ΓΡΑΦΕΣ: Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Ο Κύριος Ιησούς διατάσσει: «Ερευνάτε τας Γραφάς»
Η Ορθόδοξη
Εκκλησία διατάσσει: «υπακούτε στις Παραδόσεις».
Ο Κύριος Ιησούς επιπλήττει: «Πλανάσθε μη γνωρίζοντες τις
Γραφές»
Η Ορθόδοξη Εκκλησία επιπλήττει: Πλανάσθε μη γνωρίζοντες τας
αποφάσεις των συνόδων.
Στην περίπτωση όμως αυτή, ο κάθε Χριστιανός στέκεται στο
σταυροδρόμι δύο δογματικών αρχών που οδηγούν σε δύο αντίθετες δογματικές
κατευθύνσεις.
Κατά την πρώτη αρχή, ο άνθρωπος καλείται ν' αναγνωρίσει μόνο
τις Γραφές σαν τη μοναδική και απόλυτη αυθεντία της αλήθειας για τη Σωτηρία του
- κατά τη δεύτερη αρχή καλείται ν' αναγνωρίσει κυρίως τις παραδόσεις σαν τέτοια
αυθεντία. Κατά την πρώτη αρχή, ο άνθρωπος ερευνά για να πιστέψει και να
υποταχθεί κατά τη δεύτερη αρχή πρέπει να πιστέψει χωρίς να ερευνήσει και να
υποταχθεί χωρίς να συζητήσει. Κατά την πρώτη αρχή, πίστη είναι τέλεια
εμπιστοσύνη και υποταγή στις γραπτές υποσχέσεις και τα παραγγέλματα του Θεού κατά
τη δεύτερη αρχή, πίστη είναι τέλεια εμπιστοσύνη και υποταγή στις αποφάσεις των
συνόδων. Η πρώτη αρχή αναγνωρίζει στον άνθρωπο προσωπικότητα και ατομική κρίση,
η δεύτερη αρχή καταργεί την προσωπικότητα, περιφρονεί την ατομική κρίση, κι
αφήνει τον άνθρωπο έρμαιο της κρίσης και της συνείδησης άλλων ανθρώπων.
Μας επιβάλλεται συνεπώς να διαλέξουμε. Ή θα στηρίξουμε τη
Σωτηρία μας στο λόγο ανθρώπων ή στο λόγο του Θεού.
Ματθ.ζ:24 Πας λοιπόν
όστις ακούει τους λόγους μου τούτους και κάμνει αυτούς, θέλω ομοιώσει αυτόν με
άνδρα φρόνιμον, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την πέτραν·
Η πέτρα είναι οι Γραφές, ο Άγιος λόγος του Θεού. Η μοναδική
αξία της Γραφής δεν βρίσκεται στα εξώφυλλά της αλλά στο χαρμόσυνο άγγελμα της
Σωτηρίας πού περιλαμβάνει. Το άγγελμα δε αυτό είναι χαρμόσυνο, είναι
«ευαγγέλιο» επειδή μας βεβαιώνει ότι:
Ρωμ.γ:21-25 Τώρα δε χωρίς νόμου η
δικαιοσύνη του Θεού εφανερώθη, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών,
δικαιοσύνη δε του Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους
πιστεύοντας· διότι δεν υπάρχει διαφορά· επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται
της δόξης του Θεού, δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της
απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού, τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως
διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού, προς φανέρωσιν της δικαιοσύνης αυτού διά
την άφεσιν των προγενομένων αμαρτημάτων διά της μακροθυμίας του Θεού,
Κι' επίσης:
Γαλ.β:16 εξεύροντες ότι δεν
δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου ειμή διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς
επιστεύσαμεν εις τον Ιησούν Χριστόν, διά να δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και
ουχί εξ έργων νόμου, διότι δεν θέλει δικαιωθή εξ έργων νόμου ουδείς άνθρωπος.
Γνωρίζουμε βεβαίως ότι με τη λέξη «Νόμος», οι Γραφές εννοούν
ολόκληρο το ηθικό και τελετουργικό σύστημα που ο Θεός όρισε και επέβαλε στο λαό
Ισραήλ κατά την Παλαιά, την προ Χριστού Οικονομία.
Το ηθικό θεμέλιο αυτού του Νόμου ήταν ο Δεκάλογος, η οι Δέκα
Εντολές, τις οποίες ο Θεός παρέδωσε με τον Μωυσή. Σύμφωνα με το γράμμα και το
πνεύμα αυτού του Νόμου, ο άνθρωπος, για να δικαιωθεί, (να τακτοποιηθεί ηθικά
απέναντι στον Θεό) έπρεπε να εκπληρώνει διαρκώς κι εντελώς αυτόν τον Νόμο, με
όλες τις λεπτομέρειες και τις απαιτήσεις του, διότι:
Ιακ.β:10 Διότι όστις φυλάξη
όλον τον νόμον και πταίση εις εν, έγεινεν ένοχος πάντων.
Ποιος ειλικρινής Χριστιανός δεν θα ομολογήσει ότι ο δρόμος
αυτός της δικαίωσης οδηγεί στην αποτυχία και στο αδιέξοδο; Υπάρχει έστω και
ένας ειλικρινής άνθρωπος για να μαρτυρήσει ότι σε κάθε στιγμή της ζωής του
κατορθώνει να εκπληρώνει διαρκώς κι εντελώς τις απαιτήσεις του ηθικού νόμου του
Θεού; Ασφαλώς όχι.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις της ηθικής αδυναμίας και
αποτυχίας του ανθρώπου, ακούγεται το χαρμόσυνο άγγελμα του Ευαγγελίου:
Ρωμ.η:3-5 Επειδή το αδύνατον
εις τον νόμον, καθότι ήτο ανίσχυρος διά της σαρκός, ο Θεός πέμψας τον εαυτού
Υιόν με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη
σαρκί, διά να πληρωθή η δικαιοσύνη του νόμου εις ημάς τους μη περιπατούντας
κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα· διότι οι ζώντες κατά την σάρκα τα της
σαρκός φρονούσιν, οι δε κατά το πνεύμα τα του πνεύματος.
Ο Θεός παραμέρισε το Νόμο σαν το μέσο ηθικής τακτοποίησης
του αμαρτωλού, και αντί του Νόμου όρισε ένα νέο και μοναδικό μέσο δικαίωσης:
Την πίστη στο πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χρίστου.
Ρωμ.γ:28 Συμπεραίνομεν λοιπόν
ότι ο άνθρωπος δικαιούται διά της πίστεως χωρίς των έργων του νόμου.
Το νόημα
της εν Χριστώ πίστεως
Ιωάν.δ:50 Λέγει προς αυτόν ο
Ιησούς· Ύπαγε, ο υιός σου ζη. Και επίστευσεν ο άνθρωπος εις τον λόγον, τον
οποίον είπε προς αυτόν ο Ιησούς, και ανεχώρει.
Είναι λοιπόν η εν Χριστώ πίστη, η ταπεινή αποδοχή του λόγου
του Κυρίου και η τέλεια εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του. Ο ηθικά αποτυχημένος
άνθρωπος εγκαταλείπει κάθε ηθική προσπάθειά του, απαρνείται κάθε ατομικό του
έργο, παραμερίζει κάθε προσωπική του ικανότητα και πιστεύει, δηλαδή αποφασίζει
να δεχτεί με εμπιστοσύνη τον κάθε λόγο και την κάθε χάρη που προσφέρει ο Θεός
διά του Ευαγγελίου.
Ρωμ.γ:27 Που λοιπόν η
καύχησις; Εκλείσθη έξω. Διά ποίου νόμου; των έργων; Ουχί, αλλά διά του νόμου
της πίστεως.
Για να εξηγήσει το νόημα της εν Χριστώ πίστης, ο απόστολος
Παύλος μας παρουσιάζει σαν πρότυπο τον Πατέρα της πίστης, τον Αβραάμ:
Ρωμ.δ:3 Επειδή τι λέγει η
γραφή; Και επίστευσεν Αβραάμ εις τον Θεόν, και ελογίσθη εις αυτόν εις
δικαιοσύνην.
Αν η αρχή και το τέλος της δικαίωσης του Αβραάμ ήταν η πίστη
του, τότε ποια θέση μπορούν να διεκδικήσουν τα έργα του; Ο Παύλος απαντά: Τα
έργα του ανθρώπου δεν έχουν καμία αξία στο ζήτημα της τακτοποίησής του με τον
Θεό.
Ρωμ.δ:2 Διότι εάν ο Αβραάμ
εδικαιώθη εκ των έργων, έχει καύχημα, αλλ' ουχί ενώπιον του Θεού.
Ρωμ.δ:5 εις τον μη
εργαζόμενον όμως, πιστεύοντα δε εις τον δικαιούντα τον ασεβή, η πίστις αυτού
λογίζεται εις δικαιοσύνην,
Γαλ.β:16 εξεύροντες ότι δεν
δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου ειμή διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς
επιστεύσαμεν εις τον Ιησούν Χριστόν, διά να δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και
ουχί εξ έργων νόμου, διότι δεν θέλει δικαιωθή εξ έργων νόμου ουδείς άνθρωπος.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις της ηθικής αδυναμίας και
αποτυχίας του ανθρώπου, ακούγεται το χαρμόσυνο άγγελμα του Ευαγγελίου:
Ρωμ.γ:28 Συμπεραίνομεν λοιπόν
ότι ο άνθρωπος δικαιούται διά της πίστεως χωρίς των έργων του νόμου.
Ρωμ.γ:27 Που λοιπόν η
καύχησις; Εκλείσθη έξω. Διά ποίου νόμου; των έργων; Ουχί, αλλά διά του νόμου
της πίστεως.
Ρωμ.δ:2 Διότι εάν ο Αβραάμ
εδικαιώθη εκ των έργων, έχει καύχημα, αλλ' ουχί ενώπιον του Θεού.