Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Γραφές και παραδόσεις (21)

Διδάσκεται ότι η πίστις μας πρέπει να είναι θεμελιωμένη όχι μόνον στις Γραφές αλλά και στις παραδόσεις.

«Η Ορθόδοξη Εκκλησία» γράψει ο Ανδρούτσος  «δοξάζει ότι πηγαί της Χριστιανικής διδασκαλίας είναι δύο, ένθεν μεν η Αγία Γραφή, ένθεν δε η Ιερά Παράδοσις, η άγραφος δηλαδή διδασκαλία, η διά ζώσης φωνής εις την Εκκλησίαν υπό των Αποστόλων παραδοθείσα, και εν ταις Συνόδοις, τοις Πατράσι και τη πράξει της Εκκλησίας φερομένη».

Είναι μάλλον περιττό να επανέλθουμε στο θέμα των πηγών της Χριστιανικής πίστης, επειδή δείξαμε ήδη ότι τόσο η Αγία Γραφή όσο και οι αποστολικοί Πατέρες και ιδιαίτερα ο Ειρηναίος, δεν αναγνωρίζουν παρά μία πηγή της Χριστιανικής πίστης, τις Γραφές.

Ας δούμε, όμως, πώς ο παραπάνω συγγραφέας, δεχόμενος τη θεωρία των δύο πηγών, διατυπώνει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των Γραφών αφενός και των Παραδόσεων αφετέρου:
«Η σχέσις κατά ταύτα της Παροδόσεως προς την ιεράν Γραφήν είναι εξ όσων είπομεν προφανής. Η παράδοσις δηλαδή ως προίουσα εκ της αυτής αλαθήτου αρχής, εξ ης και η Αγία Γραφή, είναι πηγή Χριστιανικής αληθείας ισοστάσιος προς την Γραφήν. Ως δε αύτη είναι αληθής, ούτω και η παράδοσις ουδαμώς δύναται ν' αντιφάσκη προς την Γραφήν...»

Αφού λοιπόν «η παράδοσις ουδαμώς δύναται ν' αντιφάσκη προς την Γραφήν», στηριζόμαστε στα ίδια τα λόγια του και συμπεραίνουμε ότι, εφόσον αποδειχθεί μία παράδοση ασύμφωνη με την Γραφήν, πρέπει χωρίς δισταγμό, η παράδοση αυτή ν' απορριφθεί σαν νόθος. Στο συμπέρασμά τους όμως αυτό οι οπαδοί των παραδόσεων δεν μένουν σταθεροί διότι με μία τέτοια μέθοδο, πρέπει ν' απορριφθούν πολλές παραδόσεις σαν ασύμφωνες και συγκρουόμενες με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Για να περισώσουν λοιπόν τις παραδόσεις αυτές αναιρούν σε άλλο μέρος το « ισόκυρον και ισοδύναμον και ισοστάσιον»   της Γραφής προς τις παραδόσεις και τοποθετούν τις παραδόσεις υπεράνω της Γραφής, αντιφάσκοντας έτσι προς εαυτούς. Μας λέει ο Ανδρούτσος:

«Ορθώς ο Ευγένιος Βούλγαρης ως υπέρτατον δικαστήν της Χριστιανικής διδασκαλίας εκδέχεται όχι την Γραφήν αλλά την Εκκλησία» (δηλαδή την Παράδοση)

Και αλλού επίσης:

«Η Εκκλησία (δηλαδή η Παράδοση) έχει την εξουσίαν ώστε με τας συνόδους τας Οικουμενικάς να δοκιμάζη τας Γραφάς».

Και άλλου δείξαμε, ότι το δόγμα της υπεροχής των παραδόσεων απέναντι στις Γραφές, αποτελούσε τη βάση της αιρετικής διδασκαλίας των Γνωστικών του 2ου μ.Χ. αιώνα, οι οποίοι υπονομεύοντας την ιστορικότητα και τις δογματικές αρχές των ιερών κειμένων δίδασκαν ότι το κριτήριο της σωστής ερμηνείας των Γραφών είναι η εκ διαδοχής προφορική παράδοση των αποστόλων.

Πολεμώντας την επικίνδυνη αυτή δοξασία των Γνωστικών, οι αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν όλα τα Γραφικά και απολογητικά όπλα τους για ν' αποδείξουν στους Γνωστικούς ότι όχι μόνο η προφορική Παράδοση δεν υπερέχει των Γραφών αλλά και ότι δεν υπάρχει καμία έγκυρη και αυθεντική προφορική παράδοση σαν κανόνας πίστης έξω από τα Γραφικά Κείμενα. Όσες φορές οι εκκλησιαστικοί Πατέρες, και πιο συγκεκριμένα οι αρχαιότεροι, χρησιμοποιούν τον όρο «παράδοση», τον εννοούν, είτε σαν κανόνα ηθικής ζωής και χριστιανικής συμπεριφοράς, είτε σαν διαδικασία εκκλησιαστικής τάξης, είτε ακόμα σαν τη συστηματή έκθεση των δογμάτων της Αγίας Γραφής.

Ουδέποτε οι αναγνωρισμένοι Πατέρες εννόησαν την Παράδοση σαν ένα ξεχωριστό, άγραφο, σύστημα δογμάτων στο όποιο ο αμαρτωλός πρέπει να υποταχθεί για να πετύχει τη δικαίωση και τη σωτηρία του. Γνώριζαν πολύ καλά οι αρχαίοι Πατέρες ότι εκτός των Γραφών δεν υπάρχει καμία απολύτως δογματική αλήθεια ικανή να θίξει τη δικαίωση και σωτηρία του ανθρώπου.

Στο σημείο τούτο ο Μέγας Αθανάσιος επικαλείται μάλιστα και τη μαρτυρία των άλλων Πατέρων. Γράφει ο Αθανάσιος:
«Εστί μεν γάρ ικανωτέρα πάντων η θεία Γραφή· εί δε και συνόδου χρεία περί τούτου, Εστί τα των πατέρων».

Και αλλού επίσης ο ίδιος.

«Αυτάρκεις εισίν αι Άγιαι και θεόπνευστοι γραφαί προς την της αληθείας επαγγελίαν».

Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, (315-386), εξηγεί στους υποψήφιους για το Χριστιανικό βάπτισμα ότι καμία διδασκαλία δεν πρέπει να προσφέρεται ως προς τα θεία μυστήρια της πίστης παρά μόνον εφόσον η διδασκαλία στηρίζεται στα αυθεντικά δόγματα των Γραφών.

Ο Δίδυμος, (309 - 394), εξηγεί ότι η παράδοση των πατέρων είναι αυθεντική επειδή ακολουθεί τας Γραφάς.

Ο Τερτυλλιανός, δηλώνει ότι η αυθεντική παράδοση των αποστολικών Εκκλησιών συνίσταται στο Νόμο, στους Προφήτες και στα γραπτά των Ευαγγελιστών και των αποστόλων, κ.ο.κ.

Είναι γενική η μαρτυρία των Πατέρων, ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας πρέπει να υποτάσσεται στις Γραφές, και όχι αντίθετα, όπως μας λέει ο Ανδρούτσος. Σ’ αυτό οι Πατέρες συμφωνούν με τον απόστολο Παύλο που μας παρουσιάζει την Εκκλησία σαν πνευματική οικοδομή που είναι χτισμένη πάνω στο κήρυγμα των αποστόλων και των προφητών:

Εφεσ.β:19,20 Άρα λοιπόν δεν είσθε πλέον ξένοι και πάροικοι αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου λίθου αυτού του Ιησού Χριστού·

Αν, λοιπόν, η Εκκλησία ήταν ανέκαθεν θεμελιωμένη στο κήρυγμα των προφητών και των αποστόλων, τούτο σημαίνει ασφαλώς πως η επιδοκιμασία και το κύρος του κηρύγματος αυτού προϋπήρχε της Εκκλησίας την οποία εξακολουθεί να υποβαστάζει καθώς το θεμέλιο τοποθετείται πριν από την οικοδομή και την υποβαστάζει.

Η υποταγή των Γραφών στην Εκκλησία, ή στις παραδόσεις, είναι δόγμα το όποιο έπλασαν οι δογματικές προκαταλήψεις των οπαδών των παραδόσεων, είναι ένα μοντέρνο δόγμα που κηρύττει η Ορθόδοξη Εκκλησία, για να μην αφήνει τη θεόπνευστη Γραφή να μιλά μόνη της στους ανθρώπους, αλλά την διαστρέφει για να περισώσει τίς παραδόσεις. Έτσι, εκτόπισε εντελώς αυθαίρετα από το θρόνο της εξουσίας της την Αγία Γραφή, και κει κάθισε αυτή κηρύττουσα ότι αυτή η Εκκλησία, σαν Παράδοση, είναι η οδός της Σωτηρίας και η Κιβωτός της απόλυτης αλήθειας.

Ο Κύριος, όμως, δεν ανάθεσε στην Εκκλησία τέτοιου είδους αποστολή. Τουναντίον η Εκκλησία οφείλει να κηρύττει ότι η οδός, η αλήθεια και η ζωή βρίσκονται στην υπακοή στο λόγο του Θεού, όπως ο λόγος αυτός περιέχεται στις Γραφές και μάλιστα κατά τρόπο πλήρη και οριστικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης.

Η υποταγή των Γραφών στις παραδόσεις είναι η εντελώς αντίθετη μέθοδος εκείνης που εφάρμοσαν ο Κύριος Ιησούς, η αποστολική Εκκλησία και οι αποστολικοί Πατέρες για ν' αποδείξουν τη γνησιότητα και το κύρος του προφορικού των κηρύγματος.

Πρώτος ο Κύριος Ιησούς καυτηρίασε τη μέθοδο της υποταγής των Γραφών στις παραδόσεις λέγοντας με τόνο επίπληξης στους Φαρισαίους και Γραμματείς της εποχής Του:

Ματθ.ιε:6 και ηκυρώσατε την εντολήν του Θεού διά την παράδοσίν σας.

Ματθ.ιε:3 Διά τι και σεις παραβαίνετε την εντολήν του Θεού διά την παράδοσίν σας;

Μάρκ.ζ:9 Και έλεγε προς αυτούς· Καλώς αθετείτε την εντολήν του Θεού, διά να φυλάττητε την παράδοσίν σας.

Οι προφορικές λοιπόν παραδόσεις έπρεπε να δοκιμάζονται απαραιτήτως από τις Γραφές κι’ όχι οι Γραφές από τις παραδόσεις, καθώς υποστηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Κατά το υπόδειγμα του Ιησού, η αποστολική Εκκλησία παρουσίαζε και αυτή τις Γραφές, σαν τον μόνο και απόλυτο κριτή του προφορικού της κηρύγματος. Οι πρώτοι υπηρέτες του λόγου κήρυτταν την Χριστιανική αλήθεια αντλώντας όλα τα επιχειρήματά τους αποκλειστικά από τις μαρτυρίες των Γραφών.

Ας ρίξουμε μία ματιά στα κεφάλαια β', ζ', και ιγ', του βιβλίου των Πράξεων των αποστόλων και θα διαπιστώσουμε ότι τα κηρύγματα των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, καθώς και του Στεφάνου, είναι πλήρη από εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Σε άλλες περιπτώσεις:

Πράξ.η:35 Και ανοίξας ο Φίλιππος το στόμα αυτού και αρχίσας από της γραφής ταύτης, (Ησαΐας νγ') ευηγγελίσατο εις αυτόν (Ευνούχο) τον Ιησούν.

Ο Παύλος, «...κατά την συνήθειάν του εισήλθε προς αυτούς, (Ιουδαίους) και τρία σάββατα διελέγετο μετ' αυτών από των γραφών, εξηγών και αποδεικνύων ότι έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών και ότι ούτος είναι ο Χριστός Ιησούς, τον οποίον εγώ σας κηρύττω» (Πράξ.ιζ:2,3).

Ο Απολλώ, «εντόνως εξήλεγχε τους Ιουδαίους, δημοσία αποδεικνύων διά των γραφών ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός» (Πράξ.ιη:28).

Ήταν λοιπόν το αποστολικό κήρυγμα ένα κήρυγμα όχι αποκλειστικά λόγου αλλά στενού και αρμονικού συνδυασμού Γραφών - λόγου. Ουδέποτε υπήρξε εποχή όπου η Χριστιανική διδασκαλία στηριζόταν μόνο στην προφορική παράδοση. Η θεωρία συνεπώς ότι στις αρχές του Χριστιανισμού υπήρχε μόνο παράδοση προφορική, δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα. Οι μαρτυρίες των Γραφών δεν έπαυσαν ποτέ να υπάρχουν στο λίκνο της Χριστιανικής Εκκλησίας.