφής και δια λόγου παραδόσεις δια των πατέρων αφίκοντο μέχρις ημών»

Ο όρος όμως «αλάθητο της Εκκλησίας» σημαίνει ότι η καθεμία από τις επτά αρχαίες Οικουμενικές Συνόδους δεν έσφαλε σε τίποτε απολύτως, επειδή και σε μία μόνη περίπτωση αν έσφαλαν, τότε φυσικά το αλάθητο της Εκκλησίας δεν μπορεί να υποστηριχτεί σοβαρά.

Εδώ θα αρκεστούμε να παρουσιάσουμε μία τέτοια περίπτωση κατά την οποία η Πενθέκτη εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδος, 692 μ.Χ. πλανήθηκε, επικυρώνοντας και επιβάλλοντας 85 κανόνες μολονότι οι κανόνες αυτοί δεν παραδόθηκαν από τους αποστόλους. Είναι οι αυτοκαλούμενοι «Κανόνες των Αγίων Αποστόλων» για τους όποιους θ’ αφήσουμε να μας μιλήσει ο καθ. I. Καρμίρης:

«Οι λεγόμενοι «Κανόνες των Αγίων Αποστόλων» δεν είναι όπως πίστευαν μέχρι της ιστ' εκατονταετηρίδας, γνήσιο έργο των Αποστόλων, οπότε και θα περιελαμβάνοντο στον κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, αλλά ανήκουν σε αρχαία ψευδεπίγραφη κανονική συλλογή . . . Πάντως λόγω της αρχαιότητος και της μεγάλης αξίας αυτών, και της επικύρωσης από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, απέκτησαν οι λεγόμενοι Αποστολικοί Κανόνες κύρος οικουμενικό και υποχρεωτικό, όπερ αναγνωρίστηκαν από εμάς και όλα τα Ελληνικά Συντάγματα».

Εδώ όμως γίνεται φανερόν ότι η υποστήριξη αλάθητου της Εκκλησίας, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων, προσκρούει σε αντιθέσεις. Εφόσον κατά τον Ανδρούτσο, «Γνώρισμα απαραίτητο γνήσιας και αναλλοίωτης παράδοσης είναι ότι προέρχεται από τους αποστόλους» αυτό φυσικά σημαίνει ότι και η Παράδοση των 85 αποστολικών Κανόνων πρέπει, κατά τον ίδιο συγγραφέα, να θεωρηθεί γνήσια και αναλλοίωτη σαν προερχομένη από τους αποστόλους.

Μολαταύτα ο Καρμίρης, καθώς και όλοι οι νεότεροι κριτικοί των κειμένων, συμφωνεί ότι «οι λεγόμενοι Κανόνες των «Αγίων Αποστόλων» δεν είναι έργο γνήσιο των αποστόλων, και συνεπώς δεν είναι γνήσια και αναλλοίωτη παράδοση.

Ένα λοιπόν από τα δύο: Ή οι 85 Αποστολικοί Κανόνες, είναι έργο των Αποστόλων και συνεπώς καλώς επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο ή δεν είναι γνήσιο έργο των Αποστόλων οπότε η Πενθέκτη Σύνοδος πλανήθηκε προσδίδοντας στους κανόνες αυτούς κύρος οικουμενικό και υποχρεωτικό.