Ιδού οι διαβεβαιώσεις:
«Είναι γεγραμμένον εν τοις προφήταις· Και πάντες θέλουσιν είσθαι
διδακτοί του Θεού. Πας λοιπόν, όστις ακούση παρά του Πατρός και μάθη, έρχεται
προς εμέ» (Ιωάν.ς:45).
«αλλά
τούτο είναι το ρηθέν διά του προφήτου Ιωήλ· Και εν ταις εσχάταις ημέραις, λέγει
ο Θεός, Θέλω εκχέει από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα, και θέλουσι
προφητεύσει οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας, και οι νεανίσκοι σας θέλουσιν
ιδεί οράσεις, και οι πρεσβύτεροί σας θέλουσιν ενυπνιασθή ενύπνια· και έτι επί
τους δούλους μου και επί τας δούλας μου εν ταις ημέραις εκείναις θέλω εκχέει
από του Πνεύματός μου, και θέλουσι προφητεύσει» (Πράξ.β:16-18).
Ο απόστολος Παύλος αναγνωρίζει το
γεγονός ότι ο πιο απλός πιστός εν Χριστώ είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, (ή δεν εξεύρετε ότι το σώμα σας είναι ναός
του Αγίου Πνεύματος του εν υμίν, το οποίον έχετε από Θεού, και δεν είσθε κύριοι
εαυτών; - Α’ Κορ.ς:19), προσεύχεται μάλιστα για τους πιστούς γενικά, να
τους εμπλουτίσει ο Θεός με το πνεύμα «της σοφίας και της αποκαλύψεως»
(Εφες.α:17), με «το πλήρωμα της πνευματικής γνώσης» (Κολ.α:9), και ζητά τη
συμμετοχή του κάθε πιστού «εις όλους τους θησαυρούς της σοφίας και της γνώσεως»
που «είναι κρυμμένοι εν τω Χριστώ» (Κολ.β:3).
Ο απόστολος Ιωάννης, εξάλλου,
συγχαίρει όλα τα παιδιά Θεού επειδή πήραν «το χρίσμα του Πνεύματος που τους
φανερώνει τα πάντα» (Α’ Ιωάν.β:20, 27).
Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα
παραμερίσουμε τις τόσες διαβεβαιώσεις του Θεού και θα περιμένουμε από άλλους
ανθρώπους να μας επιβάλουν αυτοί τι και πώς να πιστεύουμε; Μήπως λέει ψέματα ο
Θεός όταν, όπως είδαμε, βεβαιώνει ότι διά του πνεύματος Του φανερώνει στον
κάθε πιστό όλη την αλήθεια της Σωτηρίας;
Αν είμαστε βέβαιοι πώς ο Θεός δεν
λέει ψέματα, γιατί τότε είμαστε πάντοτε έτοιμοι να εμπιστευόμαστε στα δόγματα
ανθρώπων και να δυσπιστούμε στο λόγο του ζωντανού Θεού;
Δεν εννοούμε φυσικά ότι όλα τα τμήματα
και τα εδάφια των Γραφών ερμηνεύονται με την ιδία πάντοτε ευκολία και ακρίβεια.
Ο απόστολος Πέτρος, λ.χ. προειδοποιεί ότι στις επιστολές του Παύλου «είναι τινά
δυσνόητα»" σπεύδει όμως να εξηγήσει ότι τα δυσνόητα των Γραφών
διαστρεβλώνονται από τους αμαθείς και αστήρικτους (Β’ Πέτρ.γ:15). Αυτό σημαίνει
ότι όσοι είναι καταρτισμένοι στο λόγο του Θεού και αληθινοί μαθητές του Χρίστου
(εννοείται πώς δεν υπάρχει ανάγκη να είναι μόνον «κληρικοί») αυτοί, με τη
βαθμηδόν βοήθεια του Πνεύματος, μπορούν να καταλάβουν κι' αυτά ακόμη τα
δυσνόητα εδάφια των Γραφών.
Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι ο
Κύριος Ιησούς ευχαρίστησε τον Πατέρα επειδή η γνώση του μυστηρίου της πίστης
έμεινε κρυμμένη απ’ όσους θεωρούν τους εαυτούς τους πολυμαθείς, για να
φανερωθεί στους μωρούς και ταπεινούς;
«Ευχαριστώ σοι, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας
ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψας αυτά εις νήπια· ναι, ω Πάτερ, διότι
ούτως έγεινεν αρεστόν έμπροσθέν σου» (Λουκ.ι:21).
Σίγουρα, ο Κύριος δεν
χαρακτηρίζει σαν «νήπια» μόνο τους γίγαντες της θεολογίας που συνήλθαν στις
Οικουμενικές Συνόδους, αλλά μιλάει για τα «μωρά», τους απλούς ανθρώπους, των
όποιων η μεν θεολογική κατάρτιση είναι περιορισμένη άλλα η καρδιά τους ταπεινή
προς την αλήθεια και πρόθυμη να υποταχθεί στο λόγο του Θεού.
Η φανέρωση, τόσο της αποκάλυψης
του Θεού όσο και της πνευματικής γνώσης του Ευαγγελίου, δεν είναι αποτέλεσμα
θεολογικής μόρφωσης ή ιερατικής χειροτονίας, αλλά είναι η ανταμοιβή μας για
την υποταγή και υπακοή μας στο Νόμο του Χριστού.
«Ο έχων
τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με· ο δε αγαπών με
θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου, και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν και θέλω
φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν» - ανταμοιβή - (Ιωάν.ιδ:21).
Είναι λοιπόν συγκεκριμένη και
απόλυτη η βεβαίωση των Γραφών ότι η ορθή κατανόηση του Σχεδίου της Σωτηρίας
είναι αποτέλεσμα του εσωτερικού φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, το οποίο
κατοικεί στην καρδιά του κάθε πιστού.
«Εις ημάς δε ο Θεός απεκάλυψεν αυτά διά του Πνεύματος αυτού· επειδή το
Πνεύμα ερευνά τα πάντα και τα βάθη του Θεού....» «Δεν εξεύρετε ότι είσθε ναός Θεού και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί εν
υμίν;» (Α' Κορ.β:10, γ:16).
Ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία,
επιμένει στο σημείο αυτό, να διαψεύδει και τις Γραφές και τον Κύριο.
Γράφει ο Ανδρούτσος:
«Η Εκκλησία διά των Οικουμενικών
Συνόδων και των Πατέρων της Εκκλησίας
χειραγωγεί εις ορθήν της Γραφής
κατανόησιν».
Ώστε λοιπόν, κατά τη θεωρία αυτή
ο Θεός δε μίλησε, ούτε μιλάει, κατευθείαν στον άνθρωπο, αλλά μίλησε μόνο στους
επισκόπους των Οικουμενικών Συνόδων και στους εκκλησιαστικούς Πατέρες. Όλοι οι
άλλοι πρέπει μόνο από τις δύο αυτές πηγές ν' ακούσουμε τη φωνή του Θεού. Αφού
όμως μόνο οι Σύνοδοι και οι Πατέρες είναι οι αποκλειστικοί χειραγωγοί μας στην
ορθή κατανόηση των Γραφών, τότε ας μη λάβουμε υπόψη τις τόσες διαβεβαιώσεις του
Θεού, ας πετάξουμε την Αγία Γραφή και αντί αυτής, για το φωτισμό μας και την
πνευματική μας αύξηση, ας μελετάμε καθημερινά . .. τους κανόνες και τα άρθρα
των Οικουμενικών Συνόδων. Όσο για τους καθημερινούς πειρασμούς μας, κατά τους
οπαδούς των παραδόσεων, θα σβήνουμε «τα βέλη του Πονηρού τα πεπυρωμένα» αν
καταφεύγουμε, όχι στο «γέγραπται», αλλά στις πολύλογες και ασύμφωνες θεολογικές
θεωρίες των Πατέρων της Εκκλησίας.
Μια ερώτηση θα κάνουμε, αρκετά
σοβαρή:
Με ποιο δικαίωμα η ορθόδοξη
εκκλησία άλλαξε τις βάσεις της αποστολικής διδασκαλίας, εκθρονίζοντας από τη
θέση της αυθεντίας τον ίδιο τον Κύριο Ιησού και τις Γραφές, για να καθίσει εκεί
η ίδια με τις παραδόσεις της;