Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Γραφές και παραδόσεις (20)


Αν ο Κύριος Ιησούς πράγματι συνέδεσε τη σωτηρία των ανθρώπων με τη συγχώρηση των αμαρτιών από άλλους ανθρώπους, παραμένει ανεξήγητο γιατί οι απόστολοι δεν εννόησαν έτσι το ζήτημα κι' άφησαν τους πιστούς δεμένους στις αμαρτίες τους, μολονότι είχαν την εξουσία να τους συγχωρήσουν.

Για ν' αποδειχτεί λοιπόν το κύρος του μυστηρίου της μετάνοιας, χρειάζεται πρώτα ν' αποδειχτούν τα εξής:

1. Ότι την εξουσία της συγχώρησης των αμαρτιών ο Κύριος την παραχώρησε στους αποστόλους και στους διαδόχους τους.

2. Ότι οι απόστολοι έκαναν χρήση αυτής της εξουσίας και συγχώρησαν οι ίδιοι τις αμαρτίες ανθρώπων.

3. Ότι την εξουσία τους αυτή οι απόστολοι είχαν δικαίωμα να την μεταβιβάσουν και στους διαδόχους τους.

4. Ότι οι αμαρτίες που λύονται από τους διαδόχους των αποστόλων θα παραμείνουν λυμένες στον αιώνα, κι επίσης αυτές που δένονται από τους ιδίους θα παραμείνουν δεμένες στον αιώνα.

5. Ότι ο Κύριος Ιησούς αφαίρεσε από τον Εαυτό Του για πάντοτε το προνόμιό Του σαν κριτής των ανθρώπων και το μεταβίβασε στους αποστόλους και στους διαδόχους τους.

6. Τέλος, ότι όλες οι διακηρύξεις του Κυρίου περί μελλοντικής δίκαιης κρίσης όλων των ανθρώπων, από τον ίδιο τον Κύριο, είναι ανάξιες προσοχής.

Επειδή δε κανένα από τα παραπάνω σημεία ούτε λογικά αποδεικνύεται ούτε Γραφικά, αυτό ασφαλώς σημαίνει ότι το εδάφιο «αν τίνων αφήτε τάς αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε κεκράτηνται» ερμηνεύεται κι εφαρμόζεται κακώς σαν δόγμα που υποστηρίζει το μυστήριο της μετάνοιας.

Ας δείξουμε τώρα τις ηθικές ανωμαλίες που δημιουργεί τόσο στην ανθρώπινη όσο και στην κοινωνική ζωή το αντιγραφικό δόγμα της εξομολόγησης. Γράφει ο Ανδρούτσος:

«... τον πνευματικόν εκδέχεται (η Ανατολική Εκκλησία) ουχί ως αναγγέλλοντα ή υπουργούντα εν τη των αμαρτιών αφέσει, αλλ' εν τη από του Κυρίου χορηγηθείση αυτώ πλήρει δυνάμει απολύοντα τον αμαρτωλόν...»

Το δόγμα αυτό σημαίνει, αν δεν κάνουμε λάθος, ότι ο ιερέας κατέχει την απόλυτη δικαστική εξουσία να συγχωρήσει η να κατακρατήσει όλες τις ηθικές αταξίες και τα εγκλήματα ενός ανθρώπου αδιακρίτως του βαθμού, του είδους, και του αριθμού των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν. Αν συνεπώς υποθέσουμε ότι ένας εγκληματίας, φοβούμενος την μελλοντική κρίσι, καταφυγή στον ιερέα και εξομολογηθεί, ο ιερέας έχει την απόλυτη δικαστική εξουσία να συγχωρά τελείως τον εγκληματία και να τον ανακηρύττει καλό πολίτη και «άγιο», άσχετα αν ο εγκληματίας αυτός κατορθώνει ν' αποφεύγει την «τσιμπίδα» του ποινικού νόμου. Και ρωτάμε: Υπάρχει πιο ιδεώδης μέθοδος απ’ αυτήν για να διαδοθεί στην κοινωνία η ηθική αταξία και το έγκλημα;

Στο ερώτημα αυτό, η Ορθόδοξη Εκκλησία άπαντα ότι δέχεται τη μετάνοια «ως την στερράν απόφασιν όπως μη επανέλθη τις επί τα πεπλημμελημένα μάλλον δε επανορθώση αυτά κατά το δυνατόν ... δι' έργων μετανοίας».

Αλλά και πάλι θα ρωτήσουμε: Δεν είναι ουτοπία να δεχτούμε ότι όσες φορές ο αμαρτωλός εξομολογείται και συγχωρείται παρουσιάζει στον ιερέα κάθε φορά αμαρτήματα άλλης φύσης από εκείνα που είχαν συγχωρεθεί σ’ αυτόν σε άλλη προηγούμενη εξομολόγηση; Δεν μας διδάσκει τουλάχιστον η ατομική μας πείρα ότι παρ' όλη τη «στερράν απόφασιν όπως μη επανέλθωμε επί τα πεπλημμελημένα», εν τούτοις σαν αμαρτωλοί με διεφθαρμένη φύση, έχουμε υποπέσει στα ίδια αμαρτήματα άλλοι δύο φορές κι άλλοι χίλιες φορές; Στην περίπτωση αυτή, ποια είναι η αξία και το νόημα της εξομολόγησης; Διότι ένα από τα δύο πρέπει να συμβαίνει: Ή ο ιερέας έχει την εξουσία να συγχωρά μόνο τα αμαρτήματα στα όποια ο εξομολογούμενος έχει υποπέσει για πρώτη φορά, ή έχει την εξουσία να συγχωρά τον αμαρτωλό πολλές φορές για τα ίδια αμαρτήματα, οπότε και πάλι επαληθεύεται το παραπάνω συμπέρασμά μας ότι η κακή ερμηνεία και εφαρμογή του Ιωάν.κ:22, ενθαρρύνει την ηθική αταξία.

Αλλά τότε ποια είναι η ορθή ερμηνεία των λόγων του Κυρίου, «αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας, αφέωνται αυτοίς· αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται»;

Όπως ήδη εξηγήσαμε, ο Κύριος Ιησούς διάλεξε τους αποστόλους Του και τους έχρισε για να μεταδώσουν στην Οικουμένη το νέο κήρυγμα του Ευαγγελίου της Σωτηρίας. Ο ίδιος τους είπε:

Μάρκ.ις:15,16 πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται.

Το κριτήριο λοιπόν βάσει του οποίου ο κάθε άνθρωπος σώζεται η κατακρίνεται είναι η υπακοή ή η παρακοή του στις αρχές του ευαγγελίου όπως το κήρυξαν οι ίδιοι οι απόστολοι.

Όλοι εκείνοι που θα πιστεύουν στο αποστολικό κήρυγμα, αυτοί θα λάβουν άφεση, δηλαδή οι αμαρτίες εκείνων που θα υπακούσουν στο λόγο του Θεού που κήρυξαν οι απόστολοι, αυτοί θα συγχωρεθούν, (αν τίνων αφήτε, όσα αν λύσητε).

Οι άνθρωποι που δεν θα πιστέψουν δεν θα λάβουν άφεση, δηλαδή οι αμαρτίες εκείνων που θα απιστήσουν στο λόγο του Θεού που κήρυξαν οι απόστολοι, δεν θα συγχωρεθούν, (αν τίνων κρατήτε, όσα αν δέσητε).

Αυτή άλλωστε είναι η φυσική και αβίαστη ερμηνεία που προσδίδει στο εδάφιο, «Αν τίνων αφήτε,..», το αμέσως προηγούμενό του (Ιωάν.κ:21): «Καθώς απέσταλκέν με ο Πατήρ καγώ πέμπω υμάς».

Ο σκοπός της αποστολής στον κόσμο, τόσο του Κυρίου όσο και των αποστόλων, ήταν κοινός: η συγχώρηση των αμαρτιών. Ο Πατέρας απέστειλε τον Χριστό για να τελειώσει το έργον της συγχώρησης των αμαρτιών διά του σταυρικού θανάτου Του. Ο Κύριος Ιησούς αποστέλλει τους αποστόλους για να εξαγγείλουν στον κόσμο ότι το έργο της εξιλέωσης των αμαρτιών τελείωσε και ότι χορηγείται πλέον τέλια άφεση «εις πάντα τον πιστεύοντα». Ο Κύριος Ιησούς δεν έστειλε τους αποστόλους για να συγχωρούν αμαρτίες αλλά μόνον για να κηρύξουν ότι η συγχώρηση χορηγείται δωρεάν από τον Θεό.

«Διά τούτου (του Χρίστου) άφεσις αμαρτιών καταγγέλλεται»Αυτός ήταν ο τόνος του αποστολικού κηρύγματος.

Η διακονία των αποστόλων ήταν να «καταγγείλουν» το Ευαγγέλιο «εις πάσαν την κτίσιν» να κηρύξουν δηλαδή στον κόσμο ότι ο Θεός συγχωράει διά του Χριστού τις αμαρτίες των ανθρώπων και ότι σαν συνέπεια αυτής της συγχώρησης ο Θεός δικαιώνει τους αμαρτωλούς δωρεάν, διά της πίστεως.

Ο απόστολος Παύλος εξηγεί ότι από τον Κύριον δεν έλαβε παρά μία μόνο εντολή: «ευαγγελίσασθαι». Έλαβε δηλαδή την εντολή να κηρύξει στον κόσμο το αναγνωρισμένο από τον Θεό Ευαγγέλιο στο οποίο όποιος άνθρωπος πιστέψει συγχωρείται και σώζεται (όσα αν λύσητε, αν τινών αφήτε). Όποιος όμως δεν πιστέψει στο κήρυγμα του Ευαγγελίου θα μείνει ασυγχώρητος, θα κατακριθεί· (όσα αν δέσητε αν τίνων κρατήτε»).

Ιδού συνεπώς η ερμηνευτική διατύπωση των λόγων του Κυρίου:

«Οι αμαρτίες που θα συγχωρεθούν διά μέσου του δικού σας κηρύγματος του Ευαγγελίου, θα παραμείνουν για πάντοτε συγχωρημένες, οι αμαρτίες που δεν θα συγχωρεθούν διά μέσου του δικού σας κηρύγματος του Ευαγγελίου, θα παραμείνουν για πάντοτε ασυγχώρητες».

Το κήρυγμα του Ευαγγελίου γεννά την πίστη και η πίστη την άφεση των αμαρτιών. Κατά την Καινή Διαθήκη, άλλο μέσο για τη συγχώρηση των αμαρτιών δεν υπάρχει κανένα.