Ιούδ.α:3 Αγαπητοί, επειδή καταβάλλω πάσαν σπουδήν να σας γράψω περί της κοινής σωτηρίας, έλαβον ανάγκην να σας γράψω, προτρέπων εις το να αγωνίζησθε δια την πίστιν, ήτις άπαξ παρεδόθη εις τους αγίους.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Εσύ το λες; Γιατί;


Ο Παύλος το είπε απλά και καθαρά. Τελείως αβίαστα.

Μέσα μου, μέσα στο σώμα μου, δεν ζώ εγώ, ζει κάποιος άλλος, ζει ο Χριστός.

Μπορείς να το πεις και σύ;

Λες πως είσαι Χριστιανός, δηλαδή ακόλουθος του Χριστού, δηλαδή δικός Του, δηλαδή πως Του ανήκεις.

Πολύ καλά όλα αυτά. Μα γιατί δεν μπορείς να επαναλάβεις τα ίδια λόγια; Να έχεις την ίδια εμπειρία;

Μα βέβαια αυτό είναι κάτι άλλο. Ίσως είναι το απόλυτο κάτι άλλο.

Ξέρω, πως μπορεί να θαυμάζεις τον Χριστό. Του αξίζει. Το μεγαλείο Του μοναδικό και ασύγκριτο.

Ξέρω πως μπορεί να πιστεύεις στα λόγια Του. «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια, η ζωή».

Μεγάλα λόγια. Κανένας δεν τολμάει να τα πει.

Ξέρω πως μπορεί να παραδέχεσαι και τα άλλα λόγια Του. Πως είναι «ο υιός του Θεού, ο προαιώνιος λόγος του Θεού». Έτσι λέει το Ευαγγέλιο, έτσι και σύ τα δέχεσαι. Μα αν και τα δέχεσαι, τίποτα δεν αλλάζουν μέσα σου.

Μα, όλα αυτά αν και αληθινά και σωστά δεν κάνουν όλα μαζί αυτό που έλεγε ο απ. Παύλος.

Και είσαι παιδί του Θεού και δεν αγαπάς τα ψέματα. Να γιατί δεν μπορείς να το πεις. Δεν θέλεις να πεις ψέματα. Και μάλιστα μπροστά στο Θεό. Πως να γίνει κάτι τέτοιο; Αδύνατο.

Και κάτι άλλο. Καμιά φορά, το Πνεύμα του Θεού, σου έφερε μπροστά σου κάποιο ύμνο, που κάποιος, πιστός έγραψε, γιατί το ζούσε αυτός. Και έλεγε κι αυτός μαζί με τον Παύλο, «Δεν ζώ εγώ ζει εν εμοί ο Χριστός». Και σύ επανέλαβες μηχανικά τα λόγια. Και δεν ήτανε δικά σου.

Τότε ντράπηκες γι' αυτό και κατέβασες το κεφάλι. Δεν το βρήκες τίμιο. Σέ έλεγξε το πνεύμα του Θεού. Μα δεν κυριαρχείσαι από αυτό.

Είναι φορές που είχες κάτι αναλαμπές και κάποια σημάδια της παρουσίας του Θεού. Κάτι θαυμάσιες σκέψεις στον εσωτερικό σου κόσμο της συνείδησης. Κάποιες απαντήσεις σε προσευχές.

Η χαρά σου ήτανε πολύ μεγάλη. Ήτανε σημάδια της παρουσίας Του στη ζωή σου. Και καμάρωνες. Και θριαμβολόγησες. Και έμεινες ικανοποιημένος.

Μη τα μπερδεύεις όμως τα πράγματα. Αυτά καλά. Μα το άλλο δεν μπορείς να το πεις, γιατί δεν τόχεις. Γιατί δεν μπορείς να πεις ψέματα. Γιατί δεν έχεις την επιβεβαίωση, την εσωτερική, του Πνεύματος.

Ίσως το προσπερνάς. Αν ασχολήθηκες ποτέ και αν στάθηκες ποτέ, δεν μπορεί θα πικράθηκες. Εκτός αν δεν έχεις την συνήθεια να συγκρίνεις τον εαυτό σου με το λόγο του Θεού μα, με άλλους ανθρώπους, για να βγαίνεις ψηλότερός τους στο πνευματικό ανάστημα.

Όχι, μη το πεις γιατί θα αμαρτήσεις, πως αυτά είναι λόγια που ταιριάζουν στον Παύλο μα όχι σε σένα. Είναι και για σένα. Αν δεν μπορείς να τα πεις, είναι γιατί κάτι δεν πάει καλά. Ούτε πάλι να πεις ότι δεν τα καταλαβαίνεις. Μα είναι τόσο απλά.

Δεν ζω εγώ, πρέπει να πει πως δεν είμαι πιά ζωντανός. Πάει να πει πως πέθανα. Κάποτε ζουσα. Και ήμουνα ο εαυτός μου. Τί άλλο μπορούσα να είμαι. Με τις επιθυμίες μου, με τα σχέδιά μου. Με τα όνειρά μου. Με τις χαρακτηριστικές μου ιδιότητες. Με τις προσωπικές μου γνωριμίες. Με όλα αυτά με ξέρανε και με ξεχωρίζανε.

Αυτά τώρα πια πεθάνανε. Δεν υπάρχουν. Δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι πραγματικότητα. Σου λέω δεν υπάρχουν. Δεν τα συναντώ μπροστά μου. Δεν τα βλέπω εγώ, δεν τα βλέπουν οι άλλοι. Αυτό είναι. Όχι μόνο πέθανε, αλλά και θάφτηκε. Να μην τα ξαναλέω πάλι όλα, ένα – ένα. Ούτε όνειρα, ούτε σχέδια, ούτε χαρακτηριστικά. Πάνε.

Και ξέρεις κάτι. Εγώ τα σκότωσα. Εγώ πήρα την απόφαση. Πρώτα σιχάθηκα τον εαυτό μου. Ύστερα τον αρνήθηκα. Μετά σ' ένα αγώνα μακροχρόνιο, με τη δύναμη του Κυρίου, με τη φωτιά του Πνεύματος, βήμα με βήμα, σκέψη με σκέψη, απόφαση με απόφαση, φωτιά και τσεκούρι, τα σκότωσα.

Και θα σού πω και κάτι άλλο. Όχι μόνο που δεν θέλω να τα βλέπω μα ούτε και να τα θυμούμαι πιά. Και είναι φορές που πασχίζω να θυμηθώ κάτι από τα παλιά και νιώθω μια αποστροφή. Η εικόνα είναι θαμπή. Σιχαμερή, αποτροπιαστική. Τέρμα. Ούτε λόγια ούτε θύμησες.

Εσύ δεν μπορείς να το πεις αυτό αδελφέ μου; Γιατί; Εξακολουθείς να τον αγαπάς τον εαυτό σου; Σου αρέσει; Αλήθεια, τί του βρίσκεις; Και θέλεις να υπάρχει; Και τον εκτρέφεις ταΐζοντας τις επιθυμίες του. Αμ’ τότε τί να πούμε; Δηλαδή ούτε που ποτέ θέλησες. Ούτε που το διανοήθηκες.

Και όμως αγαπάς τον Χριστό. Αυτό το ξέρω. Και σύ το ξέρεις. Μα αγαπάς και τον εαυτό σου. Μα αυτό δεν γίνεται.

Και τότε, σαν ο παλιός μου εαυτός πέθανε και όσο αυτός πέθανε, κάποιος άλλος έπαιρνε την θέση του. Κάποια άλλα χαρακτηριστικά άρχισαν να παρουσιάζονται. Άλλα όνειρα, άλλα σχέδια, άλλες επιθυμίες, άλλη θέληση. Δεν ήτανε δικά μου Ήτανε ξένα. Και είναι ξένα. Ψέματα δεν μπορώ να πω. Και γιατί να πω;

Δεν άργησα ν' αντιληφθώ ποιανού χαρακτηριστικά ήτανε. Μα βέβαια. Ήτανε του Κυρίου μου που αγαπούσα. Και ήθελα να Του μοιάσω. Και Του το είχα ζητήσει. Ναι είναι δικά Του. Πόσο Τον ευχαριστώ.

Ήρθε και πήρε τη θέση του πεθαμένου εαυτού μου. Επαναλαμβάνω, δικά Του όλα. Όπως το λέει. Όπως το υπόσχεται. Ο, τι υπόσχεται το κάνει ο Κύριος. Οι υποσχέσεις του είναι αληθινές.

Μη βιαστείς να με πεις εγωιστή, υπερήφανο και άλλα τέτοια. Μπορούσα να το κρύψω. Μα δεν το έκανα. Είναι δικό Του δώρο. Είναι μέσα στη σωτηρία Του. Είναι μέσα στη χάρη Του. Να μη Τον ευχαριστήσω για ένα θαύμα που βλέπω;

Όπως λέει ένας ύμνος «γιατί να το κρύψω γιατί να ντραπώ;»

Μπορείς να το πεις και σύ αδελφέ μου; Και όμως είναι και για σένα. Γι' αυτό έγινε το μεγάλο δράμα του σταυρού του Γολγοθά. Για να κατοικήσει μέσα σου ο Χριστός.

Ζήτησέ το από τον Κύριο με δάκρυα στα μάτια και θα γίνει. 

Πρέπει να γίνει.